Έμαθε την Αμερική, αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο λίγο πολύ, σινεμά.
Μας έμαθε όμως και κάτι ακόμα, ίσως πιο σπουδαίο, πως το να γράφεις για το σινεμά μπορεί να είναι κι αυτό μια τέχνη.
Και έγραψε πολύ είναι η αλήθεια, αδιαλείπτως από το 1967 μέχρι και το 2012, όταν ο καρκίνος δεν τον άφηνε πλέον να γράφει.
Μιας ζωή γεμάτη σινεμά, 45 ολόκληρα χρόνια έγραφε ανελλιπώς κριτικές στους «Chigago Sun Τimes». Πάνω από 250 κείμενα τον χρόνο. Κάθε χρόνο.
Μαζί με τον συνεργάτη του, τον επίσης γνωστό Τζιν Σίσκελ, δημιούργησαν ένα δικό τους σύστημα κριτικής, τους «δύο αντίχειρες». Δυο υψωμένοι αντίχειρες για μια καλή ταινία, δυο αντίχειρες προς τα κάτω για κακές ταινίες.
Ο Ρότζερτ Έμπερτ ζούσε και ανέπνεε σινεμά και εργάστηκε πολύ για να φέρει στην επιφάνεια όλες τις πτυχές του. Αγαπούσε εξίσου όλη τη νέα φουρνιά του αμερικανικού κινηματογράφου, δημιουργούς όπως οι Σκορσέζε, Κόπολα και Άλτμαν, λάτρευε όμως και τους ευρωπαίους σκηνοθέτες. Και ειδικά τον Μπέργκμαν.
Οι κριτικές του είχαν πάντα κάτι από θεωρία κινηματογράφου, γι’ αυτό και ήταν σπουδαίες. Τόσο σπουδαίες που ήταν ο πρώτος κριτικός κινηματογράφου που τιμήθηκε με βραβείο Πούλιτζερ για τα κείμενά του.
Συμφωνούσες διαφωνούσες, τις κριτικές του Έμπερτ δεν τις βαριόσουν ποτέ. Ήταν απλές, σαφείς, κατανοητές, ούτε θεατράλε ύφος ούτε βαρύγδουποι όροι. Κι έτσι ήταν κείμενα που λειτουργούσαν από μόνα τους. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν εξομολογηθεί πως διάβαζαν τις κριτικές του χωρίς να τους ενδιαφέρει καν το σινεμά!
Έβλεπες έναν άνθρωπο παθιασμένο με την έβδομη τέχνη να υπερασπίζεται με σθένος τις απόψεις του. Και να θάβει με καυστικό τρόπο όσες ταινίες μισούσε.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως ακόμα κι αυτές που έθαβε, τις αγαπούσε κάπως. Με τον δικό του τρόπο. Αυτές του έδωσαν εξάλλου την ευκαιρία να μας χαρίσει τα πιο πνευματώδη και απολαυστικά κείμενά του!
Για το ανεκδιήγητο «Η Απώλεια του Έρωτα» (The Brown Bunny) του 2003, αφού του έβαλε 0 αστέρια, έγραψε ας πούμε:
«Είχα κάνει κολονοσκόπηση κάποτε και με άφησαν να τη δω στην τηλεόραση. Ήταν πιο διασκεδαστική από την ‘‘Απώλεια του Έρωτα’’». Όταν μάλιστα ο σκηνοθέτης Βίνσεντ Γκάλο τού ζήτησε τον λόγο δημοσίως κοροϊδεύοντάς τον για τα παραπανίσια κιλά του, ο κριτικός επανήλθε:
«Είναι αλήθεια πως είμαι χοντρός. Αλλά μια μέρα μπορεί να γίνω λεπτός, εκείνος θα παραμένει όμως ο σκηνοθέτης της ‘‘Απώλειας του Έρωτα’’»!
Ένα ακόμα εξαιρετικό δείγμα του αιχμηρού του χιούμορ ήταν η κριτική του για την ταινία «Με το δάχτυλο στο Φρέντι» (Freddy Got Fingered) του 2001, όπου έγραψε κάτω από τα 0 αστέρια του (βαθμολογούσε πάντα με άριστα τα 4 αστέρια).
«Αυτή η ταινία δεν ξύνει τον πάτο του βαρελιού. Αυτή η ταινία δεν είναι ο πάτος του βαρελιού. Αυτή η ταινία δεν είναι κάτω από τον πάτο του βαρελιού. Αυτή η ταινία δεν αξίζει να αναφέρεται στην ίδια πρόταση με βαρέλια».
Τα λόγια του βέβαια δεν τα μασούσε ούτε για δημοφιλείς ταινίες που αγάπησε ιδιαίτερα το παγκόσμιο κοινό…
«Για μια ακόμα φορά η κατανόησή μου διολίσθησε και τελικά σημείωσα: ‘‘Στον βαθμό που καταλαβαίνω, δεν με νοιάζει’’. Ήταν ωστόσο κάπως ανακουφιστικό στο τέλος της ταινίας να ανακαλύψω ότι τελικά είχα καταλάβει ό,τι ήταν να καταλάβω. Ήταν απλώς πως υπήρχαν λιγότερα να καταλάβω απ’ ό,τι υπαινισσόταν αρχικά ταινία».
«Η ταινία είναι επίθεση στα μάτια, τα αυτιά, τον εγκέφαλο, την κοινή λογική και την ανθρώπινη επιθυμία να διασκεδάσεις. Δεν έχει σημασία πόσο χρεώνουν για να μπεις, αξίζει περισσότερο το να βγεις έξω … Το ‘‘Αρμαγεδδών’’ φημολογείται ότι επιστράτευσε τις υπηρεσίες 9 σεναριογράφων.
Γιατί χρειάζονταν κάποιον; Ο διάλογος είναι είτε ουρλιαχτά μιας γραμμής είτε ρομαντικά σαλιαρίσματα. Το ‘‘θα εκραγεί’’ ακούγεται τόσες πολλές φορές που αναρωτιέμαι αν το έγραψε κάθε σεναριογράφος από μια φορά και μετά κάθισε αναπαυτικά με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο, άλλη μια μέρα δουλειάς τελείωσε»…
«Η ιστορία ίσως είναι επαρκής για ένα φιλμ κινουμένων σχεδίων για παιδιά, με τον Θορ, τον Όντιν και τους άλλους να παίζονται από γουρουνάκια. Στην αρένα των ταινιών για σούπερ ήρωες που προέρχονται από κόμικ, είναι μια απεγνωσμένη απόπειρα.
Τίποτα ενδιαφέρον δεν συμβαίνει, τίποτα ενδιαφέρον δεν λέγεται και τα ειδικά εφέ δεν γεννούν τόπο ή χρόνο, είναι απλώς ειδικά εφέ».
«‘‘Οι άγγελοι του Τσάρλι’’ είναι σαν τρέιλερ για ταινία video game. Χωρίς το video game και χωρίς την ταινία».
«Ο Μάγιερς έχει μερικές αστείες στιγμές, αλλά αυτή η ταινία θα μπορούσε να έχει γραφτεί στους τοίχους τουαλέτας από πρωτόβγαλτους εφήβους. Κάθε αναφορά σε ανθρώπινο αναπαραγωγικό όργανο ή στη διαδικασία της αφόδευσης δεν είναι αυτομάτως αστεία επειδή είναι απλώς πονηρή, αλλά ο Μάγιερς φαίνεται να διακατέχεται από αυτή την αυταπάτη.
Παίζει σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι, αλλά στην πραγματικότητα από το μόνο που ξεφεύγει είναι η πώληση εισιτηρίων για μια θλιβερή εμπειρία».
«Το ‘‘Σώστε το γαμπρό’’ είναι τόσο κακό με τόσους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους που ίσως πρέπει να το δείτε, ως παράδειγμα του χαμηλότερου σημείου μιας καμπανόσχημης καμπύλης…
Όσο για τον Νιλ Ντάιμοντ, το ‘‘Σώστε το γαμπρό’’ είναι η πρώτη του εμφάνιση σε ταινία μυθοπλασίας από το ‘‘The Jazz Singer’’ (1980). Μόνο να θαυμάσει μπορεί κάποιος το γεγονός ότι περίμενε 20 χρόνια για να εμφανιστεί σε μια δεύτερη ταινία, μόνο και μόνο για να βρει κάποια ακόμα χειρότερη και από την πρώτη».
«Οι περισσότεροι ηθοποιοί μοιάζουν σαν να ήθελαν να είναι σε άλλες ταινίες. Η ταινία έχει βασικά ένα αστείο, το οποίο είναι η αλλόκοτη παραξενιά του Ace Ventura. Αν γελάς με αυτό το αστείο, οι πιθανότητες λένε πως γελάς επίσης και με τον Τζέρι Λιούις, οπότε μπορώ να σε συμπαθήσω ακόμα κι αν δεν σε καταλαβαίνω.
Βρήκα την ταινία ένα μακρύ και άνοστο γρονθοκόπημα μέσα σε μια αδιαπέραστη πλοκή. Στα παιδιά μπορεί να αρέσει. Σε πραγματικά, μικρά παιδιά».
«Εννοείται πως δεν χρειάζεται να είσαι έξυπνος για να παίξεις στο ‘‘The Dukes of Hazzard’’. Άνθρωποι όμως όπως ο Γουίλι Νέλσον και ο Μπαρτ Ρέινολντς έπρεπε να είναι αρκετά έξυπνοι για να μείνουν μακριά της. Εδώ έχουμε ένα ανεγκέφαλο και παλιομοδίτικο κοπάνημα από δυο παλιά καλά παλικάρια που βρυχώνται στους επαρχιακούς δρόμους του Νότου μέσα στον Στρατηγό Λι, το αγαπημένο τους Dodge Charger του 1969.
Από καθαρή σύμπτωση, οδηγώ κι εγώ ένα Dodge Charger του 1969. Θα μπορούσες βέβαια να τους ξεχωρίσεις γιατί το δικό μου δεν έχει ζωγραφισμένη τη σημαία της Συνομοσπονδίας στην οροφή»!
«Το να πάει κάποιος να δει το ‘‘Γκοτζίλα’’ στο Παλάτι του Φεστιβάλ των Κανών είναι σαν να πηγαίνει σε σατανιστική τελετή στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Είναι αναίδεια στην πίστη που αντιπροσωπεύει το κτίριο. Οι Κάνες είναι προσκολλημένες με συγκινητικό τρόπο σε μια αντίληψη που θέλει την ταινία έξυπνη, συγκινητική και υπέροχη.
Το ‘‘Γκοτζίλα’’ είναι μια μεγάλη, άσχημη και αδέξια μηχανή που προορίζεται να δώσει στους εφήβους την εντύπωση ότι βλέπουν ταινία».
«Το ‘‘Bucket List’’ είναι μια ταινία για δυο γέρους ξεμωραμένους που δεν μοιάζουν σε τίποτα με ανθρώπους, πάσχουν αμφότεροι από καρκίνο που δεν μοιάζει σε τίποτα με καρκίνο και ξεκινούν περιπέτειες που δεν μοιάζουν σε τίποτα με πραγματικές περιπέτειες.
Συμβουλεύω επειγόντως τα νοσοκομεία: Μην κάνετε το DVD διαθέσιμο στους ασθενείς σας. Υπάρχει κίνδυνος επιδημίας με κλινοσκεπάσματα να πετάγονται πάνω στις τηλεοράσεις»!
«Είμαι υποχρεωμένος να απονέμω αστέρια στις ταινίες για τις οποίες γράφω κριτική. Αυτή τη φορά αρνούμαι να το κάνω. Το σύστημα απόδοσης αστεριών δεν είναι κατάλληλο γι’ αυτή την ταινία. Είναι η ταινία καλή; Είναι κακή; Έχει καμιά σημασία; Είναι αυτό που είναι και κατοικεί σε έναν κόσμο όπου τα αστέρια δεν λάμπουν»…