«Έλα, είναι απλά μια ταινία», καθησυχάζουμε κάποιες φορές τον εαυτό μας ή τον κατατρομαγμένο φίλο μας, θέλοντας να ξορκίσουμε το κακό της οθόνης.
Είναι μια τίμια σκέψη που μπορεί να κατανικήσει το αίσθημα του φόβου.
Τι γίνεται όμως όταν η νοσηρότητα της ταινίας τρόμου δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας; Πώς παλεύεις τότε την ανατριχίλα;
Για τέτοια φιλμ θα μιλήσουμε εδώ, που δεν έχουν καθόλου «σάλτσες» και σεναριακά τερτίπια. Παρά παίρνουν πάσα από τη μοχθηρή πραγματικότητα.
Βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα δηλαδή, εξοβελίζοντας την κινηματογραφική σύμβαση.
Η καθημερινότητα είναι εξάλλου πολλές φορές παιδική χαρά για το απόκοσμο, το μεταφυσικό και το γνήσια κακό…
Στον εμβληματικό «Εξορκισμό της Έμιλι Ρόουζ», τα όρια μεταξύ πραγματικού και μεταφυσικού είναι δυσδιάκριτα. Εδώ είναι ένα δαιμονισμένο κορίτσι που πεθαίνει όταν ο εξορκισμός που πραγματοποιεί ένας ιερέας πάει τραγικά στραβά. Ο παπάς θα κατηγορηθεί για τον θάνατο της Έμιλι Ρόουζ, πυροδοτώντας μια ταινία για γερά νεύρα και στομάχια.
Η ιστορία της κινηματογραφικής Έμιλι Ρόουζ ωχριά βέβαια σε κτηνωδία και αχρειότητα μπροστά στον πραγματικό εξορκισμό της Ανελίζ Μίχελ. Μια απίστευτη σε έκταση και θηριωδία υπόθεση εξορκισμού που έλαβε χώρα στη Γερμανία το 1975 και χώρισε ένα έθνος στα δυο.
Το περιστατικό προκάλεσε δημόσια συζήτηση περί της νομιμότητας των εκκλησιαστικών εξορκισμών, αλλά και για τον ίδιο τον θρησκευτικό φανατισμό που ελοχεύει σε τέτοιες πρακτικές.
Όσα συνέβησαν στην πραγματική Έμιλι Ρόουζ, μια κοπέλα που έπασχε από σχιζοφρένεια αλλά δυο κληρικοί την πήραν για δαιμονισμένη, θα τα ζήλευε σίγουρα το Χόλιγουντ.
Αν η ταινία μοιάζει σε κάποια σημεία αναληθοφανής, στερείται ουσιαστικά υπερβολής σε σχέση με τα πάνδεινα που υπέμεινε η Ανελίζ Μίχελ, που είναι λες και την απελευθέρωσε από τα βασανιστήρια ο θάνατος.
Γονείς και εξορκιστές σύρθηκαν στα δικαστήρια και κηρύχτηκαν τελικά ένοχοι για αυτούς τους μήνες ανηλεούς εξορκισμού που της στέρησαν τη ζωή. Η Καθολική Εκκλησία αναγκάστηκε τελικά από τις πιέσεις να εισάγει μεταρρυθμίσεις στις ιεροτελεστίες των εξορκισμών.
Αντίστοιχη ιστορία έχει και ο «Εξορκιστής» (1973), αυτή τη φορά ήταν ο εξορκισμός ενός αγοριού που γέννησε στο δημιουργικό μυαλό ενός συγγραφέα μια πρώτης τάξεως ιδέα για ταινία…
Το κλασικό στις μέρες μας αριστούργημα του Τόμπι Χούπερ δεν χρειάζεται συστάσεις, όλοι έκλαψαν τη φουκαριάρα αυτή παρέα που βρέθηκε στο σπίτι που κατοικεί ο αιμοσταγής Leatherface και η ανθρωποφάγα του οικογένεια.
Εδώ ήταν ο «Χασάπης του Ουισκόνσιν» αυτός που λειτούργησε ως έμπνευση, ο τρομακτικός και ίσως ακόμα πιο διεστραμμένος Ed Gein. Ο Leatherface αντλεί πολλά στοιχεία από τον serial killer της Αμερικής, που συνήθιζε να φορά μάσκες καμωμένες από τα πρόσωπα των θυμάτων του και διακοσμούσε τη φάρμα του με ανθρώπινα απομεινάρια.
Ο «Τρελός Εντ» επιδιδόταν ταυτοχρόνως σε κανιβαλισμό, κι έτσι τον έπιασε η αστυνομία το 1957, είχε βάλει μόλις μια ανθρώπινη καρδιά στο τηγάνι. Ο Gein έχει αποδώσει άφθονο υλικό για ταινίες, καθώς πάνω του βασίζεται επίσης και το φρικαλέο αριστούργημα του Χίτσκοκ, «Ψυχώ».
Ο Νόρμαν Μπέιτς του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ρόμπερτ Μπλοχ (1959) έχει πολύ Ed Gein μέσα του. Αμφότεροι αρρωστημένα παθιασμένοι με τις μαμάδες τους, κατέληξαν τελικά σε ψυχιατρικά άσυλα, μόνο που ο πραγματικός «Χασάπης του Ουισκόνσιν» ήταν σαφώς πιο νοσηρός νους.
Ο Gein έμενε εξάλλου καμιά 60αριά χιλιόμετρα μακριά από τον Μπλοχ, κι έτσι ο συγγραφέας είχε άμεση πρόσβαση στο πρωτογενές υλικό για να δομήσει τον ήρωά του. Gein και Μπέιτς δρούσαν σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές, είχαν τα φαντάσματα των μανάδων τους να τους στοιχειώνουν και ντύνονταν με γυναικεία ρούχα.
Ο Gein φορούσε βέβαια καμιά φορά και εκείνον τον κορσέ που είχε φτιάξει από γδαρμένο γυναικείο δέρμα, όταν δεν ξέθαβε πτώματα για να πάρει αναμνηστικά τα οστά και το δέρμα τους.
Μια από τις πλέον αξιόλογες, αν και κάπως παραγνωρισμένες, ταινίες τρόμου όλων των εποχών φέρει τη μεγάλη υπογραφή του μετρ Κλάιβ Μπάρκερ. Το «Candyman» (1992) του Μπέρναρντ Ρόουζ ξεχώρισε από τον συρφετό της δεκαετίας, πατώντας σε μια ευφυή ιστορία για το ανίκητο κακό. Που δεν έρχεται ποτέ απρόσκλητο.
Βασισμένο σε ένα μικρό διήγημα του Κλάιβ Μπάρκερ, το τρομακτικότατο και μεταφυσικό «Candyman» είχε και κοινωνικές προεκτάσεις, τολμώντας να θίξει το ζήτημα του φυλετικού ρατσισμού.
Ο Candyman είναι ένα διαβολικό πνεύμα ενός δολοφονημένου μαύρου σκλάβου που εμφανίζεται μόνο αν το καλέσεις 5 φορές μπροστά στον καθρέφτη. Όταν εμφανιστεί βέβαια, γίνεσαι παρελθόν.
Τι σχέση με την πραγματικότητα έχουν όλα αυτά, θα ρωτήσει δικαιολογημένα κανείς; Η ιστορία του Κλάιβ Μπάρκερ εκτυλίσσεται στις εργατικές κατοικίες του Σικάγο, εκεί όπου ένας πραγματικός φόνος ενέπνευσε τον παραγωγικότατο συγγραφέα. Ο φόνος της Ruthie Mae McCoy, συγκεκριμένα.
Η ψυχικά ασθενής Ruthie, που ζούσε σε μια τέτοια εργατική κατοικία, τηλεφώνησε μια μέρα στην αστυνομία για να πει πως κάποιος προσπαθούσε να μπει στο διαμέρισμά της από τον καθρέφτη του μπάνιου. Αυτά που έλεγε δεν έβγαζαν και πολύ νόημα για τον τηλεφωνητή, κι έτσι καμιά αστυνομία δεν ήρθε στις φτωχογειτονιές του Σικάγο.
Δυο μέρες αργότερα, στις 22 Απριλίου 1987, τη βρήκε νεκρή ο επιστάτης, με 4 σφαίρες μέσα σε μια λίμνη αίματος. Στο μπάνιο υπήρχε μια τρύπα στον καθρέφτη, απ’ όπου πέρασαν οι δράστες.
Η ταινία αντλεί πολλές λεπτομέρειες από την πραγματική ιστορία, σκανδαλιστικά πολλές για να έχει βγει αποκλειστικά από την αχαλίνωτη, αλίμονο, φαντασία του Κλάιβ Μπάρκερ.
Ακόμα και ο τρόπος που πεθαίνει ο μαύρος σκλάβος που διατηρούσε ερωτική σχέση με λευκή, με τσιμπήματα μελισσών, ήταν ένας από τους πιο ανατριχιαστικούς τρόπους τιμωρίας των μαύρων δούλων που σκέφτηκε ποτέ ο λευκός δυνάστης.
«Λιντσάρισμα με μέλισσες» το αποκαλούσαν χαρακτηριστικά και το επιστράτευαν για τέτοιου είδους αδικήματα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Overlook Hotel το ονόμασε ο Στίβεν Κινγκ στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, ένα από τα συναρπαστικότερα θρίλερ όλων των εποχών που θα μετέτρεπε σε κομψοτέχνημα τρόμου ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Ήταν ένα μεγάλο, σκοτεινό και τρομακτικό ξενοδοχείο, γεμάτο θρύλους με φαντάσματα, που η μοίρα έφερε τον συγγραφέα και τη γυναίκα του να μείνουν ένα βράδυ εκεί. Stanley Hotel το έλεγαν, βρισκόταν στο Κολοράντο και οι King πέρασαν μια μέρα εκεί τον Οκτώβριο του 1974, μέσα σε τσουχτερό κρύο και χιόνι.
Πολύ γρήγορα το ζευγάρι ανακάλυψε ότι ήταν οι μοναδικοί επισκέπτες του ξενοδοχείου (ήταν τέλος σεζόν). Μετά το φαγητό σε μια μεγάλη και άδεια τραπεζαρία, περιπλανήθηκαν στους άδειους διαδρόμους του ξενοδοχείου, μίλησαν με το μπάρμαν και αποσύρθηκαν τελικά στο δωμάτιό τους.
Στη «Λάμψη» ο Κινγκ αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας που πηγαίνει στο βουνό για να μείνει σε ένα ξενοδοχείο όλο τον χειμώνα ως επιστάτες. Το ξενοδοχείο όμως αποκλείεται από το χιονιά και ο χειμώνας γίνεται εφιάλτης για την οικογένεια όταν ανακαλύπτει πως το ξενοδοχείο είναι στοιχειωμένο.
Το ίδιο ένιωσε και στην πραγματική ζωή ο συγγραφέας και η σύζυγός του. Ψάχνοντάς το, είδε πως οι αστικοί μύθοι για το στοιχειωμένο ξενοδοχείο αφθονούσαν. Ήταν μάλιστα από τα πιο στοιχειωμένα μέρη της Αμερικής εδώ και δεκαετίες.
Για την αίθουσα χορού έλεγαν όλοι και σε αυτό ακριβώς το δωμάτιο ένιωσαν και οι Κινγκ κάτι το μεταφυσικό. Άκουσαν ακόμα και τους ήχους από το πάρτι που αντηχούσαν στους διαδρόμους. Και τις παιδικές φωνούλες.
Όσα τρομακτικά έζησε εκεί ο βασιλιάς του τρόμου τον έπεισαν να τα μεταφέρει στη γραφομηχανή του…
Ως η πρώτη ποτέ ταινία τρόμου που κατάφερε να αποσπάσει χρυσό αγαλματίδιο καλύτερης ταινίας, το αριστούργημα του Τζόναθαν Ντέμι περιστρέφεται γύρω από τον serial killer Buffalo Bill. Αυτός ο κινηματογραφικός κατά συρροή φονιάς είναι κράμα 6 πραγματικών serial killers, αντλώντας τα «καλύτερα» στοιχεία από τον καθένα.
Βασίζεται κυρίως στα αιματοβαμμένα έργα του Gary Michael Heidnik, που βασάνισε, βίασε και σκότωσε 6 Αφροαμερικανές, κρατώντας τα θύματά του φυλακισμένα στο υπόγειο της οικίας του. Πατάει επίσης γερά πάνω σε 2 ακόμα serial killers.
Στον πανταχού παρόντα Ed Gein, που έγδερνε τα θύματά του και χρησιμοποιούσε το δέρμα τους με διεστραμμένους τρόπους, αλλά και στον νεκρόφιλο Ted Bundy, που δάνεισε στον Buffalo Bill τον βασικό modus operandi του.
Ο συγγραφέας Τόμας Χάρις, που υπέγραψε το ομώνυμο μυθιστόρημα το 1988, αποκάλυψε το 2013 πως ο Χάνιμπαλ Λέκτερ βασίζεται κι αυτός σε έναν δολοφόνο χειρουργό που είχε γνωρίσει ο ίδιος όταν εργαζόταν ως δημοσιογράφος.
Παρά το γεγονός ότι δεν έδωσε όνομα, πιστεύεται πως αναφέρεται στον Alfredo Balli Trevino, έναν γιατρό που δολοφόνησε τον καλύτερό του φίλο και χαρακτήριζαν όλοι ως «πνευματώδη και αλαζόνα».
Οι αναλογίες χαρακτήρων της ταινίας και Ted Bundy είναι πάρα πολλές για να περάσουν στα «ψιλά» όσων ξέρουν την ιστορία του. Μετά τη φυλάκισή του, ο Bundy βοηθούσε τις διωκτικές αρχές να συλλάβουν έναν άλλο κατά συρροή δολοφόνο, τον Gary Ridgway, όπως ακριβώς έκανε ο Χάνιμπαλ δηλαδή με την πράκτορα του FBI…
Υπήρξε πραγματικός Τσάκι, θα ρωτήσει με απορία κανείς; Τι κοινό μπορεί να έχει το ιδιαίτερο φιλμ του Τομ Χόλαντ, που κατάφερε όχι μόνο να γεννήσει ένα pop φαινόμενο, αλλά και ένα δαιμονισμένο franchise, με τη διάσταση που ονομάζουμε πραγματικότητα;
Εδώ ήταν η ψυχή ενός ετοιμοθάνατου από σφαίρες αστυνομικού serial killer που πριν εκπνεύσει επικαλείται τις δυνάμεις του σκότους για να μεταφερθεί το μοχθηρό του πνεύμα σε μια κούκλα.
Μια τρομακτικά δαιμονική και δολοφονική κούκλα, αλίμονο, που πήρε από το χέρι το b-movie και το έκανε σταθμό στο είδος του τρόμου.
Το καλύτερο ίσως της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι ο Τσάκι έχει πραγματικό ανάλογό του. Μια κούκλα (Robert the Doll) που χαρίστηκε ως δώρο σε ένα αγοράκι της Φλόριντα το 1904 και συνεχίζει να τρομοκρατεί την περιοχή ακόμα και 116 ολόκληρα χρόνια αργότερα.
Ο Robert, που ζει πλέον σε μουσείο του Key West, κατηγορείται από τους κατοίκους για τα πάντα, από τροχαία ατυχήματα ως και κατάγματα. Όλα ξεκίνησαν όταν οι πρώτοι ιδιοκτήτες του δήλωσαν πως έφερε βίαια ξεσπάσματα στο σπίτι.
Ο Robert έχει ένα αρκετά ανατριχιαστικό βιογραφικό να επιδείξει και ακόμα και σήμερα, το 2020, λαμβάνει γράμματα από ανθρώπους που του ζητούν να τους αφήσει ήσυχους. Πάντως τόσο κακός σαν το Τσάκι δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής…
Ως μια από τις καλύτερες και πολυεπίπεδες ταινίες τρόμου των 80s, το φιλμ του Τζον ΜακΝότον παρακολουθεί έναν βαθύτατα διαταραγμένο άνθρωπο που σκοτώνει. Μόνο που ο serial killer δεν είναι εδώ η προσωποποίηση του κακού, αλλά ένας μάλλον ψυχικά ασθενής που αντιλαμβάνεται τις πράξεις του ως αγώνα για επιβίωση.
Κινηματογραφημένος με μια εντυπωσιακή σκηνοθετική λιτότητα, αλλά και με ρεαλισμό που αγγίζει τα όρια της ωμότητας, ο κατά συρροή δολοφόνος του Σικάγο σκοτώνει γυναίκες κυρίως, με τρόπους εξόχως βίαιους.
Πριν πεθάνει από ανακοπή καρδιάς στη φυλακή το 2001, ο πραγματικός κατά συρροή φονιάς Henry Lee Lucas είδε τη θανατική του ποινή να μετατρέπεται σε ισόβια κάθειρξη από τον τότε κυβερνήτη του Τέξας και πρόεδρο των ΗΠΑ αργότερα Τζορτζ Μπους.
Ο Lucas είχε σκοτώσει τη μητέρα του στη Βιρτζίνια, μια ιερόδουλη που τον ανάγκαζε να τη βλέπει να εργάζεται, και ξέκανε μετά καμιά ντουζίνα ακόμα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, χωρίς τυπικό modus operandi.
Όταν τον συνέλαβαν, άρχισε να περιγράφει στο κελί του ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από φόνους που μόνο ο δράστης θα μπορούσε να γνωρίζει. Κάποιες ήταν φανταστικές διηγήσεις και κάποιες υπόπτως ακριβείς.
Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή του με σχετική πιστότητα και περιλαμβάνει μάλιστα άλλον έναν serial killer, τον Ottis Toole, φίλο του Lucas και συνέταιρο στο έγκλημα. Κι αυτός ομολόγησε μια μακρά σειρά φόνων που δεν αποδείχτηκαν ποτέ και ανακάλεσε αργότερα την ομολογία του, όπως ακριβώς και ο Lucas.
Οι δυο τους βίασαν, βασάνισαν, σκότωσαν και κανιβάλισαν κάποιες φορές άγνωστο αριθμό ανθρώπων. Συνήθιζαν να αστειεύονται μάλιστα πως δολοφόνησαν ακόμα και 600 ανθρώπους, ένα νούμερο που θεώρησε τρελό το FBI…
Όταν ο μετρ του τρόμου Γουές Κρέιβεν αποφάσισε να αλλάξει τις ίδιες τις συμβάσεις του είδους, γεννήθηκε το διαμαντάκι «Scream» (ως «Κραυγή αγωνίας» κυκλοφόρησε στη χώρα μας). Ήταν μια πρωτότυπη ταινία που έκανε το κοινό να ουρλιάξει σχετικά ευχάριστα, μιας και συνδύαζε τρόμο, αγωνία και χιούμορ. Και ξάφνιαζε εκεί που δεν το περίμενες.
Ακροβατώντας μεταξύ κωμικού και τρομακτικού, το «Scream» μας μιλά για μια παρέα νεαρών που μπαίνουν στο στόχαστρο ενός μασκοφόρου serial killer που εμπνέεται για τους φόνους του από ταινίες τρόμου.
Την ώρα που ο Κρέιβεν σαρκάζει τις άλλες ταινίες τρόμου και αυτοσαρκάζεται (όπως στις μνημειώδεις αναφορές για τον δικό του «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες»), υπάρχει κάτι το σκοτεινό πίσω από όλα αυτά.
Το όνομά του, Danny Rolling. Ο Rolling δολοφόνησε πέντε φοιτητές στη Φλόριντα σε μια περίοδο 4 ημερών τον Αύγουστο του 1990 και, όπως και στο «Scream», είχε εμμονή να βλέπει ταινίες τρόμου πριν τις δικές του ανατριχιαστικές πράξεις.
Αγαπούσε ιδιαιτέρως τον «Εξορκιστή 3» (1990), τον οποίο παρακολουθούσε ευλαβικά πριν από κάθε σπουδαστή που «έτρωγε». Ο δαιμονικός serial killer της ταινίας μιλούσε κατευθείαν στη διαταραγμένη ψυχή του.
Ο σεναριογράφος του «Scream», Kevin Williamson, δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί πως εμπνεύστηκε από τον Danny Rolling. Ίσως πάρα πολύ…