«Υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο δύο καλοί τρόποι να ψοφήσει ο φτωχός: είτε απ’ την απόλυτη αδιαφορία των ομοίων του εν καιρώ ειρήνης είτε απ’ το ανθρωποκτόνο πάθος των ιδίων εν καιρώ πολέμου[…]»
αναφέρει ο Φερδινάρντ Μπαρνταμού, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας». Άλλωστε το έχει μάθει καλά κατά την πορεία της ζωής του, της οποίας τον κύκλο παρακολουθούμε ταυτόχρονα με μια ανεξάντλητη διείσδυση στην ανθρώπινη ψυχή. Διείσδυση ανελέητη, καυστική, και τόσο ηχηρή που πολλές φορές καταντά εκκωφαντική.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Νέος, στο Παρίσι, ενώ ηχούν οι σάλπιγγες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο Φερντινάρντ, σε μια στιγμή αυθορμητισμού, κατατάσσεται στο στρατό. Εκεί οι αυταπάτες περί πατρίδας, ηρωισμού και γενναιότητας γκρεμίζονται σταδιακά σαν ντόμινο μέσα από την δυστυχία με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο πρωταγωνιστής.
«[…] Τον καιρό του πολέμου, αντί να χορεύουμε στον ημιώροφο, χορεύαμε στο κελάρι. Οι μάχιμοι τ’ ανέχονταν, το γούσταραν κιόλας. Αυτό ζήταγαν με το που φτάνανε, και κανείς δεν έβρισκε ύποπτους τους τρόπους τους. Μόνο η παλικαριά είναι ύποπτη. Να’ σαι παλικάρι με το κορμί που έχεις; Πες λοιπόν και στο σκουλήκι να’ ναι παλικάρι, που’ ναι ροδαλό και χλομό και μαλακό, σαν κι εμάς[…]».
Κατανοώντας το μάταιο του πολέμου, προσποιείται τον ψυχικά διαταραγμένο και καταλήγει έγκλειστος σε στρατιωτικό άσυλο. Μετά το πέρας του, στέλνεται σε μια γαλλική αποικία της Αφρικής. Η δυστυχία βέβαια δεν φεύγει από το προσκήνιο μόνο που δίπλα της προστίθεται κι η αρρώστια.
«[…]Με λίγα λόγια όσο είσαι στον πόλεμο, λές πως θα ‘ναι καλύτερη η ειρήνη, κι έπειτα πιπιλάς αυτήν την ελπίδα σαν καραμέλα, κι έπειτα είναι σκατά και απόσκατα. Δεν τολμάς να το πείς στην αρχή, μην τυχόν και αναγουλιάσει κανένας. Το παίζεις καλό παιδί, κοντολογίς. Κι έπειτα, μιάν ωραία πρωία, καταλήγεις παρ’ όλα αυτά να το ξεράσεις μπροστά σε όλον τον κόσμο. Έχεις βαρεθεί να τσαλαβουτάς στον βόθρο . Μα τότε ο κόσμος σε βρίσκει υπερβολικό. Και τέρμα[…]».
Για να γλιτώσει και πάλι το σκάει για την Νέα Υόρκη, όπου καταφέρνει απλά να επιβιώνει, με την βοήθεια μιας πόρνης, της Μόλλυ. Η Νέα Υόρκη αποδεικνύεται ένας ακομα σταθμός, στον οποίο δεν θα μείνει για πολύ. Τελευταίος προορισμός του ταξιδιού του είναι η αφετηρία του. Κατά την επιστροφή του στο σημείο εκκίνησης, στο Παρίσι, ο ήρωας σπουδάζει και εργάζεται σε άσυλο φρενοβλαβών ως γιατρός.
«[…] Τι τρελλοκομείο η στερημένη ζωή! Μια τάξη είναι η ζωή, κι η πλήξη ο παιδονόμος της, που διαρκώς σε κατασκοπεύει. Πρέπει πάση θυσία να μοιάζεις απασχολημένος με κάτι πολύ συναρπαστικό, ειδάλλως πλακώνει και σου ροκανίζει το μυαλό. Όταν η μέρα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σκέτο εικοσιτεράωρο δεν υποφέρεται. Μια μακριά, σχεδόν αβάσταχτη ηδονή πρέπει να’ναι η μέρα, μια μακριά συνουσία, θες δε θες[…]».
Σε αυτό τον κύκλο ζωής, ο ήρωας, ακροβατώντας στη δυστυχία, είναι σαν να βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία προς το χειρότερο, σε ένα συνεχές ταξίδι προς το μαύρο, το σκοτεινό χωρίς να προσδοκά το ξημέρωμα, μέχρι και το τέλος. Ένας τέλος που κορυφώνεται με έναν φόνο που συντελείται μέσα σε ένα εθιμοτυπικά κι ανούσια χαρούμενο περίγυρο.
Υφαίνοντας έναν κλασσικό αντιήρωα, ο Σελίν μας συστήνει τον αντιπολεμικό, παρόλο που συμμετέχει ως στρατευμένος στον πόλεμο, Μαρνταμού, μας γνωρίζει τον ενάντιο της αποικιοκρατίας, παρόλο που επισκέπτεται τις αποικίες , τον αντίθετο της μηχανιστικής Αμερικής, παρόλο που μεταβαίνει σε αυτή… Με αυτόν τον τρόπο μας συστήνει ίσως τον ενάντιο της ίδιας της ζωής.
Ο ήρωας μετατρέπεται σε τοποτηρητή της ζωής, κάνοντας την να μοιάζει απαλλαγμένη από τα περιττά στολίδια και τις ασήμαντες συσσωρεύσεις πληροφοριών. Η γλώσσα της ζωής άλλωστε μπορεί να είναι και λούμπεν και βρισιές, να καίει να πονάει.
«Διαβάζουμε το Σελίν, γιατί είναι ο σκοτεινός ήλιος γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφονται σαν φασματικοί πλανήτες τα δράματα, οι φάρσες, οι οιμωγές και οι σιωπές του 20ου αιώνα, που είναι και ο 21ος. Τον διαβάζουμε γιατί αναγνωρίζουμε στην εκθαμβωτική πρόζα του την τραγική ανθρώπινη συνθήκη μας και γιατί μας καταδικάζει να της γελάμε κατάμουτρα» όπως σημειώνει η μεταφράστρια στο επίμετρο. Έτσι ταξιδεύουμε στου καθενός την νύχτα, πραγματώνοντας μια έσχατη συνάντηση με την ύπαρξη, χωρίς ψευδαισθήσεις.
Τα μοτίβα, στα οποία κινείται η γλώσσα του Σελίν, καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια σκληρή και σαρκαστική ατμόσφαιρα, συνδράμουν στην απογύμνωση της αλήθειας, στην αποτύπωσή της με περισσότερη ακρίβεια από εκείνη μιας «κόσμιας» παραλλαγής.
Έτσι το ταξίδι που προτείνει ο Σελίν, παρόλο που στο λυκαυγές του 21ου αιώνα δεν προκαλεί αίσθηση, την περίοδο της έκδοσής του κατάφερε να ταράξει τα νερά και να διατυπώσει μεγάλες αλήθειες. Εξίσου βέβαια κατάφερε να εκπληρώσει και το βασικό αίτημα της λογοτεχνίας του μεσοπολέμου, την γλωσσική χειραφέτηση, με σκοπό να καταγγείλει έναν κόσμο παράλογο που υπονόμευε την καθημερινότητα.
«[…] ‘Εχεις δίκιο Αρθούρε, όσο γι αυτό έχεις δίκιο! Μοχθηροί κι υποταγμένοι, βιασμένοι, ληστεμένοι, σφαγμένοι και μια ζωή κορόιδα, οι πατεράδες μας ήταν αντάξιοί μας! Σωστά το λες! Δεν αλλάζουμε! Μήτε κάλτσες, μήτε αφεντικά, μήτε αποψεις, ή αλλάζουμε τόσο αργά που δεν αξίζει πια τον κόπο. Γεννηθήκαμε πιστοί εμείς, μέχρι σκασμού! Στρατιωτες τζαμπέ, ήρωες γαι τον κόσμο όλο και πίθηκοι που μιλάνε, λέξεις βασανισμένες, τα τέκνα του Βασιλιά Αθλίου είμαστε. Αυτός μας πηδάει! Έτσι και δεν καθίσεις φρόνιμα σφίγγει… Έχεις τα δάχτυλά του γύρω από το λαιμό, συνέχεια, ούτε να μιλήσεις δεν μπορείς, πρέπει να προσέχεις, άμα θες να φας… Για ψύλλου πήδημα, σε στραγγαλίζει… Δεν είναι ζωή αυτή…[…]»
Ο ανάλγητος αυτός αφηγητής, κατάφερε να παραβιάσει τον κώδικα της συγγραφικής δεοντολογίας αλλάζοντας κατά κάποιο τρόπο το «επίσημο ένδυμα» που συνήθιζε μέχρι τότε να φορά η λογοτεχνία. Πέταξε τα εισαγωγικά του προφορικού λόγο και αφαίρεσε τα δεσμά της αργκό και της πρόζας. Συνάμα κατάφερε βέβαια να αποτυπώσει με απαράμιλλη ευρηματικότητα το στίγμα της εποχής του. Η ζωντανή αυτή γλώσσα είναι και το βασικό του προτέρημα.
Εκπληρώνοντας την υπόσχεση του τίτλου του, διαβάζοντας το κανείς, αισθάνεται πως όλο το βιβλίο πλανιέται στη σκιά, μια σκιά όμως εκτυφλωτικά σκοτεινή. Αποτυπώνοντας όχι τόσο την διάθεση αλλά την συνείδηση του ήρωα, η αφήγηση δεν περιορίζεται στο να μας φορτίσει συναισθηματικά, αλλά στο να μας μυήσει σταδιακά στο σχήμα της ψυχής του συγγραφέα.
Ακριβώς για αυτό, το πρώτο αυτό βιβλίο του συγγραφέα μοιάζει σαν να είναι το τελευταίο… Δεν φιλοσοφεί, δεν καταπιάνεται με νοήματα, δεν σφραγίζει ένα διανοητικό έργο, δεν διδάσκει. Όπως διαβάζουμε και στο επίμετρο της μεταφράστριας, Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, ο ίδιος ο συγγραφέας είχε δηλώσει μεταπολεμικά «Το μόνο που έχω είναι ύφος, τίποτε άλλο. Δεν υπάρχουν μηνύματα στα βιβλία μου, αυτά είναι υπόθεση της εκκλησίας».
Αντιθέτως απευθύνεται ωμά, άναρχα, με περίσσιο θράσος και κυνισμό, με έναν ζοφερό ρεαλισμό, με μια ισοπεδωτική ειρωνεία, σε εκείνον που αναζητά τον εαυτό του….
Κάπως έτσι, αυτός ο αμφιλεγόμενος συγγραφέας, που επηρέασε βαθιά την λογοτεχνία του 20ου αιώνα πετυχαίνει τα τροφοδοτήσει τον εκάστοτε αναγνώστη με εκείνο που του υπολείπεται , αλλάζοντας, αν όχι ολόκληρο τον κόσμο, σίγουρα τον μικρόκοσμο του.
Το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» εκδόθηκε το 1932, προκαλώντας από την πρώτη στιγμή ατμόσφαιρα μυστηρίου και αντιπαραθέσεων.
Ο συγγραφέας, που αυτοπαρουσιαζόταν ως Σελίν, ήταν άγνωστος. Το λεξιλόγιο ήταν ένα παράδοξο μείγμα νεολογισμών, ιατρικών όρων και αργκό, συχνά ιδιαίτερα τραχύ. Ο τόνος εξίσου. Παραδόξως όμως η μεγαλοφυής αυτή οικονομία της ιδιότυπης γλώσσας, η ελευθερία και η ωμότητα του ύφους, συνέθεταν ένα αριστούργημα. Η πλοκή ταξίδευε από την εμπόλεμη Γαλλία -το μέτωπο και τα νοσοκομεία στα μετόπισθεν- σε μια αφρικανική αποικία του Ισημερινού, από εκεί σε ένα αμερικανικό εργοστάσιο αυτοκινήτων και τέλος, επέστρεφε γύρω από το Παρίσι.
Το μυθιστόρημα, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε τις πιο ακραίες αντιδράσεις. Ο Leon Daudet -αρχισυντάκτης του εθνικιστικού περιοδικού «Action Francaise»- κουρασμένος από την «εκθηλυμένη και γλυκερή» παραγωγή του Προυστ και των επιγόνων του, παρουσιάζει το βιβλίο με τη φράση: «Ο κύριος Σελίν πρόκειται να απελευθερώσει τη γενιά του» και πασχίζει με κάθε τρόπο να του εξασφαλίσει το βραβείο Γκονκούρ.
Στην προσπάθεια αυτή συμβάλει και το υμνητικό άρθρο του George Altmann στη «Le Monde”. Ανεπίσημα, η κριτική επιτροπή αφήνει να διαρρεύσει ότι το βραβείο θα δοθεί στον Σελίν, όμως μια ανατροπή της τελευταίας στιγμής στερεί τον συγγραφέα από την επίσημη αναγνώριση, το βραβείο πηγαίνει στον εντελώς λησμονημένο σήμερα Guy Mazeline για το μυθιστόρημά του «Οι λύκοι». Την απογοήτευση γι αυτή την «αδικία» συμμερίζονται μεταξύ άλλων ο Jean Freville από τις σελίδες της «Humanite» και ο Georges Bernanos από τη «Figaro».
«Το Ταξίδι ανήκει οπωσδήποτε στη λογοτεχνία του σκουπιδοντενεκέ. Στην πυρά, στην πυρά, στην πυρά!» βροντοφώναζε ο συγγραφέας Eugene Monfort από τις σελίδες της επιθεώρησής του «Les Marges» την ίδια στιγμή που άλλοι όπως ο Georges Bernanos προοικονομούσε πως «το τερατώδες μυθιστόρημα του Σελίν θα ασκούσε τρομερή επίδραση στο μέλλον». Παρόλα αυτά το Ταξίδι δεν έμεινε χωρίς περγαμηνές αφού απέσπασε εντέλει το βραβείο Renaudot.
Ίσως γιατί «Είναι πολύ χήσιμο να ταξιδεύεις, βάζει τη φαντασία να δουλεύει. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά βάσανα και απογοητεύσεις. Το δικό μας ταξίδι είναι εντελώς φανταστικο. Ιδού η δύναμή του.
Πάει από τη ζωή στο θάνατο. Άνθρωποι, ζώα, πόλεις και πράγματα, όλα φανταστικά. Είναι μυθιστόρημα, μια επινοημένη ιστορία και τίποτε άλλο. Το λέει και το Λιττρέ , που ποτέ δεν λαθεύει.
Κι έπειτα ο καθένας μπορεί να κάνει το ίδιο. Φτάνει να κλείσει τα μάτια.
Είναι από την άλλη μεριά της ζωής»…
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»