Αφηγήσεις ανατριχιαστικές, απόκοσμα τέρατα με πλοκάμια, κέρατα, αιχμηρά δόντια και μοχθηρά μάτια, μαύρες γάτες και νεκροκεφαλές, εξωπραγματικά πλάσματα του βυθού, δαίμονες και ο μέγας Κθούλου φυσικά απαρτίζουν το τρομακτικό και εντελώς προσωπικό σύμπαν που φιλοτέχνησε ο Λάβκραφτ, το οποίο έμελλε να μπολιάσει όσο λίγα τον χώρο της επιστημονικής φαντασίας και του τρόμου και να βρει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού. Γεμάτος προσωπικές αντιφάσεις και μίσος για τον κόσμο μας, ο ιδιόρρυθμος Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ ήταν ένα περίεργο κράμα δυστυχισμένου ανθρώπου και χαρούμενου γραφιά. Πέρα από πρίγκιπας του τρόμου και του φανταστικού, εκεί στο περιθώριο της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας του, εδραζόταν ένας παράξενος μισανθρωπισμός και ένας φλογερός ρατσισμός που θα στρεφόταν τελικά κατά του σύγχρονου τρόπου ζωής. Κι όμως, ο λατρεμένος από πολλούς Λάβκραφτ αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μεγαλύτερους αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, συνεχίζοντας να ασκεί μια αυθεντική σαγήνη στο σύγχρονο κοινό, λες και το παράδοξο της ίδιας της ύπαρξης και της προσωπικότητάς του συμβάδιζε απόλυτα με τον απόκοσμο χαρακτήρα των γραπτών του. Λένε συχνά ότι ο Λάβκραφτ ήταν αποτυχημένος ως άνθρωπος, καθώς ο μισανθρωπισμός, η φαρμακερή προκατάληψη και ο παροιμιώδης ρατσισμός που έβγαινε από τα σπλάχνα του τον εμπόδισαν να ζήσει μια «φυσιολογική» ζωή. Υποφέροντας ισοβίως από αχαρακτήριστους εφιάλτες, ο Λάβκραφτ μετέφερε στον γραπτό λόγο τις ψευδαισθησιακές παραστάσεις του γεννώντας μια πραγματική λογοτεχνία του ιλίγγου που τόσο θα επηρέαζε τους κατοπινούς μεγάλους της επιστημονικής φαντασίας, όπως τον Κλάιβ Μπάρκερ και τον Στίβεν Κινγκ. Όσα φαντάστηκε (ή έζησε στα εφιαλτικά όνειρά του) ο Λάβκραφτ είναι σήμερα κοινός τόπος στη λογοτεχνία του φανταστικού, με τις εικόνες του έργου του να εμπνέουν διαχρονικά συγγραφείς και σκιτσογράφους και αναφορές στο αλλόκοσμο σύμπαν του να εντοπίζονται πια από κόμικς και βιβλία μέχρι και το σινεμά. Ο θάνατος που ελλοχεύει συνεχώς στις ιστορίες του μεγάλου μαέστρου του «κοσμικού τρόμου» και η εξωπραγματική απειλή που εισβάλει με το σκοτάδι από άλλες χωροχρονικές διαστάσεις θα δημιουργούσαν μια μακρά λογοτεχνική παράδοση που δύσκολα θα βρει δεύτερό της…
Πρώτα χρόνια
Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ γεννιέται στις 20 Αυγούστου 1890 στο Πρόβιντενς του Ροντ Άιλαντ ως ο μοναχογιός ενός περιπλανώμενου εμπορικού αντιπροσώπου πολύτιμων μετάλλων και της νοικοκυράς συζύγου του. Η τραγωδία θα εγκαθιδρυθεί από πολύ νωρίς στη ζωή του μικρού Χάουαρντ: όταν ήταν τριών ετών, ο πατέρας του υπέστη νευρικό κλονισμό σε ένα ξενοδοχείο του Σικάγο και πέρασε τα υπόλοιπα πέντε χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρείο, πριν πεθάνει τον Ιούλιο του 1898. Το μεγάλωμα του μικρού επαφίεται πια στη βρετανικής καταγωγής μητέρα του, τις δύο του θείες και τον βιομήχανο παππού του φυσικά, ο οποίος θέλησε να δώσει στον βιβλιοφάγο εγγονό του όλα τα μέσα για μια καλή ζωή. Ο Λάβκραφτ αποστήθιζε ποίηση στα δύο του χρόνια, στα τρία μπορούσε να διαβάσει και φτάνοντας στα έξι έγραφε πλέον κανονικά. Στα πέντε του ολοκλήρωσε μάλιστα τις «Αραβικές Νύχτες» και υιοθέτησε το ψευδώνυμο του «Αμπντούλ Αλχαζρέντ», του «Τρελού Άραβα» που ισχυριζόταν ο Λάβκραφτ ότι είχε γράψει το μυθικό «Νεκρονομικόν». Αν και μέχρι τα έξι θα έχει ήδη ξεπεράσει τους Άραβες, καταβυθιζόμενος πλέον στην ελληνική μυθολογία μέσω των παιδικών εκδοχών της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Το παλιότερο εξάλλου σωζόμενο πόνημά του είναι ένα ποίημα του 1897, «Το Ποίημα του Οδυσσέα», που είναι εμπνευσμένο από τα ομηρικά έπη. Παρά το ιδιαιτέρως νεαρό της ηλικίας του, ο Λάβκραφτ φαίνεται πως ανακάλυψε το απόκοσμο λογοτεχνικό σύμπαν του ήδη από παιδί, όπως υποδεικνύουν τουλάχιστον οι αναφορές στα πρώτα αυτά γραπτά του, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν διασώθηκαν δυστυχώς. Ως εντελώς μοναχικό και φιλάσθενο αγόρι, ο Χάουαρντ κατέφευγε στη λογοτεχνία για να βρει παρηγοριά από τις δυσκολίες της ζωής. Στο σχολείο πήγαινε σποραδικά, καθώς οι δικές του αναζητήσεις φαινόταν να του κομίζουν όλες τις γνώσεις που ήθελε: στα οχτώ του ήρθε σε επαφή με την επιστήμη, τη χημεία αρχικά και μετά την αστρονομία, και πλέον έγραφε σχολικές εφημερίδες που μοίραζε στους συμμαθητές του. Ο παππούς του κανόνισε να κάνει μαθήματα κατ’ οίκον ο μικρός, που φαινόταν να τα παίρνει τα γράμματα και με το παραπάνω. Στο Γυμνάσιο φάνηκε να τα πηγαίνει καλά με τους συμμαθητές και τους δασκάλους του, κάνοντας πραγματικούς φίλους και μαθαίνοντας νέες γνώσεις για πολλά και διάφορα. Ήδη από το 1906 θα ξεκινήσει περιοδικά να δημοσιεύει κείμενα σε εφημερίδες και επιθεωρήσεις, κρατώντας μάλιστα τη δική του μηνιαία αστρονομική στήλη σε διάφορα έντυπα του Ροντ Άιλαντ! Έχοντας βέβαια χάσει τον παππού και στυλοβάτη του σπιτιού από το 1904, η φαμίλια μπήκε τώρα σε σοβαρές οικονομικές περιπέτειες: μητέρα και γιος εγκαταλείπουν το πολυτελές βικτοριανό τους σπίτι και μετακομίζουν σε ένα μικρό διαμερισματάκι μιας πολύβουης εργατικής συνοικίας. Ο νεαρός Λάβκραφτ θα υποστεί νευρικό κλονισμό λίγο πριν πάρει το σχολικό απολυτήριο, κι έτσι όχι μόνο δεν θα αποφοιτήσει ποτέ από το σχολείο αλλά δεν θα γίνει καν δεκτός στο φημισμένο Πανεπιστήμιο Μπράουν, τις ισόβιες πηγές της ντροπής του για το υπόλοιπο της ζωής του. Παρά ταύτα, ήταν αυτοδίδακτος πολυμαθής και όλοι του έλεγαν ότι δεν έχει να ντρέπεται για τίποτα, καθώς μόνος είχε καταφέρει πραγματικά πάρα πολλά σε επίπεδο γνώσης…
Πρώτες λογοτεχνικές απόπειρες
Ο Λάβκραφτ πέρασε την πενταετία 1908-1913 σαν να ήταν ερημίτης, εγκαταλείποντας τόσο την ποίηση όσο και τα αστρονομικά ενδιαφέροντά του. Το μόνο που έκανε πια ήταν να βαθαίνει την παθολογική σχέση αγάπης-μίσους με τη μητέρα του, η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του συζύγου της. Ο Λάβκραφτ βγήκε από τη δύσκολη αυτή περίοδο εντελώς αλλαγμένος, εξοργισμένος τώρα από τη φτηνή ερωτική λογοτεχνία που σάρωνε στα χρόνια του. Κι έτσι θα αποκτήσει μια πρώτη φήμη στρεφόμενος κατά των λαϊκών συγγραφέων και επιδιδόμενος σε σφοδρή πολεμική εναντίον τους! Οι αρχές του 1914 θα τον βρουν να διατηρεί το δικό του περιοδικό ως ερασιτέχνης εκδότης, τον «Συντηρητικό», το οποίο θα μετρήσει 13 τεύχη μέχρι το 1923. Ταυτοχρόνως, ο γραφιάς στέλνει ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά, βρίσκοντας λες τον παλιό καλό εαυτό του. Οι αναγνώστες του τον καλούσαν τώρα να γράψει ένα μυθιστόρημα, καθώς δεν χόρταιναν τα σύντομα διηγήματά του. Ακόμα και καθιερωμένοι συγγραφείς της εποχής τον συμβούλευαν να ξαναπιάσει τη λογοτεχνική πένα, καθώς είχε δείξει σημάδια μεγαλοφυΐας ήδη από το 1905 με «Το Τέρας στη Σπηλιά» και το 1908 με τον «Αλχημιστή», που αποκάλυπταν μια φαντασία που κάλπαζε. Ο συγγραφέας ακούει τις παραινέσεις και εκδίδει το καλοκαίρι του 1917 όχι ένα αλλά δύο πονήματα, τον «Τάφο» και τον «Δάγων», έναν από τους πρώτους χαρακτήρες της μετέπειτα Μυθολογίας Κθούλου. Αυτό ήταν, ο Λάβκραφτ θα είχε πια σταθερή -αν και κάποιες φορές αραιή- παρουσία στα λογοτεχνικά πράγματα των ΗΠΑ, αν και μέχρι το 1922 η ποίηση και τα δοκίμια θα είναι ο προτιμώμενος τρόπος έκφρασής του. Την ίδια εποχή θα αρχίσει τη συνήθεια της εκτεταμένης αλληλογραφίας με φίλους, γνωστούς και συνεργάτες, κάτι που θα τον μετέτρεπε σε έναν από τους παραγωγικότερους επιστολογράφους του 20ού αιώνα. Εντωμεταξύ, ο εύθραυστος ψυχισμός της μητέρας του δεν άντεξε και το 1919 υπέστη κι αυτή νευρικό κλονισμό, μπαίνοντας μάλιστα στο ίδιο ψυχιατρείο με τον άντρα της και έχοντας την ίδια ακριβώς τύχη να μην ξαναβγεί ποτέ. Αν και ο θάνατός της τον Μάιο του 1921 ήρθε από επιπλοκές στη λειτουργία της χοληδόχου κύστης. Συγκλονισμένος και πάλι, από τον θάνατο της μητέρας του αυτή τη φορά, μάζεψε τα κομμάτια του και πήγε σε ένα συνέδριο ερασιτεχνών δημοσιογράφων στη Βοστόνη τον Ιούλιο του 1921, όταν ο έρωτας θα του χτυπήσει την πόρτα! Γιατί εκεί θα γνωρίσει την κατά εφτά χρόνια μεγαλύτερή του Σόνια Χαφτ Γκριν, μια ρωσοεβραία καπελού που είχε γνωστό μαγαζί στην Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Ο Λάβκραφτ την επισκέφτηκε στο Μπρούκλιν το 1922 και δύο χρόνια αργότερα ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να παντρευτούν. Μετά τη γαμήλια τελετή της 3ης Μαρτίου 1924, ο Χάουαρντ σπιτώθηκε στην οικία της συζύγου του και όλα έδειχναν ρόδινα, καθώς είχε μόλις εξασφαλίσει επαγγελματική καριέρα ως συγγραφέας πουλώντας ένα καλό μέρος των πρώτων του γραπτών στο νεοϊδρυθέν τότε και κλασικό αργότερα περιοδικό «Weird Tales» (πρωτοεκδόθηκε το 1923). Οι δυσκολίες δεν θα αργούσαν όμως να κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους στη ζωή του: σχεδόν αμέσως, το καπελάδικο της Γκριν φαλίρισε, ο Λάβκραφτ απέρριψε μια καλή επαγγελματική πρόταση που θα τον έφερνε στο Σικάγο και η σύζυγος κλείστηκε τελικά σε σανατόριο, καθώς η υγεία της είχε επιβαρυνθεί. Ο Χάουαρντ προσπάθησε να βρει μια δουλίτσα για να πληρώνει την αλμυρή αμοιβή του σανατορίου, ανακάλυψε ωστόσο ότι κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να προσλάβει έναν 34χρονο άντρα χωρίς καμιά εμπειρία στην πλάτη του. Την Πρωτοχρονιά του 1925, η Σόνια μετακόμισε στο Κλίβελαντ για να πιάσει εκεί δουλειά και ο Χάουαρντ πήγε να ζήσει σε μια γκαρσονιέρα σε κακόφημη γειτονιά του Μπρούκλιν.
Συγγραφική καθιέρωση
Ζώντας μόνος πια και πικραμένος, ο Λάβκραφτ αρχίζει να αναπτύσσει μισάνθρωπα αισθήματα, κατηγορώντας τώρα τις στρατιές των ξένων που κατέφταναν στη Νέα Υόρκη για όλα. Δεν δίσταζε μάλιστα να αποκαλύπτει τον ρατσισμό του στα λογοτεχνικά του έργα, που κυμαίνονται από νοσταλγικά βιβλία μέχρι μαύρα και δηλητηριώδη, όπως το «Ο Τρόμος στο Κόκκινο Αγκίστρι» (1924). Αποξενωμένος από φίλους και περιβάλλον, ο Λάβκραφτ έκανε τα πάντα για να επιστρέψει στη γενέτειρά του και στις αρχές του 1926 το όνειρό του θα γινόταν πραγματικότητα. Αφού χώρισαν λοιπόν με τη Σόνια (το διαζύγιο εκδόθηκε το 1929), ο Λάβκραφτ επέστρεψε στο Πρόβιντενς στις 17 Απριλίου 1926, όχι για να καταλαγιάσει βέβαια αλλά για να μετατραπεί σε έναν παραγωγικότατο συγγραφέα! Η ζωή του ήταν τώρα ακύμαντη και χωρίς περιπέτειες. Ο Λάβκραφτ ταξίδευε συχνά σε ιστορικούς τόπους της Ανατολικής Ακτής και την ίδια μάλιστα χρονιά που επέστρεψε στο Πρόβιντενς έγραψε το μεγάλο του αριστούργημα, «Το Κάλεσμα του Κθούλου»! Από κει κι έπειτα, το άστρο του ήταν έτοιμο να λάμψει με τα επίσης ανεπανάληπτα «Τα Βουνά της Τρέλας» (1931), «Η Σκιά πέρα από τον Χρόνο» (1935) και «Η Περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Γουόρντ», που αν και γραμμένη το 1927 εκδόθηκε μεταθανάτια. Ο Λάβκραφτ απολάμβανε πια φήμη τοπικού ανθρώπου των γραμμάτων και μεγάλου ονόματος της επιστημονικής φαντασίας, γαλουχώντας με τα γραπτά του όλους τους κατοπινούς ογκόλιθους του φανταστικού και του τρόμου. Ταυτοχρόνως όμως μιλούσε πύρινα κατά της διασταύρωσης των ανθρώπινων φυλών και της ανάγκης για φυλετική καθαρότητα, καθώς ο ρατσισμός του άγγιξε απίστευτα επίπεδα μίσους. Ως άνθρωπος ήταν ωστόσο ιδιαίτερη περίπτωση εκκεντρικότητας, καθώς παρά τον φλογερό αντισημιτισμό του είχε παντρευτεί άλλοτε μια εβραία! Τώρα δήλωνε πως απεχθανόταν τους ανθρώπους, μισούσε τους έρωτες, καταφρονούσε το χρήμα και δεν ήθελε δόξα και πλούτη. Βαθύτατα αδιάφορος και εχθρικός απέναντι σε καθετί δυτικό, ο Λάβκραφτ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του βουτηγμένος σε νέες τραγωδίες…
Τελευταία χρόνια
Αφού επιδόθηκε με τη γνώριμη μισάνθρωπη ρητορική του σε πολιτικά και οικονομικά ζητήματα και έγινε τελικά υποστηρικτής του Ρούσβελτ κατά τη Μεγάλη Ύφεση (και μετριοπαθής σοσιαλιστής!), συνέχισε να απορροφά γνώσεις από φιλοσοφία και λογοτεχνία μέχρι αρχιτεκτονική και ιστορία. Αν και η ζωή του έμελλε να γεμίσει και πάλι από κακουχίες και αναποδιές. Το 1932 πέθανε η πολυαγαπημένη του θεία και πήγε έτσι να ζήσει με τη δεύτερη θεία του, καθώς τα γραπτά του, που έγιναν τώρα ιδιαιτέρως περίπλοκα και μακροσκελή, δεν σημείωναν πωλήσεις. Για να συντηρείται αναγκάζεται να διορθώνει κείμενα άλλων και να γράφει με ψευδώνυμο ανάλαφρες ιστορίες. Η αυτοκτονία μάλιστα το 1936 του καλού του φίλου και στενότερου αλληλογράφου του Ρόμπερτ Χάουαρντ τον αφήνει βουτηγμένο στη θλίψη και το πένθος. Μέχρι τότε βέβαια ο καρκίνος που κατέτρωγε τα έντερά του είχε προχωρήσει τόσο που τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Ο Λάβκραφτ υποφέρει από εφιάλτες και μια σπάνια ευαισθησία στο κρύο και αγκομαχεί να βγάλει τον χειμώνα του 1936-1937, όταν ο ανείπωτος πόνος θα τον αναγκάσει τελικά να μπει στο νοσοκομείο τον Μάρτιο του 1937, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή πέντε μέρες αργότερα, στις 15 Μαρτίου. Κοντοζυγώνοντας ο θάνατος, ο Λάβκραφτ συνειδητοποίησε τη γυμνή αλήθεια, ότι το έργο του ήταν καταδικασμένο να ξεχαστεί. Κι αυτό γιατί παρά την πρόσκαιρη επιτυχία και τις πωλήσεις, δεν είχε εκδώσει ποτέ πραγματικό βιβλίο στη ζωή του (εκτός από το βεβιασμένο και ωμό «Η Σκιά πάνω από το Ίνσμουθ»)! Οι εξήντα ιστορίες του και τα τόσα δοκίμια και ποιήματά του ήταν διασκορπισμένα σε μια σειρά λογοτεχνικών και παραλογοτεχνικών περιοδικών και ο Λάβκραφτ πίστεψε πως θα τα κάλυπτε όλα η λήθη. Και ήταν μάλιστα δυο καλοί του φίλοι και θαυμαστές αυτοί που περιέσωσαν το έργο του και το κυκλοφόρησαν τελικά σε χαρτόδετα βιβλία. Για τις εκδοτικές ανάγκες μάλιστα του παραγωγικότατου έργου του συγγραφέα, οι δυο φίλοι έφτιαξαν έναν μικρό εκδοτικό (Arkham House) και από το 1939 άρχισαν να δημοσιεύουν τα κείμενα του Λάβκραφτ σε ξεχωριστούς τόμους. Τα βιβλία του Λάβκραφτ έγιναν έτσι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό και βρήκαν τον δρόμο τους στις άλλες γλώσσες, γεννώντας ταυτοχρόνως ένα εκδοτικό φαινόμενο που δεν λέει να καταλαγιάσει. Όπως και η Μυθολογία Κθούλου εξάλλου, που συνεχίζει να δεσπόζει στον χώρο του φανταστικού «κοσμικού τρόμου»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr