Το σπλάτερ είναι εκείνο ακριβώς το κινηματογραφικό είδος που όχι μόνο δεν κρύβει τη λατρεία που τρέφει για την ανθρώπινη αχρειότητα, αλλά την περιγράφει κιόλας με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια.
Τι θα βρεις σε κάθε σπλατεριά που σέβεται τον εαυτό της; Άφθονες και αδικαιολόγητα πολλές σκηνές βίας, αίμα να αναβλύζει ποτάμι και κάθε γνωστή στον άνθρωπο διαστροφή. Και ζόμπι φυσικά!
Μπορεί το σπλάτερ ως υποείδος του τρόμου να έζησε τις μεγάλες του στιγμές στη δεκαετία του 1980, είναι ωστόσο πολύ σκληρό για να πεθάνει. Οι περισσότεροι αγαπούν άλλωστε μια καλή σπλατεριά, το είδος της φτηνής διασκέδασης δηλαδή που παρέχει άλλοθι για κλεφτές ματιές στην αθλιότητα και την αισχρότητα.
Θρυλικά σπλάτερ θα βρει ο ταγμένος λάτρης του είδους κατά καραβιές. Γυρίζονται εξάλλου με τα ψέματα και πενταροδεκάρες και βγαίνουν λες σαν από γραμμή παραγωγής.
Μόνο που δεν είναι όλα ίδια, παρά το γεγονός ότι πλάθονται από παρόμοια υλικά. Εδώ θα μιλήσουμε για ταινίες που κάνουν τον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι» να μοιάζει με παιδικό. Ακόμα και το λατρεμένο franchise του «Saw» με δράμα δωματίου.
Θα παραμείνουμε βέβαια σε πιο mainstream επιλογές, αφήνοντας τα άνομα ανοσιουργήματα του είδους για τους πολύ φίλους του σπλάτερ και της τρασιάς. Αυτοί ξέρουν εξάλλου πού θα τα βρουν…
Παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του σινεμά πώς στο καλό προσέλαβαν τον Πίτερ Τζάκσον να σκηνοθετήσει τον «Άρχοντα» έχοντας να επιδείξει τέτοια πράγματα στο βιογραφικό του (και το «Bad Taste» του 1989, αλίμονο!). Ο «Εγκεφαλικά νεκρός» παραμένει ωστόσο ο ογκόλιθος της κατηγορίας, η απολαυστικότερη και πιο απενοχοποιημένη ταινία του ιδιαίτερου είδους.
Ένα διαμάντι του σπλάτερ που ακόμα και οι λέξεις στέκονται ανίσχυρες να περιγράψουν. Το μαεστρικά φτιαγμένο τερατούργημα είναι μια αποθέωση της κινηματογραφικής φαντασίας: δεν μπορείς να σκεφτείς πιθανό και απίθανο τρόπο να κατακρεουργήσεις ένα ζόμπι και να μην τον δεις στο φιλμ! Την ίδια ώρα, η ταινία είναι κυριολεκτικά βουτηγμένη στο αίμα: 300 ολόκληρα λίτρα κόκκινου ζουμιού χρειάστηκαν μόνο για την τελική σεκάνς!
Και ως εξαίσιο είδος b-movie, είναι και αχρείαστα αστείο. Λες και πήρε ο Τζάκσον την εμβληματική «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» και την έκανε ξεκαρδιστική κωμωδία. Ξέφρενα αστείο και μεγαλειωδώς αποκρουστικό, παραμένει ο καλύτερος τρόπος να έρθει σε επαφή με το σπλάτερ ο αμύητος. Ή εκείνος ο φίλος που δεν γελά ποτέ…
Μια αστυνομικίνα μάχεται δύσμορφα πλάσματα και διαφθορά σε μια ταινία που έχει το gore στον τίτλο της. Το φιλμ του Γιοσιχίρο Νισιμούρα με τα μεταλλαγμένα όντα έχει υπερβεί τα όρια της καλτιάς ως μια ευτυχής συνάντηση χιούμορ και γκροτέσκου. Ο δημιουργός της παράνοιας ήταν εξάλλου για σειρά ετών ειδικός στα οπτικά εφέ, έμοιαζε λοιπόν λογικό να υπογράψει και μια σκηνοθεσία.
Κι όταν το έκανε, χάρισε στους φαν του είδους μερικές από τις πιο γελοιωδώς αιματοβαμμένες σκηνές του κινηματογράφου. Εξωφρενικό σε κάθε του σκηνή, ο θεατής πρέπει να περιμένει αλυσοπρίονα, ακρωτηριασμένα τέρατα και μια αιματοχυσία βγαλμένη από την πιο διεστραμμένη φαντασία.
Στο Τόκιο του μέλλοντος εδράζεται το σπλάτερ του σήμερα, ένα ακραίο μείγμα σαδομαζοχισμού, απαράμιλλης βίας και εγκλήματος. Εκεί που ακόμα και το αισχρό έχει χάσει τη σημασία του…
Με ελληνικό τίτλο που ούτε να τον γράψεις καλά-καλά δεν μπορείς, το «Πρόσωπο του κακού» είναι το απόλυτο σπλάτερ που δεν μπορεί κανείς να αγνοεί όταν μιλά για το είδος. Η αξιομνημόνευτη τριλογία ενσαρκώνει ό,τι ήταν κάποτε ένα καλό σπλάτερ: μια παρέα νεαρών που βρίσκεται στις ερημιές και ζει τον ανείπωτο τρόμο. Τόσο απλά, τόσο απολαυστικά.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Σαμ Ράιμι έμελλε να είναι και μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του φτηνού τρόμου και του καλτ εν γένει, ένα από αυτά τα ιδανικά μείγματα υποβλητικής ατμόσφαιρας, εκρηκτικής σκηνοθεσίας, εφιαλτικού κλίματος, μαύρου χιούμορ, δαιμονικού τρόμου και αποστροφής. Και ποταμιών αίματος, αλίμονο!
Εδώ έχουμε μια από τις πιο μακάβριες στιγμές του μεταφυσικού τρόμου, καθώς ο Ράιμι φτάνει πολύ μακριά για να κάνει κόμπο τα στομάχια των μη μυημένων με σκηνές που σε στοιχειώνουν. Αν ψάχνεις σπλάτερ που άφησε εποχή με τις σκηνές του και την επιστράτευση τσεκουριών, φτυαριών, αλυσοπρίονων, ακόμα και μολυβιών, εδώ είσαι.
Το «Τρένο του μεσονυχτίου» είναι ένα σύγχρονο και στιλπνό διαμάντι του είδους, φέρνοντας στην επικράτεια του σπλάτερ ονόματα που δεν περίμενες να συναντήσεις, όπως Μπράντλεϊ Κούπερ και Βίνι Τζόουνς. Α, και την Μπρουκ Σιλντς φυσικά! Η αμερικανική ταινία του Ριουέι Κιταμούρα βασίζεται στο σενάριο του μεγάλου Κλάιβ Μπάρκερ, του ανθρώπου που μας έφερε το σπλάτερ με τη μορφή λέξεων δηλαδή.
Εδώ έχουμε ένα καθαρόαιμο σπλάτερ από τα χεράκια του βρετανού μετρ της γραφής. Μια ταινία με αίμα, αίμα και λίγο περισσότερο αίμα. Έναν serial killer που σκοτώνει τα θύματά του στο βαγόνι του τρένου βλέπουμε, μόνο που ο Κιταμούρα καταφέρνει να κάνει το πράγμα τόσο διασκεδαστικό που καταντάει ενοχικό για τον θεατή.
Και μιας και το σενάριο βασίζεται σε διήγημα, ο Κιταμούρα είναι υποχρεωμένος να γεμίσει τα σεναριακά κενά των 100 λεπτών με άφθονες σκηνές αίματος. Ένα υπερβίαιο λουτρό με κόκκινα ζουμιά δηλαδή και έναν εξόχως απειλητικό κακό να χαρίζει πειστική αγωνία. Θα προκαλέσει ανατριχίλες ακόμα και στον πιο σκληρόπετσο λάτρη του gore…
Ό,τι χάνει σε αφηγηματική δύναμη, αλληγορίες και συμβολισμούς το τρίτο μέρος της εμβληματικής σπλάτερ τριλογίας του Τζορτζ Ρομέρο («Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» του 1968 και «Το ξύπνημα των νεκρών» του 1978), το κερδίζει σε όρους αίματος και τρομακτικής αληθοφάνειας. Η «Μέρα» δεν είναι ούτε «Νύχτα» ούτε «Ξύπνημα», χαρίζει ωστόσο απλόχερα και απενεχοποιημένα αυτό που τόσο αποζητά το είδος: τόνους και τόνους κόκκινων σωματικών υγρών.
Ο άρχοντας των ζόμπι πλάθει το τρίτο και τελευταίο μέρος της απέθαντης τριλογίας του με τα ίδια υλικά του άκρατου πεσιμισμού και του καυστικού χιούμορ, μόνο που εδώ φαίνεται να ερωτεύεται και το ίδιο το αίμα. Ο Ρομέρο είναι Ρομέρο βέβαια και δεν κάνει ρηχές ταινίες ανέξοδης ανατριχίλας. Και η «Μέρα» του βρίθει κοινωνικών σχολίων, ακολουθώντας εδώ μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση στη ζόμπι μυθολογία, ισορροπώντας ανάμεσα στην καυστική κοινωνική κριτική, το αίμα, την αγωνία και τη δράση.
Είναι όμως και το άλλο: πως ο μετρ των ειδικών εφέ Τομ Σαβίνι θεωρούσε ό,τι έκανε στην ταινία ως τη μεγαλύτερη επαγγελματική στιγμή του. Τα ζόμπι που παραδίδει είναι ανατριχιαστικώς αψεγάδιαστα, οι πληγές τους σοκάρουν ακόμα με τη ρεαλιστικότητά τους. Στα «συν», ο Μπομπ, το πρώτο ζόμπι με προσωπικότητα στην ιστορία του σινεμά!
Το ντελιριακό ντουέτο Κουέντιν Ταραντίνο και Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ ξαναχτύπησε το 2007 με το δεύτερο μέρος του ταραντινικού «Death Proof», μια ταινία φόρο-τιμής στο απύθμενο gore και sexploitation σινεμά των ’60s και ’70s που παιζόταν στις μεταμεσονύχτιες προβολές των αμερικανικών αιθουσών. Εδώ έχουμε ξανά ένα τσούρμο ζόμπι, νέου τύπου ζόμπι πλέον, που σπέρνουν τον πανικό, πυροδοτώντας φρενιασμένες σκηνές οπτικής φρικαλεότητας που φλερτάρουν επικινδύνως πολύ με την καθαρή αηδία.
Πλάκα κάνουν οι Ταραντίνο και Ροντρίγκεζ, μια πλάκα που την παίρνουν ωστόσο πολύ στα σοβαρά. Όταν δεν γεμίζουν την ταινία με σινεφίλ αναφορές σε εμβληματικές ταινίες τρόμου, μπολιάζουν το φιλμ με ανόθευτο αισθησιασμό, καταιγιστικό μοντάζ, ακατάσχετη φλυαρία και σκηνές καταδίωξης βγαλμένες από κινηματογραφικό ποίημα.
Εκρήξεις, βία, αίμα και καυτές γυναίκες απαρτίζουν το pulp διαμαντάκι του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά που επιστρέφει στις πηγές του τρας για να πιει το δημιουργικό νεράκι του. Επιστημονική φαντασία και b-movie αισθητική δένονται εδώ με οπτικά ευρήματα και ό,τι αγαπά περισσότερο το καλλιτεχνικό δίδυμο: την αποστροφή και το φτηνό σοκ…