Υπήρξαν φορές που ο mainstream κινηματογράφος ζήλεψε την έξαψη της καθαρής πορνογραφίας και είπε να τη μιμηθεί.
Το σεξ είναι συνυφασμένο εξάλλου με την έβδομη τέχνη ήδη από τις πρώτες βωβές στιγμές της, πριν πάρει τον λόγο ο πουριτανισμός και το εξοβελίσει σε επίπεδο πιπεράτων υπαινιγμών και σκανδαλιστικών νύξεων.
Ο κινηματογράφος θα έπρεπε να περιμένει τα επαναστατικά 60s για να αποδεσμευτεί από τα σεμνότυφα δεσμά του. Πλέον γυμνό και σεξουαλικές σκηνές δεν είχαν τίποτα το μεμπτό.
Μετά ήρθαν τα 70s και η πραγματική αλλαγή των ηθών, όταν τα ζευγάρια μπορούσαν πια να απολαύσουν μαζί στη σκοτεινή αίθουσα την «Εμμανουέλα» (1974) χωρίς να κατηγορηθούν για ροπή στην ανηθικότητα.
Η δεκαετία του 1970 ανήκει στην αποθέωση του ερωτικού περιεχομένου, καθώς κάτι «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (1972) και «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» (1976) έστελναν τον συντηρητισμό στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Δεν θα αργούσε βέβαια η εξερεύνηση των ορίων του ερωτισμού και της πορνογραφίας να αγγίξει κόκκινο, όταν κατέφτασε μια άλλη και εξόχως ανατρεπτική πρόταση: η χρήση πραγματικών σκηνών σεξ στον κινηματογράφο.
Τώρα οι «9½ εβδομάδες» (1986), η «Άγρια ορχιδέα» (1989), το «Βασικό ένστικτο» (1992) και τα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» (1992) έμοιαζαν παιδικές ταινίες!
Απροκάλυπτο γυμνό, ομαδικός έρωτας, στοματικό σεξ και κάθε πιθανή και απίθανη σεξουαλική παρέκκλιση και ταμπού έπαιζαν πια χωρίς αναισθητικό.
Κι αν πλέον μετράμε δεκάδες ταινίες με πραγματικές σκηνές σεξ, χάνοντας έτσι κι αυτό το προνόμιο της πρόκλησης και του νεωτερισμού, οι παρακάτω παραμένουν σταθμοί στο είδος…
Πάνω από δύο δεκαετίες μετά το συγκλονιστικά ανίερο «Ένα αληθινό θηλυκό» (1976), η γαλλίδα πορνογράφος Κατρίν Μπρεγιά ξαναχτυπά με ένα φιλμ που οι σκηνές σεξ είναι και πάλι πραγματικές. Η Μαρί αναζητεί εδώ τη σεξουαλικότητα έξω από τη σχέση της και η σκηνοθέτιδα τη βάζει να κάνει σεξ μπροστά στην κάμερα.
Ήταν μάλιστα μια ταινία που διαφημιζόταν γι’ αυτό ακριβώς, για τον ωμό σεξουαλισμό της, το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος της Μπρεγιά διαχρονικά. Η σεξουαλική αυτή οδύσσεια και η πολυδιάστατη εξερεύνηση της σαρκικής ηδονής έφερε ακόμα και γνωστά ονόματα της πορνογραφίας στο φιλμ.
Άλλη μια οπτική πρόκληση από μια δημιουργό που αρέσκεται στην τόλμη και την απενοχοποίηση της γενετήσιας πράξης στο σελιλόιντ, προκάλεσε στην εποχή της το σκάνδαλο που της αναλογούσε…
«Το “Love” θα κάνει τα αγόρια να κ@υλ@σουν και τα κoρίτσια να δακρύσουν», βροντοφώναζε ο Γκασπάρ Νοέ στην προβολή του τρισδιάστατου οργίου του στις Κάννες. Μια ταινία που δεν ήταν παρά πρόκληση για τα μάτια και τον ψυχισμό. Εδώ έχουμε άφθονο σκληρό σεξ, διεισδύσεις, στοματικό σεξ επιδόσεων ρεκόρ, ανταλλαγές συντρόφων, παιχνίδια ρόλων, όργια και τέτοια πράγματα, πάντα σε χορταστικό 3D.
Ο Νοέ, μετρ στην απεικόνιση του σεξ, σκάρωσε στη σκανδαλιστική αυτή ιστορία υπέροχες σκηνές με τη δύναμη της κινούμενης εικόνας. Άλλο ένα πορνό που δεν είναι πορνό δηλαδή, μιας και το σινεμά έχει τον τρόπο του να αποθεώνει τον αισθησιακό λυρισμό χωρίς να καταφεύγει στο φτηνό.
Εδώ έχουμε μια γνήσια ταινία που γίνεται για το σεξ του πράγματος και δεν χρειάζεται άλλες δικαιολογίες. Ο Νοέ αναγκάστηκε να κάνει πολλά «τεστ χημείας» μεταξύ των ηθοποιών, με δεδομένο ότι θα έπρεπε να αποδώσουν και σε περισσότερα πράγματα από μερικές ατάκες…
Το 2001 ήταν η σειρά του Πατρίς Σερό να μας παρουσιάσει τη δική του εκδοχή του «Τελευταίου ταγκό» του Μπερτολούτσι, παραμένοντας πιστός στην ωμότητα των ερωτικών σκηνών. Την ώρα που ο κόσμος συζητούσε αν ήταν όντως πραγματικές οι ερωτικές περιπτύξεις, η σκηνή του στοματικού έρωτα έκανε το φιλμ παγκοσμίως γνωστό. Απειλώντας ταυτοχρόνως να θάψει την καριέρα της Κέρι Φοξ.
Παρά την κατακραυγή, η ηθοποιός επιμένει πως το περιβόητο «Intimacy» παραμένει η καλύτερη κινηματογραφική δουλειά της. Ο Σερό έδειξε την ερωτική παραφορά χωρίς αναισθητικό και απέσπασε εξαιρετικές ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Φτιάχνοντας επιπλέον μια ταινία που έφυγε με τη Χρυσή Άρκτο από το Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Ο Σερό είπε χρόνια μετά πως οι σκηνές σεξ είναι μεν πραγματικές, δεν πρωταγωνιστούν όμως οι δύο ηθοποιοί. Στην επίμαχη σκηνή του στοματικού ωστόσο, ήταν πράγματι οι δυο τους…
«Απροκάλυπτα προκλητική», «ισοπεδωτική», «ταινία-σοκ». Με τέτοια λόγια μίλησαν οι κριτικοί για την πλέον αμφιλεγόμενη δουλειά του Λάρι Κλαρκ. Την οποία έσπευσαν να απαγορεύσουν εν χορώ πολλές χώρες (μεταξύ αυτών Αγγλία, ΗΠΑ και Αυστραλία).
Η πραγματικότητα εδώ είναι πως η ταινία έχει πράγματι όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Το σεξ μεταξύ των έφηβων ηθοποιών είναι πραγματικό, αν και είναι σαφώς περισσότερο σκανδαλιστικές οι σαδομαζοχιστικές σκηνές που υπαινίσσονται αιμομιξία και άπλετη ερωτική βία. «Να φανταστείτε», έγραψε χαρακτηριστικά ένας κριτικός, «ο πιο ισορροπημένος χαρακτήρας στην ταινία είναι ένας τύπος που κοιμάται με τη μαμά της κοπέλας του».
Το «Ken Park» δεν είναι όμως ένα ανάλαφρο πορνογράφημα. Είναι μια απροκάλυπτα γυμνή ανατομία της αλλοτριωμένης δυτικής κοινωνίας, που θέτει σε πρώτο πλάνο την κενότητα των σχέσεων μιας παρέας καλιφορνέζων πιτσιρικάδων. Οι σοκαριστικές κάποιες φορές σκηνές σκληρού πορνό μεταξύ των τσακισμένων νιάτων και των εξίσου ταλαιπωρημένων κηδεμόνων τους κάτι θέλουν να πουν…
«Η πιο δύσκολη ταινία μου ήταν το ‘‘Pola X’’», είχε πει λίγο παλιότερα το παιδί-θαύμα του γαλλικού σινεμά, Λεός Καράξ, για την ταινία που δεν άρεσε ούτε στους κριτικούς ούτε στο κοινό της εποχής της. Σήμερα ο κινηματογραφόφιλος κόσμος μοιάζει να την έχει ανακαλύψει εκ νέου, αποκαθιστώντας την κακή της φήμη.
Ο βιρτουόζος γάλλος οραματιστής του σινεμά πέρασε 7 χρόνια χωρίς ταινία για να κάνει την υπερφιλόδοξη «Pola X», μια σέξι, μυστηριώδη και βίαιη ταινία που τον έφερε σε καλλιτεχνικά επικίνδυνα μονοπάτια. Εδώ δοκίμασε το σθένος του ως δημιουργός, αλλά και τη γενναιότητα του κόσμου να δει αυτόν τον νεαρό άντρα και την άγνωστη που του συστήνεται ως αδερφή του να επιδίδονται σε άφθονο πραγματικό σεξ.
Μπλέκοντας τα όρια τέχνης και πορνογραφίας, είναι μια άγρια και προκλητική ιστορία που μπήκε στο κάδρο για όλους τους λάθος λόγους. Αυτές τις τρυφερές μεν, πραγματικότατες δε ερωτικές περιπτύξεις των δύο «αδερφών». Στις επίμαχες σκηνές χρησιμοποιήθηκαν ντουμπλέρ τελικά, αποκάλυψε κάπως πρόσφατα ο δημιουργός…
«Πώς να κάνεις μια ταινία για το σεξ χωρίς σεξ;», δικαιολογήθηκε λιτά ο πάντα ανατρεπτικός Τζον Κάμερον Μίτσελ και τοποθέτησε την ταινία του στα άδυτα ενός εναλλακτικού κλαμπ που τα έχει όλα: ετερόφυλα ζευγάρια, ομοφυλοφιλικό έρωτα, στοματικό σεξ, ανταλλαγή συντρόφων, αυτοϊκανοποίηση, εκσπερμάτιση. Και δεν φείδεται καθόλου στις οπτικές περιγραφές, κάθε άλλο.
Μόνο που κι εδώ, στο τολμηρό αυτό διαμαντάκι του Μίτσελ, ό,τι γίνεται δεν γίνεται για χάρη της καθαρής πρόκλησης. Κάθε τολμηρή σκηνή έχει σημασιολογικό φορτίο, αποκαλύπτοντας σαν σκαρίφημα την ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα. Άφθονες κι εδώ οι σκηνές πραγματικού σεξ και η φόρα-παρτίδα προβολή τους στο πανί, ήταν επόμενο να ξενίσουν πολλούς.
«Θέλω να δείξω το σεξ με νέους κινηματογραφικούς τρόπους, γιατί παραείναι ενδιαφέρον για να το αφήσουμε στην πορνογραφία», υπεραμύνθηκε ο δημιουργός της δουλειάς του. Όποιος αναζητεί τη γνωστότερη ταινία αληθινού σεξ, αυτή είναι…
Το ερωτικό ξύπνημα της Σαρλότ Γκενσμπούρ στο κολασμένο και πολύωρο έπος του Λαρς Φον Τρίερ φιλοξενεί κάθε σεξουαλική παρέκκλιση που έχει αναγνωρίσει η ψυχιατρική. Εδώ έχουμε μια ταινία που οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι λες οι πορνοστάρ που χρησιμοποιήθηκαν στα γυρίσματα, για να δανείσουν τα επίμαχα τμήματα του σώματός τους όταν οι ηθοποιοί αισθάνονταν άβολα.
Σκάνδαλο του Φεστιβάλ Βερολίνου το πρώτο μέρος, ταινία-σοκ της Βενετίας το δεύτερο, όλοι περίμεναν τις uncut εκδοχές των πεντάωρων περιπετειών της νυμφομανούς για να δουν ως πού μπορεί να φτάσει η διαστροφή του Δανού. Και έφτασε πολύ μακριά είναι η αλήθεια στο καλλιτεχνικό αυτό πορνογράφημα, μια απροσχημάτιστη πραγματεία για το σεξ και τα όριά του.
Ο θρύλος θέλει μάλιστα τον Σάια Λαμπέφ να παίρνει τον ρόλο στέλνοντας στον Τρίερ, εν είδει οντισιόν, ένα ερασιτεχνικό sex tape που είχε γυρίσει στο σπίτι του. Ο Τρίερ κάτι αντίστοιχο είχε κάνει βέβαια και στον «Αντίχριστο» (2009), ντουμπλάροντας απλώς τα σώματα των Νταφό και Γκενσμπούρ για τις σκηνές πραγματικού σεξ…
Το σεξουαλικό περιεχόμενο του φιλμ είναι εδώ τόσο άφθονο που μετατρέπεται αναγκαστικά σε μια ξέφρενη πορνογραφική φιέστα. Η υπόθεση περιπλέκεται γύρω από το σεξ, έχει να κάνει μόνο με το σεξ και καταλήγει φυσικά στο σεξ. Στο πραγματικό σεξ, όπως έσπευσε να ξεκαθαρίσει από την πρώτη στιγμή ο Μάικλ Γουιντερμπότομ.
Το ζευγάρι της ιστορίας μας γνωρίζεται σε μια ροκ συναυλία στο Λονδίνο και το τέλος της νύχτας θα τους βρει μαζί στο κρεβάτι. Έτσι θα περάσουν οι υπόλοιποι μήνες, σε μια παθιασμένη σεξουαλική εξερεύνηση, κάθε στάδιο της οποίας αντιπροσωπεύει και ένα τραγούδι σε ζωντανή εκτέλεση.
Αυτό κάνουν στην ταινία, πηγαίνουν σε συναυλίες και κάνουν σεξ. Χωρίς να προσποιούνται. Και πάντα με πειραματική διάθεση. Ο Γουιντερμπότομ λοξοκοιτά εδώ στη σεξουαλική απελευθέρωση των 70s, σπάζοντας και τα τελευταία ταμπού του τι μπορείς και τι όχι να δείξεις στο πανί.
Μετά τα «9 τραγούδια», κανείς δεν θα έκανε πια αυτή την ερώτηση…
Η πορνογραφία, όπως τη γνωρίζαμε κάποτε, παιζόταν σε κακόφημα καταγώγια και ροζ σινεμά. Και σίγουρα όχι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης! Γιατί ως εκεί έφτασε και αποθεώθηκε το προκλητικό αριστούργημα του Ναγκίσα Οσίμα. Πριν απαγορευτεί από τις σκοτεινές αίθουσες της Δύσης, αλίμονο.
Η λογοκρισία θα έκρινε ωστόσο κάποια στιγμή πως παρά το πρόδηλο πορνογραφικό περιεχόμενο, η «Αυτοκρατορία» ήταν τέχνη. Και μάλιστα το είδος του μεγάλου σινεμά που ο ιάπωνας μετρ ήξερε καλά πώς να φτιάχνει.
Εδώ έχουμε τη δραματοποιημένη εκδοχή μιας πραγματικής ιστορίας, μιας υπηρέτριας σε οίκο ανοχής που ερωτεύεται παράφορα τον άντρα της «μαντάμ». Η ερωτική έξαψη και οι τολμηρές σκηνές είναι τόσες και τέτοιες που κάνουν ακόμα και τον ακρωτηριασμό ενός πέους να μη φαίνεται υπερβολικός.
Αυτή η αρχέγονη λες ματιά πάνω στον σαρκικό πόθο, η διεισδυτική διερεύνηση της ερωτικής έλξης που φτάνει ως τα όρια της ψύχωσης, σκιαγραφεί με παρρησία τα επικίνδυνα ερωτικά μονοπάτια του σεξ. Περιέχει σκηνές αποστροφής, σίγουρα, δύσκολα ωστόσο θα ξεπεραστεί ποτέ σε όρους σαρωτικού ερωτισμού.
Τα ερωτικά πειράματα του Ογκίσα, οι σκηνές πραγματικού σεξ και η βίαιη κατάληξή τους, όλα για χάρη της υπέρτατης ικανοποίησης, δεν είναι για τον καθένα. Αν υπάρχει πάντως μία ταινία που κάλεσε τον κόσμο να αποφασίσει αν ήταν τέχνη ή πορνό, ξεβολεύοντάς τον από την πεπατημένη, ήταν αυτή και μόνο αυτή…
Έπρεπε να φτάσει το 1979 για να δει ο κόσμος όργια, αιμομιξίες, βιασμούς και νεκροφιλίες στο πανί. Ο «Καλιγούλας» διαφημιζόταν ως «η μόνη ταινία που τολμά να δείξει τη διαστροφή και την παρακμή της αυτοκρατορικής Ρώμης».
Το σενάριο του Γκορ Βιντάλ σβήστηκε και ξαναγράφτηκε άπειρες φορές, οι σκηνοθέτες εγκατέλειπαν άρον-άρον τα γυρίσματα και οι διαφορετικές εκδόσεις της ταινίας που επιβίωσαν ως σήμερα είναι τόσες όσες και οι λογοκρισίες που υπέστη στις χώρες που προβλήθηκε!
Μέσα σε όλα, ο παραγωγός -και τελευταίος σκηνοθέτης του φιλμ- Μπομπ Γκουτσιόνε, εκδότης ταυτοχρόνως του αντρικού περιοδικού «Penthouse», δεν παρέλειψε να προσθέσει και μια εξάλεπτη σκηνή πραγματικού ομαδικού σεξ που θα έκανε ενδεχομένως και τον ίδιο τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα Γερμανικό να ντραπεί για λογαριασμό του κινηματογραφικού εαυτού του.
Η πιο διαβόητη εκδοχή του «Καλιγούλα», το ιταλικό «Io, Caligola» των 210 λεπτών, είναι αυτή που τα περιέχει όλα. Ακόμα και την ανατριχιαστική σκηνή με το μωρό (που δεν θα περιγράψουμε εδώ). Αυτή την κόπια την έβρισκες κάποτε αποκλειστικά στο «ροζ» τμήμα των βιντεοκλάμπ της Ευρώπης.
Το πολυδάπανο έπος στέκει ακόμα και σήμερα μνημειώδες για το πάντρεμα ιστορικής καταγραφής και πορνογραφικής εκζήτησης. Ο παρανοϊκός ρωμαίος αυτοκράτορας αφήνεται στα χέρια των σεξουαλικών οργίων και της γυναικείας θαλπωρής, μέσω μιας μακράς σειράς από ερωτικές σκηνές που παραμένουν φάροι του ανόσιου γάμου κινηματογράφου και πορνογραφίας…