«Η αιώνια επιστροφή είναι ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε, με την ιδέα αυτή, έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου, δηλαδή, ότι μια μέρα, όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα και η επανάληψη αυτή, θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τί πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;
Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή, που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα ξανάρθει, μοιάζει με μια σκιά, ότι δεν έχεις βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη κι ότι όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι αν είναι αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή η λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα. Δεν πρέπει να τα υπολογίζει κανείς περισσότερο από όσο έναν πόλεμο ανάμεσα σε δυο αφρικανικά βασίλεια του 14ου αιώνα, που τίποτα δεν άλλαξε στην όψη του κόσμου, παρ’ όλο που τριακόσιες χιλιάδες μαύροι θα είχαν βρει εκεί το θάνατο, μέσα σε απερίγραπτα βασανιστήρια»…
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Το βάρος της ζωής καθώς και η αξία της αποτιμάται για τον καθένα από εμάς, αλλά και για τους χαρακτήρες του Μίλαν Κούντερα, διαφορετικά. Δεν παύει όμως να διατηρεί μια «αβάσταχτη ελαφρότητα». Αυτό το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στη ρευστότητα του κόσμου, αυτό τον τρόπο με τον οποίο καθένας μας θεάται την ύπαρξή του σε σχέση με τους άλλους, έρχεται να μας θυμίσει, ίσως και να μας ξανασυστήσει το βιβλίο «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» του Μίλαν Κούντερα.
Η επιλογή ανάμεσα στην ελαφρότητα και την βαρύτητα άλλωστε προσωπική υπόθεση, όπως φαίνεται από τη σχέση του Τόμας και της Τερέζα. «Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο , όσο πιο κοντινή στη γη είναι η ζωή μας, τόσο είναι πιο αληθινή, πιο πραγματική. Σ΄ αντιστάθμισμα, η ολική απουσία του φορτίου, κάνει το ανθρώπινο ον να γίνεται πιο ελαφρύ απ΄ τον άνεμο , να πετάει , ν΄ απομακρύνεται από τη γη ,απ΄ το γήινο είναι, να μην είναι παρά μόνο κατά το ήμισυ αληθινό και οι κινήσεις του να είναι εξίσου ελεύθερες όσο και χωρίς σημασία».
Στην Άνοιξη της Πράγας του 1968, με την εισβολή των Σοβιετικών, ο κεντρικός ήρωας, Τόμας, επιτυχημένος γιατρός,
αρνούμενος να συμβιβαστεί με την νέα κατάσταση, ασκεί κριτική στο πολιτικό σύστημα, με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του. Μέσα από το παράδειγμά του, σκιαγραφείται και η ηθική της πολιτικής σκηνής, η οποία δεν μοιάζει καθόλου με εκείνη του Οιδίποδα, αφού συνηθίζει να μην αυτοτιμωρείται, παρά την επιβεβαιωμένη ενοχή, ενίοτε και παραδοχή, αρκούμενη στη φράση «αποποίηση ευθυνών».
Την ίδια ώρα, η αντιπροσωπευτική αυτή αντρική περσόνα, αναζητά τον έρωτα μέσα από διάφορες παρτενέρ, χωρίς να τους επιτρέπει να αναπτύσσουν περισσότερες αξιώσεις γύρω από το πρόσωπό του. Οι σχέσεις ντύνονται με τον όρο της ερωτικής φιλίας, συνδυάζοντας με τον τρόπο αυτό, το ερωτικό με το εφήμερο.
Όλα αυτά μέχρι να γνωρίσει την Τερέζα. Τότε το συναίσθημα διαφοροποιείται. Σαν να ανακάλυψε ένα μωρό στερημένο από στοργή, νιώθει υπόχρεος να της την προσφέρει. Στην ουσία αρρωσταίνει από συμπόνια, είτε με το αρνητικό πρόσημο που δημιουργείται στη λέξη όταν εκφέρεται από λατινογενείς γλώσσες – συνδυασμός του «συν» και του «πόνου» – είτε με την θετική ερμηνεία που αποκτά εκφερόμενη από τις – «συν» και «αίσθημα». Ο έρωτας βέβαια δεν αποδεικνύεται ικανός να τον κάνει να αρκεστεί σε εκείνη. Έτσι ο σεξ και ο έρωτας γίνονται κύκλοι αλληλοτεμνόμενοι, ποτέ όμως ταυτόσημοι.
Η είσοδος της Τερέζας στη ζωή του, πραγματώνεται με έναν «μοιραίο» διάλογο:
«-Περίεργο, είπε εκείνη, είσαστε στο έξι.
–Ποιο είναι το περίεργο; ρώτησε εκείνος…
-Είσαστε στο δωμάτιο έξι κι εγώ στις έξι τελειώνω τη δουλειά μου».
ο οποίος δίνει το έναυσμα στον συγγραφέα να μιλήσει για ένα από τα αγαπημένα του θέματα : τις συμπτώσεις οι οποίες αναδεικνύονται αποφασιστικές για τη ζωή και την εξέλιξή της… Με τον τρόπο αυτό, το «τυχαίο είναι εκείνο που κάνει τα μάγια, κι όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αξέχαστος, πρέπει τα τυχαία να συναντώνται σ’ αυτόν απ’ την πρώτη στιγμή, όπως τα πουλιά πάνω στους ώμους του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης».
Από το πρώτο σημείο της σύμπτωσης, η Τερέζα αποτελεί τον κεντρικό άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ερωτική ζωή, χωρίς να καταφέρει να γίνει ο μοναδικός. Η σερβιτόρα και μετέπειτα φωτογράφος, η φιλόδοξη και ευαίσθητη νέα, ανέχεται μεν να μυρίζει στα μαλλιά του Τόμας την οσμή της απιστίας χωρίς να μπορεί να ανεχτεί την απουσία του. Ερωτεύεται τον Τόμας, ο οποίος αργότερα γίνεται και επίσημα ο σύζυγός της, αλλά είναι αναγκασμένη να υπομένει τις διάφορες ερωμένες του, μεταξύ των οποίων και η Σαμπίνα, βιώνοντας τις περιπέτειές του έντονα στα όνειρά της.
«Την ημέρα προσπαθούσε (χωρίς όμως την πραγματικότητα να το καταφέρνει) να πιστεύει αυτά που τις έλεγε ο Τόμας και να είναι χαρούμενη, όπως ήταν πάντα μέχρι τότε. Αλλά η ζήλια, δαμασμένη την ημέρα, εκδηλωνόταν ακόμα πιο βίαιη στα όνειρά της, που τέλειωναν πάντοτε μέσα σε λυγμούς, τους οποίους εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει, παρά μόνον ξυπνώντας την[…] Μέρα με τη μέρα , έκανε κινήσεις όλο και πιο απότομες και ασυνεπείς. Ήταν δύο χρόνια που είχε ανακαλύψει τις απιστίες του και το πράγμα όλο και χειροτέρευε. Δεν υπήρχε λύση. Πως! Δεν μπορούσε να τελειώσει με τις ερωτικές του φιλίες. Όχι αυτό θα τον κατέστρεφε. Δεν μπορούσε να κυριαρχήσει στην όρεξή του για τις άλλες γυναίκες. Κι έπειτα του φαινόταν ως εκ περισσού. Κανένας δεν ήξερε καλύτερα από τον ίδιο ότι απ’ τις περιπέτειές του, η Τερέζα δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο[…]»
Την ίδια αβάσταχτη ελαφρότητα με την οποία ζει τη ζωή του ο Τόμας, συναντάμε και στην Σαμπίνα. Ως καλλιτέχνης, θέλει να ζει χωρίς δεσμεύσεις, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή ελευθερίας. Αυτός είναι και ο λόγος που οι τάσεις φυγής βιώνονται έντονα, κι ας μην γνωρίζει ακριβώς τον προορισμό. «Φυγής προς τα που όμως; Το να αγαπάς σημαίνει να παραιτείσαι απ΄ τη δύναμη» της λέει ο Φραντς, ένας από τους ερωτικούς της παρτενέρ, γλυκά, πετυχαίνοντας με αυτόν τον τρόπο εξαιρεθεί από την ερωτική ζωή της. Με τα λόγια του της υπενθυμίζει πως πρέπει να απαλλαγεί από το βάρος της κτητικότητάς του καθώς και ν’ απαγκιστρωθεί από τον πόθο του να γίνει η επίσημη ερωμένη του.
«Η Σαμπίνα κατάλαβε δύο πράγματα: πρώτον, ότι αυτή η φράση ήταν όμορφη κι αληθινή. Δεύτερον, ότι με τη φράση αυτή ο Φραντς είχε μόλις εξαιρεθεί απ΄ την ερωτική της ζωή».
Τα ψυχικά της τραύματα είναι εκείνα που εμποδίζουν την συμφιλίωση της με τον εαυτό της, ωθώντας την σε ένα αιώνιο ταξίδι αναζήτησης ενός απροσδιόριστου στόχου. Η αδέσμευτη αγάπη είναι άραγε πιο ελεύθερη ή μήπως και πιο εγωιστική; Όπως και να ‘χει, η αδέσμευτη αυτή αγάπη που έζησε ο Φραντς, ίσως και η λειψή πραγμάτωσή της, είναι εκείνη που τον κάνει να αισθάνεται διαρκώς τη ματιά της Σαμπίνα πάνω του. Ακόμα κι όταν χωρίζει από την γυναίκα του και σχετίζεται με μια νεαρότερή του, εναρμονίζει τις επιλογές του με βάσει τα πιστεύω της Σαμπίνα, μέχρι και το τέλος που εκείνος πεθαίνει μόνος και η Σαμπίνα συνεχίζει να ταξιδεύει…
Οι τέσσερις πρωταγωνιστές ζουν τέσσερις ζωές και ωστόσο συνθέτουν έναν κόσμο που στο τέλος παρουσιάζεται ενιαίος αλλά πεπερασμένος, βαρύς παρά την ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, έναν κόσμο που φεύγει και δεν επιστρέφει, ώστε να επιβεβαιώσει με πολύ πειστικό πως η «ύπαρξη προηγείται της ουσίας». Το τέλος και στις δύο περιπτώσεις προσημαίνεται και δεν προδιαγράφεται ευοίωνο…
Φορείς ερωτικών φορτίων οι ήρωες του Κούντερα δεν αλληλεπιδρούν μόνο μεταξύ τους αλλά και με το περιβάλλον, αφού οι πολιτικοί μετασχηματισμοί που λαμβάνουν χώρα επιδρούν βαθιά στην ερωτική εκδήλωση. «Αλλιώς ερωτεύεσαι στην Τσεχοσλοβακία (την πρώην), αλλιώς στην Ελβετία, αλλιώς στη Γαλλία. Μήπως τελικά η πατρίδα σου είναι κι αυτή μια ερωτική παρτενέρ; Μήπως μάλιστα είναι και η βασικότερη σχέση στη ζωή; Που όσο κι αν απομακρύνεσαι από αυτή, επιστρέφεις, έστω και νοερά, πάντα σε αυτή;»
Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις επιδρούν στα άτομα και καθορίζουν τη μοίρα τους. Η «Άνοιξη της Πράγας» , η ρώσικη εισβολή του 1968, περνούν στις γραμμές του βιβλίου δίχως ν’ αφήσουν τους ήρωες ανέγγιχτους. Οι ζωές τους και οι επιλογές τους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις ανακατατάξεις που γίνονται σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό. Έτσι, το μυθιστόρημα πέρα από ερωτικό καταλήγει και βαθιά πολιτικό, φιλοσοφικό ακόμα και ποιητικό. Στις σελίδες του παρεισφρύουν στοιχεία της μυθολογία, όπως η σύγκριση με τον Οιδίποδα, της θρησκείας όπως ο τρόπος ενταφιασμού των νεκρών και ιστορικά, με το τυχαίο να παίζει καταλυτικό ρόλο, συνδέοντας κι αποσυνδέοντας τις ζωές των πρωταγωνιστών.
Με παρούσες τις «ονειρικές αφηγήσεις», που αφορούν στο υποσυνείδητο και τα όνειρα των ηρώων, ο αφηγητής μετατοπίζεται με δεξιοτεχνία στον άξονα του χρόνου και μας παρουσιάζει την ιστορία στερημένη από χρονολογική σειρά, την ίδια ώρα που ως παντογνώστης κατακτά το μυαλό των ηρώων του, αναπαράγει τις μύχιες σκέψεις τους και κάποτε παρεμβαίνει θέλοντας να αποποιηθεί οποιαδήποτε ταύτιση αφηγητή-συγγραφέα.
«τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι οι ίδιες μου οι δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν. Γι αυτό και τα αγαπώ όλα και όλα με τρομάζουν εξίσου».
Γεννημένος το 1929, στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας ο Μίλαν Κούντερα καταγόταν από μεσοαστική οικογένεια, με πατέρα επιφανή μουσικολόγο και πιανίστα, μαθητή του διάσημου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Οι πρώτες του σπουδές ήταν στη λογοτεχνία και στην αισθητική στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου, σύντομα όμως μετεγγράφηκε στην Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών της Πράγας για να σπουδάσει σκηνοθεσία του κινηματογράφου και τεχνική του σεναρίου.
Έγινε μέλος της Νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας το 1948, αλλά διαγράφηκε δύο χρόνια αργότερα για «αντικομματική δραστηριότητα». Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε την αφορμή για την συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματός του, το Γέλιο το οποίο τον έκανε γνωστό σε όλον τον κόσμο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1965 γίνεται ξανά δεκτός στο κόμμα, για να διαγραφεί εκ νέου πέντε χρόνια μετά, το 1970. Ένθερμος οπαδός τού Ντούμπτσεκ και επί χρόνια υποστηρικτής ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, έφτασε στο σημείο να διαφωνήσει δημοσία με τον Χάβελ. Ωστόσο, το 1975, αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γαλλία, όπου απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα πέντε χρόνια αργότερα. Σήμερα ζει στο Παρίσι και τα περισσότερα κείμενά του τα γράφει απευθείας στα γαλλικά.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»