Οι μετρ του τρόμου εγκαταλείπουν σιγά σιγά τον κόσμο μας, αφού μετά τον θάνατο του πρωτεργάτη Τζορτζ Ρομέρο άλλος ένας οραματιστής έφυγε από τη ζωή. Ο Τόμπι Χούπερ, ένας από τους αδιαφιλονίκητους οραματιστές που διαμόρφωσαν το σύγχρονο πρόσωπο του κινηματογραφικού τρόμου, μας χάρισε ταινίες-σταθμούς σαν τον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι» («Texas Chainsaw Massacre») το 1974 και το «Πνεύμα του κακού» («Poltergeist») το 1982, επηρεάζοντας άπαντες όσο λίγοι. Μύθος του σινεμά τρόμου από τη στιγμή που βγήκε στις σκοτεινές αίθουσες ο ανατριχιαστικός Leatherface του, ο Τόμπι Χούπερ στοίχειωσε τα road trips όσο κανείς. Αν πρέπει να το πούμε, η εμβληματική ταινία του παρακολουθεί μια παρέα νεαρών που καταλήγουν στο έλεος μιας φρικιαστικής οικογένειας κανίβαλων, κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στο Τέξας. Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για το «Texas Chainsaw Massacre», υπάρχουν όμως και πράγματα που πέρασαν στα ψιλά… Όπως ας πούμε ότι όπως είχε πει ο ίδιος ο Τόμπι Χούπερ, η ιδέα για το φιλμ τού ήρθε μια μέρα που ήταν σε ένα μαγαζί με σιδερικά και χρώματα, το οποίο ήταν πηγμένο στον κόσμο. Ψάχνοντας λοιπόν τρόπο να γλιτώσει την ουρά στο ταμείο, το μάτι του έπεσε στα αλυσοπρίονα! Και παρά τον αντίκτυπό του στην επικράτεια του τρόμου, ο «Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» παραμένει ένα από τα λιγότερο αιματοβαμμένα φιλμ τρόμου όλων των εποχών. Κι αυτό γιατί ο Τόμπι ήθελε να πάρει σήμανση καταλληλότητας άνω των 13 ετών, ένα μέτρο που είχε κυκλοφορήσει μόλις. Κράτησε λοιπόν τη βία και το αίμα σε… λογικά επίπεδα, απέφυγε τις ακρότητες στη γλώσσα και άφησε το μυαλό του θεατή να δουλεύει, καθώς οι περισσότερες σκηνές φρίκης δεν δείχνονται καν στην κάμερα. Και χτύπησε διάνα, γιατί ήταν αυτό ακριβώς το στοιχείο του υπαινικτικού τρόμου που λειτούργησε υπέρ του, μετατρέποντάς την ταινία σε ορόσημο του genre. Στα «ψιλά» της ιστορίας μας, παρά τις προσπάθειες του Χούπερ, η ταινία πήρε τη σήμανση «ακατάλληλο» και ο σκηνοθέτης κάθισε και πάλι στο μοντάζ κουτσουρεύοντάς το ακόμα περισσότερο! Όσο για τον ανεπανάληπτο Leatherface, το σενάριο τον ήθελε να λέει ασυναρτησίες και έπρεπε να σημειώσουν στο περιθώριο των σελίδων τι στο καλό ήθελε να πει πραγματικά ο χαρακτήρας. Τον ενσάρκωσε ο Ισλανδός Γκουνάρ Χάνσεν, τον οποίο έβαλαν να φορά παπούτσια με τριπλούς πάτους για να είναι ψηλότερος από το υπόλοιπο καστ. Έπρεπε να σκύβει λοιπόν σε κάθε πόρτα του σφαγείου, ακόμα κι έτσι έτρεχε όμως γρηγορότερα από τη Μέριλιν Μπερνς, κι έτσι όταν την κυνηγά στο δάσος πρέπει να κάνει όλων των λογιών τις κουταμάρες για να μην την πιάσει αμέσως. Σε ένα κοντινό, ας πούμε, τον βλέπουμε να σταματά και να κόβει κάτι κλαδιά. Ο Χάνσεν χτύπησε πολλές φορές το κεφάλι του στις πόρτες του σπιτιού, αν και το ρεκόρ ατυχημάτων το είχε η φουκαριάρα η Μέριλιν. Η οποία κόπηκε σε κάτι αγκάθια τρέχοντας στο δάσος και έχανε πολύ αίμα. Κι έτσι το περισσότερο αίμα στα ρούχα της ήταν δικό της. Ο Τόμπι άφησε τον Γκουνάρ να αναπτύξει τον χαρακτήρα όπως ήθελε, κι έτσι ήταν εν πολλοίς δικό του δημιούργημα. Ο Ισλανδός τον οραματίστηκε ως έναν πνευματικά ανάπηρο άνθρωπο που δεν έμαθε ποτέ να μιλά κανονικά. Ακόμα και σε σχολείο για παιδιά με ειδικές ικανότητες πήγε ο ηθοποιός, καθώς ήθελε να μην κάνει τον ρόλο προσβλητικό για κανέναν. Παρά τις ομοιότητες με τον «Χασάπη του Ουισκόνσιν», τον κατά συρροή δολοφόνο Εντ Γκέιν, ο Τόμπι αρνούνταν κάθε σχέση, υποστηρίζοντας σταθερά πως ο χαρακτήρας του ήταν φανταστικός και ουδεμία σχέση είχε με πράγματα και καταστάσεις. Η παραγωγή ήταν φτηνή (60.000 δολάρια και άλλα 80.000 στο τέλος), κι έτσι ο Γκουνάρ ήταν αναγκασμένος να φορά το ίδιο μπλουζάκι (το οποίο είχε βαφεί και περάσει από επεξεργασία) για τις τέσσερις βδομάδες των γυρισμάτων, μέσα στην καλοκαιρινή ντάλα του Τέξας. Εννοείται πως στο τέλος δεν τον πλησίαζε κανείς στο γύρισμα! Ο «Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» κόπηκε στην Αγγλία το 1975 και μετά το 1977, όταν ο παραγωγός προσπάθησε ξανά να το βάλει στις σκοτεινές αίθουσες. Το ίδιο συνέβη και το 1984! Μόλις το 1999 θα έπαιρνε έγκριση να προβληθεί κανονικά στα σινεμά. Αυτό συνέβη και στη Φινλανδία, όπου παίχτηκε άκοπο μόνο έπειτα από 25 χρόνια από τη στιγμή της ολοκλήρωσής του. Στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία δεν θα προβαλλόταν παρά στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Όσο για το βανάκι με το οποίο οργώνουν τα παιδιά το Τέξας, ανήκε στον ομογενή σκηνοθέτη Τεντ Νικολάου, ο οποίος ήταν μέλος της παραγωγής, δουλεύοντας ως ηχολήπτης. Τέλος, παρά τον ανατριχιαστικό αντίκτυπο του αλυσοπρίονου, το βλέπουμε να κόβει σάρκα μόνο μία φορά εντός οθόνης, κι αυτό στο τέλος του φιλμ. Κι αν πρέπει να το πούμε, κόβει το πόδι του ίδιου του Leatherface…