Το Περιφερειακό Δικαστήριο της αυστριακής πόλης Σάλτσμπουργκ καταδίκασε σε φυλάκιση δεκαοκτώ μηνών, με την κατηγορία της ναζιστικής δραστηριοποίησης, έναν 39χρονο κάτοικο του προαστίου Τενεγκάου, ο οποίος είχε διακινήσει μέσω υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων 126 φωτογραφίες και βίντεο με ναζιστικό περιεχόμενο.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο 39χρονος είχε διαβιβάσει μέσω WhatsApp 126 σχετικές φωτογραφίες και βίντεο σε επτά άτομα και σε μια ομάδα WhatsApp, και ο ίδιος παραδέχθηκε στο δικαστήριο στην αρχή της ακρόασης ότι είχε διαβιβάσει τα σχετικά μηνύματα WhatsApp εντός τρεισήμισι ετών έως το 2019.
Ωστόσο, ο ίδιος δεν είναι «νεοναζί» και ως εκ τούτου δεν είναι ένοχος, ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος απέναντι στους ενόρκους, διατεινόμενος ότι δεν «του πέρασε τίποτε από το μυαλό και ότι επρόκειτο για μία βλακεία».
Στο υλικό που ο ίδιος διακινούσε, υπήρχε, μεταξύ άλλων, φωτογραφία με ανθρώπινα πτώματα που βρίσκονται στο έδαφος, δίπλα σε έναν στρατιώτη της ναζιστικής «Βέρμαχτ», με όπλο στραμμένο στους νεκρούς και συνοδευτικό κείμενο : «Η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε».
Η καταδικαστική απόφαση για ναζιστική δραστηριοποίηση υπήρξε σε παραβίαση του «Νόμου Απαγόρευσης», ο οποίος είχε ψηφιστεί αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου του 1945, από την πρώτη αυστριακή κυβέρνηση, και με τον οποίο απαγορευόταν το ναζιστικό κόμμα και ρυθμιζόταν νομικά η αποναζιστικοποίηση της Αυστρίας.
Ο νόμος, που είναι ενσωματωμένος στο Σύνταγμα της Αυστρίας και είχε τροποποιηθεί το 1947 και τελευταία το 1992, προβλέπει, όπως μεταδίδει η ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, την επιβολή αυστηρών ποινών για οποιαδήποτε δράση σχετιζόμενη με τον εθνικοσοσιαλισμό (σ.σ. από … «απλή» συνθηματολογία, σύμβολα και εμβλήματα) και εφαρμόζεται αμείλικτα σχεδόν πάντα από τα αυστριακά δικαστήρια σε τέτοιες περιπτώσεις.
Με βάση αυτό το νόμο είχαν διαλυθεί επίσημα και είχαν απαγορευτεί μετά τον πόλεμο όλες οι ναζιστικές ή «συγγενείς»οργανώσεις και είχαν κατασχεθεί υπέρ του αυστριακού κράτους οι περιουσίες τους, ενώ απαγορεύεται μια επανίδρυση ή επαναδραστηριοποίηση για εθνικοσοσιαλιστικούς σκοπούς.