Όταν έγραψε μέσα σε δύο χρόνια τα έξι ανεπανάληπτα «Βιβλία του αίματος» (1984-1985), τα απόλυτα ευαγγέλια του λογοτεχνικού τρόμου, ο Κλάιβ Μπάρκερ αποκάλυψε την αρρωστημένη φαντασία του σε όλη τη ζοφερή της μεγαλοπρέπεια. Αφού πίεσε τη λογοτεχνία του τρόμου ως τα ακρότατα όριά της και διέψευσε όλους αυτούς που ισχυρίζονταν αυτάρεσκα πως δεν υπάρχουν πλέον πρωτότυπες ιδέες, ο πάντα ανατρεπτικός Βρετανός άρχισε κατόπιν να μεταμορφώνει το είδος που υπηρετεί μετατρέποντας τις σελίδες του σε καμβάδες που μόνο οι πραγματικά γενναίοι μπορούν να κοιτάξουν για ώρα. Ή να αντικρίσουν κατάματα, το ίδιο κάνει! Προκλητικός, επινοητικός και εξόχως πνευματώδης, ο ριζοσπαστικός συγγραφέας δεν επαναπαύτηκε καθόλου στις δάφνες του, χαρίζοντάς μας ευθύς αμέσως ένα πλάσμα που ξεπήδησε κατευθείαν από την Κόλαση και σφράγισε τους λογοτεχνικούς και κινηματογραφικούς εφιάλτες της οικουμένης: τον φοβερό και τρομερό Pinhead (του «Hellraiser»). Παραγωγικότατος και ασίγαστος πραγματικά, ανάγκασε ακόμα και τον βασιλιά της ανατριχίλας, Στίβεν Κινγκ, να του βγάλει το καπέλο, όταν έγραψε στο οπισθόφυλλο του πρώτου τόμου των «Βιβλίων του αίματος» που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ πως «είδα το μέλλον της λογοτεχνίας του τρόμου, ονομάζεται Κλάιβ Μπάρκερ»! Ακόμα και ο πνευματικός πρόγονος όλων, ο μεγάλος τεχνίτης του φανταστικού, Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, θα τον αναγνώριζε ως επίγονό του αν τον προλάβαινε, καμία αμφιβολία. Όσο για τον ίδιο τον Βρετανό, λέει απλώς πως «αισθάνομαι πως η λογοτεχνία του τρόμου αγγίζει τα μεγάλα θέματα ξανά και ξανά. Τον θάνατο και τη ζωή μετά τον θάνατο, το σεξ μετά τον θάνατο, την τρέλα, τη μοναξιά, το άγχος. Οι συγγραφείς του τρόμου απευθύνονται στους βαθύτερους προβληματισμούς της ανθρώπινης κατάστασης». Μικρό καλάθι για τον τύπο που έφερε άλλη μια επανάσταση στο μεταφυσικό και το φανταστικό, έχοντας λες το άγγιγμα του Μίδα σε ό,τι γράφει. Μόνο που είναι σαφές πως ο Μπάρκερ δεν στοχεύει στις πωλήσεις, όχι τουλάχιστον με τον εύκολο τρόπο που το κάνει η παραλογοτεχνία και οι φτηνές συγκινήσεις που αποζητά. Τα κείμενα του Άγγλου έχουν πάντα «κάτι» εντός τους, ποιότητες που δεν συναντάς ακόμα και στις αυθεντικές ιστορίες που λέει και ξαναλέει ο ίδιος. Αυτός παραδέχεται ωστόσο πως όλες οι καλές ιστορίες τρόμου έχουν ήδη ειπωθεί και κάθε νέα ιδέα αποτελεί στην ουσία επαναδιατύπωση μιας παλιάς, αν και όπως ξέρουν τα εκατομμύρια των αναγνωστών του, ευτυχώς δεν έχει καθόλου δίκιο! Είναι πάντα καινοτόμος, ακόμα κι όταν διηγείται ιστορίες ειπωμένες χίλιες φορές. «Ζωγράφο του φανταστικού» τον έχουν αποκαλέσει δικαίως, κι όχι για το εξίσου ασίγαστο πενάκι του που φέρνει στη ζωή τις ανατριχιαστικές συλλήψεις του. Φαντασία, τρόμος, μαύρο χιούμορ, ακόμα και μια παράξενη αισιοδοξία μπλέκονται μαγικά στο λογοτεχνικό σύμπαν του μεγάλου αυτού μάστορα που μας φέρνει αντιμέτωπους με τους μεγαλύτερούς μας φόβους. Ο Στίβεν Κινγκ είπε κάπου πως ο Κλάιβ Μπάρκερ είναι τόσο καλός και νεωτεριστής που κάνει όλους τους άλλους να μοιάζουν ότι κοιμούνται εδώ και μια δεκαετία. Σίγουρα εξελίσσεται και εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς. Η πένα του μοιάζει ολότελα διαφορετική από τον Μπάρκερ του 1984 και τις σπλατεριές που απέδιδε. Σήμερα τα πονήματά του είναι σαφώς πιο σοφιστικέ, ιδιότυπα δείγματα μιας φαντασίας που πλάθει κόσμους από το μηδέν και μπορεί να περνά παραμένοντας ακόμα και αφηρημένη στις εξηγήσεις της. «Νομίζω πως με αποκαλούν ολοένα και λιγότερο ‘‘συγγραφέα του τρόμου’’. Τα βιβλία μου τείνουν να μην μπαίνουν πια στα ράφια του τρόμου και όταν το κάνουν, τείνω να τα κατεβάζω εγώ», μας λέει με το γνώριμο χιούμορ του για τη στροφή που έχει κάνει στην απίστευτη σε έκταση και δημιουργικότητα καριέρα του ο 65άρης πια Βρετανός, γέννημα-θρέμμα του Λίβερπουλ. Και πράγματι πόσο διαφορετικός είναι ο Μπάρκερ των «Βιβλίων του αίματος» από τον Μπάρκερ του «Υφαντόκοσμου», του «Κλέφτη του πάντοτε», του «Καταραμένου παιχνιδιού», του «Ιμάτζικα» ή του «Αμπαράτ»; Ο Μπάρκερ που δεν αφηγείται πια γραμμικά, δεν χτίζει χαρακτήρες και δεν έχει ανάγκη από καλοβαλμένες πλοκές, καθώς επείγεται να διηγηθεί και να διηγηθεί ασθματικά τα απωθημένα, τους φόβους και όσα τον στοιχειώνουν. Και πόσο διαφορετικός είναι τελικά ο λογοτέχνης Μπάρκερ από τον σεναριογράφο Μπάρκερ, τον σκηνοθέτη Μπάρκερ, τον ζωγράφο Μπάρκερ, τον εικονογράφο Μπάρκερ ή τον παραγωγό Μπάρκερ; Τελείως διαφορετικές μορφές, σαν τους απειλητικούς εφιάλτες του, που παίρνουν διαφορετικό σχήμα και αποκτούν άλλη υπόσταση στον καθένα…
Πρώτα χρόνια
Ο Κλάιβ Μπάρκερ γεννιέται στις 5 Οκτωβρίου 1952 στο Λίβερπουλ της Αγγλίας ως γιος μιας ζωγράφου που εργαζόταν ταυτοχρόνως σε σχολείο και ενός διευθυντή προσωπικού μιας μεγάλης εταιρίας. Στο Δημοτικό που φοίτησε είχε περάσει μάλιστα και ο ίδιος ο Τζον Λένον, αν και αυτό ήταν πιθανότατα το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός της παιδικής του ζωής στη μεσοαστική οικογένεια που μεγάλωσε. Ψέματα, δεν ήταν! Γιατί όταν ήταν τριών ετών είδε από κοντά τον παράτολμο Γάλλο, Leo Valentin, να βουτά στον θάνατό του κατά τη διάρκεια μιας εναέριας παράστασής του στο Λίβερπουλ, μια εντύπωση που θα του έμενε και θα σκιαγραφούσε έκτοτε ουκ ολίγες φορές στις ιστορίες του. Του έμεινε όμως και η δίψα για το μακάβριο και τα απαγορευμένα θεάματα, μιας και ο πατέρας του φρόντισε να του κλείσει τα μάτια για να μη δει το τραγικό δυστύχημα. Μετά το σχολείο, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ σπουδάζοντας φιλολογία και φιλοσοφία. Ο Κλάιβ ήρθε από νωρίς στη ζωή του σε επαφή με το θέαμα, έστω και από σπόντα. Οι γονείς του νοίκιαζαν σταθερά μερικά δωμάτια του σπιτιού τους, για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους, και οι ένοικοι ήταν συνήθως ηθοποιοί, οι οποίοι αναγνώριζαν το ταλέντο του μικρού στην υποκριτική και τον ωθούσαν να γίνει ηθοποιός. Και έγινε ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια, γράφοντας πολύ και παίζοντας θέατρο εξίσου πολύ. Κι έτσι στα φοιτητικά του χρόνια ασχολήθηκε φυσικότατα με μια σπουδαστική θεατρική εταιρία που σκάρωσε (Hydra Theatre Company), παίζοντας και γράφοντας ξανά. Μέχρι τότε είχε ήδη κολλήσει με τη λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου και δεν υπήρχε μήτε αράδα του πρίγκιπα του μακάβριου, Έντγκαρ Άλαν Πόε, που να μην ήξερε απέξω και ανακατωτά. Κι έτσι όταν αποφοίτησε το 1974 μετακόμισε στο Λονδίνο (1976), έφτιαξε έναν δικό του θίασο και συνέχισε να γράφει τα θεατρικά του. Το Dog Company, όπως ονόμασε τη θεατρική του εταιρία, ανέβασε πράγματι τα πρώτα έργα του, πονήματα σαν τον «Ερωτευμένο Φρανκενστάιν» και την «Ιστορία του Διαβόλου» δηλαδή, δείχνοντας από νωρίς τις συγγραφικές του διαθέσεις. Παρά τις αρχικές αναποδιές, ο θίασός του καθιερώθηκε και βρήκε τη θέση του στη λονδρέζικη θεατρική σκηνή. Και κόσμο είχε και την αναγνώριση των κριτικών. Το 1982 όμως το παραφουσκωμένο εγώ των μελών τούς ώθησε να ακολουθήσουν σόλο πορεία, κι έτσι το Dog Company διαλύθηκε. Ο Μπάρκερ συνέχισε μεν να γράφει τα θεατρικά του με τον σωρό, φαινόταν όμως πως κάτι άλλο τον απασχολούσε πια συγγραφικά…
Ο μετρ της «σκοτεινής λογοτεχνίας»
Ήταν το 1984 όταν έριξε στην κυκλοφορία την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, που βγήκε στα ράφια ως «Τα βιβλία του αίματος του Κλάιβ Μπάρκερ». Το όνομά του στον τίτλο είχε νόημα, καθώς στην Αγγλία είχε κάνει ένα ονοματάκι ως δραματουργός. Σε αυτό που θα γινόταν τελικά ο πρώτος τόμος της σειράς «Τα βιβλία του αίματος», ο Μπάρκερ μοιράζεται τους φρικιαστικούς του εφιάλτες και βλέπει το πόνημά του να γίνεται μπεστ-σέλερ στην Αγγλία. Το κοινό δεν αντιστάθηκε σε διηγήματα σαν την «Κρεοφόρο του μεσονυχτίου», το «Φλυαρούδι και τον Τζακ», το «Μπλουζ αίματος για ένα γουρούνι», το «Σεξ, θάνατος κι αστροφεγγιά» ή το «Στους λόφους, οι πόλεις». Το βιβλίο κυκλοφορεί αμέσως και στις ΗΠΑ και γίνεται δεκτό με τον ίδιο ακριβώς ενθουσιασμό. Μέχρι και ο Στίβεν Κινγκ ενθουσιάστηκε και τον εγκωμίασε στο οπισθόφυλλο. Την επόμενη χρονιά (1985) δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο μυθιστόρημα, κυκλοφορώντας το νοσηρότατο «Καταραμένο παιχνίδι», που προκαλούσε ναυτία στον αναγνώστη (το εξομολογήθηκαν ουκ ολίγοι κριτικοί λογοτεχνίας!), το οποίο ακολουθήθηκε από τρεις ακόμα συλλογές διηγημάτων των «Βιβλίων του αίματος». Οι οποίες έδωσαν αμέσως τη θέση τους σε δύο ακόμα μυθιστορήματα, τον μυστηριακό «Υφαντόκοσμο» (1987) με τα πλάσματα του ονείρου και το εξίσου μοναδικό «Καμπάλ» («Η γενιά της νύχτας» – 1988), που τον καθιερώνουν αμέσως ως μεγάλο όνομα του είδους και του αποφέρουν τα μέσα για να ζει χωρίς σκοτούρες. Κι έτσι επικεντρώνεται απερίσπαστος στη γραφή και η πένα του αποδίδει μερικά από τα αριστουργήματά του, τα οποία αν πρέπει να το πούμε είναι ταυτοχρόνως και αριστουργήματα του είδους: το «Μεγάλο μυστικό θέαμα» το 1989, το παινεμένο στα πέρατα του κόσμου της φαντασίας «Ιμάτζικα» των 1.100 σελίδων (1991), τον «Κλέφτη του πάντοτε» το 1992, την καταραμένη σειρά «Αμπαράτ», τα «Μυστικά της Βαβυλώνας», τη φοβερή «Αείπολη» και τόσα μα τόσα ακόμα… Ο Μπάρκερ της νευρώδους αφήγησης των ολιγοσέλιδων έργων έχει δώσει πια τη θέση του στον Μπάρκερ των επών του φανταστικού και του τρόμου, παρέχοντάς μας πλουσιοπάροχες αναζητήσεις σε αυτά που ο ίδιος αποκαλεί «ιστορίες αναζήτησης». Το πιο πρόσφατο βιβλίο του ήρθε το 2015, τα «Ευαγγέλια της Κολάσεως», αν και ο ίδιος έχει προγραμματίσει πολλά και διάφορα ακόμα, καθώς γράφει πυρετωδώς και επιστρέφει συχνά πυκνά σε παλιότερα θέματά του. Όπως τον τρομερό Pinhead του, που αποκάλυψε στο εμβληματικό για το είδος «The Hellbound Heart» (ως «Hellraiser» κυκλοφόρησε στην ελληνική μετάφραση), μια νουβέλα που θα μετέτρεπε σε κινηματογραφική ταινία, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη ένα από τα γνωστότερα, νοσηρότερα και πιο αιρετικά φιλμ τρόμου όλων των εποχών. Ο Κλάιβ Μπάρκερ δεν έκρυψε ποτέ τις λογοτεχνικές του καταβολές, που περιλαμβάνουν από τον Πόε και τον Μπλέικ μέχρι τον Ρέι Μπράντμπουρι, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τον Χέρμαν Μέλβιλ, ακόμα και τον Ζαν Κοκτώ…
Καριέρα στο σινεμά
Ο Κλάιβ Μπάρκερ καταπιάστηκε με την έβδομη τέχνη αρκετά νωρίς στην επαγγελματική του πορεία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνεργάστηκε με τον δικό μας Τζορτζ Παύλου τόσο στο «Underworld» (1985) όσο και το «Rawhead Rex» (1986), σκηνοθετημένα αμφότερα από τον Παύλου και προσαρμοσμένα από τον Μπάρκερ, καθώς βασίζονταν σε ιστορίες από τα «Βιβλία του αίματος».
Καθόλου ευχαριστημένος με τον τρόπο που ενσαρκώθηκε στην οθόνη το όραμά του, και τις δύο μάλιστα φορές, είπε να καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη ο ίδιος για την επόμενη δουλειά του. Και έκανε εξόχως καλά, παραδίδοντάς μας το τρομερό από κάθε άποψη «Hellraiser» (1987), βασισμένο στο ανάρπαστο μυθιστόρημά του «The Hellbound Heart». Τόσο το αυθεντικό όσο και τα δύο σίκουελ καθιέρωσαν τον Μπάρκερ ως σκηνοθέτη ταινιών τρόμου…
Όταν η νέα του απόπειρα, το χολιγουντιανό πια και πανάκριβο φιλμ «Nightbreed» («Η γενιά της νύχτας», βασισμένο στο «Καμπάλ») του 1990, πάτωσε εισπρακτικά, ο Μπάρκερ επέστρεψε δυναμικότερα το 1995 τόσο ως σεναριογράφος όσο και ως σκηνοθέτης με το «Lord of Illusions» («Ο άρχοντας της Κολάσεως»).
Ένα διηγηματάκι από τα «Βιβλία του αίματος» παρείχε στο γόνιμο μυαλό του τη βάση για το «Candyman» (1992) και τα δυο του σίκουελ! Στο «Gods and Monsters» («Θεοί και δαίμονες») του 1998 κράτησε τον ρόλο του παραγωγού, καθώς τώρα συνεργαζόταν με την Disney για να βγάλουν μερικές ταινίες από τη σειρά του «Αμπαράτ». Παρά τις δηλώσεις και τον προγραμματισμό, οι καλλιτεχνικές διαφορές αποδείχτηκαν αγεφύρωτες και το πλάνο ναυάγησε τελικά.
Το 2005, ο Μπάρκερ και ο παραγωγός ταινιών τρόμου, Jorge Saralegui, έφτιαξαν μια εταιρεία παραγωγής, τη γνωστή στον χώρο Midnight Picture Show, με σκοπό να ρίχνουν δύο ταινίες τη χρονιά στις αίθουσες. Και βέβαια συνεχίζει δυναμικά τις πολυσχιδείς του δραστηριότητες στη γραφή, το θέατρο, το σινεμά και τη ζωγραφική, έχοντας κάνει αναρίθμητες εκθέσεις με τα ανατριχιαστικά έργα που παράγει το πενάκι του. Το 2002 άφησε μάλιστα όλους με το στόμα ανοιχτό όταν κυκλοφόρησε κι ένα παιδικό βιβλίο! Η και όχι, γιατί σύμφωνα με τον ίδιο και το «Καταραμένο παιχνίδι» παιδικό είναι!
Προσωπική ζωή
Ο Κλάιβ εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μπέβερλι Χιλς το 1990 για να είναι πιο κοντά στο Χόλιγουντ, που ενδιαφερόταν τρελά για τις ιστορίες του. Εκεί γνώρισε το 1996 τον σύντροφό του, τον γνωστό φωτογράφο μόδας Ντέιβιντ Άρμστρονγκ, με τον οποίο συζούν έκτοτε. Ο Μπάρκερ δεν έκρυψε ποτέ τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Και παρά το γεγονός ότι ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών δεν ήταν νόμιμος στην Καλιφόρνια εκείνη την εποχή, οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1997, όταν και υιοθέτησε επισήμως ο Κλάιβ την κόρη του συντρόφου του, Νικόλ (από παλιότερο γάμου του φωτογράφου). Πλέον εκθέτει με καταιγιστικούς ρυθμούς τα έργα του σε Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη και θαυμάζει τα τόσα βραβεία που έχει στις προθήκες του από ενώσεις κριτικών βιβλίων και θεσμούς της λογοτεχνίας του φανταστικού. Τώρα γράφει μόνο το πρωί, για να έχει χρόνο να αφιερώνει τα απογεύματα και τα βράδια στις εικαστικές του αναζητήσεις. Ο ίδιος υπογράφει εξάλλου και την εικονογράφηση των βιβλίων του, καθώς σχέδιο και γραφή καταλαμβάνουν ισόποσα μερίδια στη δουλειά του. Αποφεύγει τα κοσμικά γεγονότα και τις κοινωνικές εκδηλώσεις, εκτός κι αν πρόκειται για κάποια έκθεση των έργων του. Προτιμά να ζει μια ήσυχη οικογενειακή ζωή με τους δικούς του και συνεχίζει να γράφει ακόμα με το χέρι, καθώς δεν έχει ούτε υπολογιστή ούτε γραφομηχανή. Προσφάτως μάλιστα ο πάντα πολυπράγμων Μπάρκερ δήλωσε ότι τα χρόνια του κινηματογράφου είναι παρελθόν για τον ίδιο, καθώς αυτός θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο των έργων του, κάτι που έρχεται σε ρήξη με τον χολιγουντιανό ολοκληρωτισμό. «Το να αποκαλέσει κανείς τον Μπάρκερ ‘‘συγγραφέα τρόμου’’ θα ήταν σαν να αποκαλούσε τους Beatles ‘‘μπάντα που παίζει σε γκαράζ’’», είπε γι’ αυτόν ο επίσης ανατρεπτικός Κουέντιν Ταραντίνο, «πρόκειται για τον μεγάλο οραματιστή της εποχής μας. Γνωρίζει όχι απλώς τους μεγαλύτερους φόβους μας, αλλά και εκείνο που μας ευχαριστεί, εκείνο που μας ανάβει και εκείνο που είναι πραγματικά ιερό στον κόσμο. Βασανιστικός, αλλόκοτος, υπέροχος»… Ο Κλάιβ Μπάρκερ συνεχίζει εξάλλου να κοιμάται και να ξυπνά με εκείνο το φοβερό «ημερολόγιο ονείρων» που έχει δίπλα στο κρεβάτι του, για να καταγράφει τα όνειρα και κυρίως τους εφιάλτες του. Που δεν είναι παρά εφιάλτες μας… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr