Ο θυμόσοφος λαός λέει ότι «όλα τα παραμύθια περιέχουν και ένα δράκο» και ότι «όσο μεγάλη είναι η άνοδος, τόσο εκκωφαντική θα είναι και η πτώση». Και οι δύο φράσεις ταιριάζουν ταμάμ στον ιδρυτή και (πρώην πλέον) CEO της startup, WeWork, Άνταμ Νόιμαν.
Και η ιστορία του τα είχε όλα: Ιλιγγιώδη κέρδη, μία εταιρεία που θεωρήθηκε «μονόκερος» της Silicon Valley (σσ. έτσι χαρακτηρίζονται οι ιδιωτικών κεφαλαίων startups οι οποίες αγγίζουν ή ξεπερνούν σε αξία το 1 δισεκατομμύριο), ναρκωτικά (πολλά ναρκωτικά), αδυσώπητη ματαιοδοξία, παρενοχλήσεις και bullying.
Η εταιρεία του Νόιμαν μέσα σε μικρό σχετικά διάστημα συγκέντρωνε κεφάλαια με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Όπως ήταν φυσικό και ο ίδιος αλλά και η κοσμοπολίτισσα σύζυγός του Ρεμπέκα Πάλτροου τράβηξαν γρήγορα τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους.
Στις 14 Αυγούστου 2019, η WeWork κατέθεσε έγγραφα για τη σύσταση αρχικής προσφοράς μετοχών, με την οποία η εταιρεία θα έμπαινε στο χρηματιστήριο. Έξι εβδομάδες αργότερα, ο μέχρι πρότινος παντοδύναμος διευθύνων σύμβουλός της Νόιμαν ψήφισε την απομάκρυνσή του από την ηγεσία της εταιρείας. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, τόσο ξαφνικά.
Η ιστορία του πώς η WeWork μετατράπηκε σε μια κακή φάρσα έφτασε μέχρι το Apple TV+ καθώς έγινε σειρά. Το WeCrashed, βασίστηκε στην ομώνυμη σειρά podcast και με πρωταγωνιστές τον Τζάρεντ Λέτο ως Νόιμαν και την Αν Χάθαγουέι ως τη σύζυγό του Ρεμπέκα.
Ο άνθρωπος που έγινε πάμπλουτος… χάνοντας αμέτρητα εκατομμύρια
Όλα ξεκινούν με τον Νόιμαν. Γεννήθηκε στο Τελ Αβίβ στο Ισραήλ το 1979. Αφού δημιούργησε και στη συνέχεια πούλησε μια εταιρεία συνεργατικών χώρων με την ονομασία Green Desk με τον Μιγκέλ Μακελβέι, οι δυο τους συνεργάστηκαν ξανά για να ξεκινήσουν τη WeWork το 2010.
Η ιδέα ήταν ότι οι πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες που έφυγαν μετά το οικονομικό κραχ του 2008 θα ήθελαν ένα μέρος για να αράξουν και να συζητήσουν με άλλους ελεύθερους επαγγελματίες που δεν θα ήταν η κουζίνα τους. Οι επιχειρηματίες και οι μικρές επιχειρήσεις θα χρειάζονταν επίσης ένα μέρος όπου θα ήταν τα γραφεία τους.
Μπορούσατε να νοικιάσετε ένα γραφείο ή έναν χώρο γραφείου για όσο διάστημα το χρειαζόσασταν, πράγμα που ήταν βολικό. Αλλά ακόμα πιο σημαντική ήταν η αίσθηση ότι είσαι μέρος μιας κυψέλης νεοφυών επιχειρήσεων.
«Είναι αυτή η κοινότητα, το να περιβάλλεσαι από μια ομάδα ομοϊδεατών, το να είσαι μέρος κάτι μεγαλύτερου από τον εαυτό σου – εμπνέει τους ανθρώπους να δουλεύουν πιο σκληρά, να περνούν περισσότερο χρόνο στη δουλειά τους και απλά να διασκεδάζουν», εξήγησε ο Νόιμαν. Δεν επρόκειτο για χώρους γραφείων – ο Νόιμαν είπε στους επενδυτές ότι αγοράζουν ένα «φυσικό κοινωνικό δίκτυο».
Ο πρώτος χώρος της WeWork άνοιξε στη Νέα Υόρκη το 2010 και η εταιρεία από το μηδέν είχε μια αξιολόγηση δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε τέσσερα χρόνια. Μέχρι το 2019, ένας ιδιωτικός γύρος άντλησης κεφαλαίων θα την αποτιμούσε στα 47 δισεκατομμύρια δολάρια. Η τράπεζα Morgan Stanley φέρεται να πρότεινε την αξία της στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι πρώτες επενδύσεις, οι μπύρες και τα γραφεία γεμάτα με ποντίκια
Η ταχύτητα ανάπτυξης της WeWork σήμαινε ότι οι πρώτες ημέρες της ήταν ελαφρώς χαοτικές. Ένα γραφείο στο SoHo, για παράδειγμα, άνοιξε χωρίς λειτουργική τουαλέτα. Αντ’ αυτού, η WeWork αγόρασε όλα τα αρτοσκευάσματα ενός τοπικού ντελικατέσεν και σε αντάλλαγμα το ντελικατέσεν επέτρεπε σε όποιον είχε κάρτα-κλειδί της WeWork να χρησιμοποιεί την τουαλέτα του.
Η πρώτη επένδυση στην εταιρεία ήταν ύψους 1 εκατ. δολαρίων από την πλούσια σύζυγό του Ρεμπέκα Πάλτροου. Έχοντας πολλές επαφές στην υψηλή κοινωνία σύστησε τον σύζυγό της σε αρκετούς υποψήφιους επενδυτές και ο ίδιος έχοντας το χάρισμα να παρουσιάζει ένα ελκυστικό αφήγημα και να γοητεύει πολύ σύντομα συγκέντρωσε χρηματοδότηση 7 εκατ. δολαρίων. Αρχικά υποστήριζε ότι η εταιρεία είχε αντλήσει έμπνευση από την Καμπάλα.
Με τους επενδυτές να ενθαρρύνουν την ταχεία ανάπτυξη άρχισε να νοικιάζει ο ίδιος εκατοντάδες χώρους ανά τον κόσμο και στηριζόταν για να τους γεμίσει σε «προνόμια» όπως δωρεάν μπίρα και ένα Summer Camp. Την ίδια ώρα οι υπάλληλοί του αναγκάζονταν να εργάζονται πολλές ώρες με χαμηλές αμοιβές. Για αυτούς ήταν υποχρεωτική η παρουσία σε ένα after hours πάρτι με την κωδική ονομασία «Thank God It’s Monday».
Ο Καρλ Πιερ, ο οποίος ήταν 25 ετών όταν εντάχθηκε στο WeWork στη Νέα Υόρκη, δήλωσε στο podcast Foundering του Bloomberg ότι αρκετά μεγάλο μέρος της ημέρας του ήταν επικεντρωμένο στη μπύρα. Χτυπούσε βαρέλια και έπαιρνε άδειες για να σερβίρει μπύρα, και έπρεπε να βγάλει φωτογραφίες το κατάστημα υποδημάτων κάτω από το γραφείο τους, όταν ένα σπασμένο βαρέλι στο γραφείο του WeWork έριξε 100 ποτήρια μπύρας σε όλο το απόθεμα του καταστήματος.
Η Ρεμπέκα Νόιμαν, η επικεφαλής υπεύθυνη μάρκας και αντίκτυπου στη WeWork, φέρεται να πιέζε για την προσθήκη περισσότερου spirituality στην κουλτούρα του γραφείου ενώ είχε απαιτήσει να απολύονται οι εργαζόμενοι αφού τους συναντούσε για λίγα λεπτά λόγω του vibe τους.
Τα πράγματα άρχισαν σταδιακά να πηγαίνουν κατά διαόλου. Οι νεαροί υπάλληλοι έπαιρναν πάνω τους το βάρος των θυμωμένων πελατών που ήταν δυσαρεστημένοι. Οι τούρτες γενεθλίων συνήθιζαν να μένουν πάνω στα γραφεία για μέρες, γεγονός που οδήγησε σε μολύνσεις από ποντίκια. Ένας υπάλληλος είπε στο Foundering ότι του ανατέθηκε να αδειάζει τις παγίδες κόλλας από τα ζωντανά ποντίκια, με αποτέλεσμα να πρέπει να πετάξει δεκάδες «κολλώδη μαξιλαράκια με ποντίκια που ούρλιαζαν».
Σεξουαλική παρενόχληση, τυφλή υπακοή και (πολλά) ναρκωτικά
Το 2018, μια πρώην υπάλληλος μήνυσε τη WeWork για περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και κατήγγειλε ότι ο Νόιμαν την τροφοδοτούσε με σφηνάκια τεκίλας κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην εταιρεία. Μετά από αυτό, η πολιτική απεριόριστης κατανάλωσης μπύρας του γραφείου της Νέας Υόρκης μειώθηκε σε τέσσερις μπύρες την ημέρα.
Η συμπεριφορά του Νόιμαν, που κάποτε αποτελούσε γκουρού για τους επενδυτές και το προσωπικό, είχε μετατραπεί σε πρόβλημα. Σύμφωνα με το βιβλίο The Cult of We, φέρεται να κάπνιζε τόσο πολύ μαριχουάνα σε ένα ιδιωτικό αεροσκάφος που το πλήρωμα έπρεπε να φοράει μάσκες οξυγόνου και επέμενε να έχει πάντα στο αεροσκάφος την πολυτελή τεκίλα Don Julio 1942 – ακόμη και κατά τη διάρκεια των πρωινών πτήσεων.
Στο βιβλίο αναφέρεται επίσης ότι ο Νόιμαν ήθελε να γίνει «πρόεδρος του κόσμου», ότι σχεδίαζε να «λύσει το πρόβλημα του θανάτου» και ότι προσπάθησε να πει στον Έλον Μασκ ότι η μετάβαση στον Άρη ήταν εξαιρετικά εύκολη.
Η αρχή του τέλους
Η WeWork ξεκίνησε το 2010, με τη μίσθωση γραφείων σε τιμές χονδρικής και με την ανακαίνιση και τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων εργασίας για επιχειρήσεις και ιδιώτες χωρίς οι τελευταίοι να έχουν τη δέσμευση μίας εμπορικής μίσθωσης.
Διανύοντας μια δεκαετή πορεία στον κλάδο του σύγχρονου real estate και «καίγοντας» ολοένα και περισσότερα «καύσιμα» από τον ιαπωνικό γίγαντα Softbank που θέλησε να δημιουργήσει ένα ισχυρό μονοπώλιο μέσω αυτής, η «We» δημιούργησε και άλλα παρακλάδια όπως είναι η WeLive (επιπλωμένα διαμερίσματα) η WeWork Wellness (χώροι γυμναστικής) και η WeGrow (ιδωτικού τύπου σχολείο).
Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα για την ίδια ήταν η περαιτέρω ισχυροποίησή της μέσω της εισόδου της στη Wall Street και της δημόσιας προσφοράς μετοχών (IPO) αντλώντας υψηλότερα κεφάλαια την ίδια στιγμή που η αποτίμησή της άγγιζε τα 47 δισ. δολάρια. Καταθέτοντας τα έγγραφα της IPO στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η WeWork βρέθηκε εκτεθειμένη στο βωμό σημαντικών ευρημάτων γύρω από «τι πραγματικά είναι;». Τα έγγραφα αποκάλυψαν ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων, μια τεράστια συλλογή μισθώσεων και ένα επιθετικό πλάνο δαπανών.
Οι αμφιβολίες, αλλά και τα σκάνδαλα που είχαν συσσωρευτεί γύρω από το πρόσωπο του Νόιμαν και του τοξικού τρόπου διοίκησης που ακολουθούσε (αναφορές κάνουν λόγο ότι είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ματαιοδοξίας που ήθελε οι εργαζόμενοί να τον ακολουθούν τυφλά, σαν ένα είδος σέχτας), οδήγησαν στην αναβολή της IPO, με το οικονομικό μέλλον (η αποτίμηση της έφτασε μέχρι και τα 10 δισ. δολάρια) της εταιρείας να προμηνύεται ιδιαίτερα επώδυνο. Καθώς η ίδια πάλευε να εξασφαλίσει ρευστότητα και να διασφαλίσει τη λειτουργία της, ανακοίνωσε ότι προχωρά σε μαζικές απολύσεις τουλάχιστον 2.400 υπαλλήλων της.
Το bailout ύψους 10 δισ. δολαρίων εξασφάλισε τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του ομίλου We, με την Softbank να ζητά την απομάκρυνση τόσο του Νόιμαν από τη θέση του CEO όσο και της συζύγου του. Το τίμημα υψηλό για την αφού κατέβαλε στον Νόιμαν 1 δισ. δολάρια για το σύνολο των μετοχών που κατείχε στη WeWork, 185 εκατ. δολάρια ως αμοιβή συμβούλου, καθώς και πίστωση που αγγίζει τα 500 εκατ. δολάρια για την αποπληρωμή δανείων που έχει λάβει από την JPMorgan.
Αυτή τη στιγμή η εταιρεία προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της στον μετά-covid κόσμο με τον Νόιμαν και τη γυναίκα του να μην έχουν καμία σχέση με την επιχείρηση.