Υπάρχουν πολλές καμήλες στη Βίβλο. Εκτός τόπου κι εκτός χρόνου. Κι ενώ το πιο πιθανό είναι να μην είχαν καμία θέση στη ζωή των πατριαρχών Αβραάμ, Ιακώβ και Ιωσήφ, οι οποίοι έζησαν κατά το πρώτο μισό της δεύτερη χιλιετίας π.Χ., οι ιστορίες που αναφέρονται σε αυτούς κάνουν λόγο και για τέτοια οικόσιτα ζώα, περισσότερες από 20 φορές.
Αυτοί οι αναχρονισμοί αποτελούν αποδείξεις ότι η Βίβλος είτε γράφτηκε, ή επεξεργάστηκε πολύ καιρό μετά από τα γεγονότα που αφηγείται, και δεν είναι πάντα αξιόπιστες, ως επαληθεύσιμες ιστορίες, γράφει ο John Noble Wilford στους New York Times.
«Αυτές οι ιστορίες με τις καμήλες δεν συμπυκνώνουν μνήμες από τη δεύτερη χιλιετία» του είπε ο Dr. Noam Mizrahi, ένας ισραηλινός μελετητής της Βίβλου, «αλλά πρέπει να ιδωθούν ως προβολές από μια πολύ μεταγενέστερη εποχή».
Για δύο αρχαιολόγους από το πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, αυτοί οι αναχρονισμοί αποτέλεσαν την αφορμή/το κίνητρο για να αρχίσουν τις ανασκαφές μήπως και βρουν οστά καμήλας σε ένα χώρο στην Κοιλάδα Αραβά στο Ισραήλ και στην περιοχή Wadi Finan της Ιορδανίας, όπου στα αρχαία χρόνια έτηκαν χαλκό.
Αναζήτησαν αποδείξεις για το πότε ήρθαν οι εξημερωμένες καμήλες για πρώτη φορά στη γη του Ισραήλ και στις γύρω περιοχές.
Οι αρχαιολόγοι Erez Ben-Yosef και Lidar Sapir-Hen χρησιμοποίησαν ραδιοχρονολόγηση προκειμένου να εντοπίσουν τις πρώτες γνωστές οικόσιτες καμήλες στο Ισραήλ κατά το τελευταίο τρίτο του 10ου αιώνα π.Χ. –αιώνες μετά αφότου έζησαν εκεί οι πατριάρχες και δεκαετίες μετά το βασίλειο του Δαβίδ, σύμφωνα με τη Βίβλο.
Μερικά οστά που βρέθηκαν σε βαθύτερα ιζήματα, σύμφωνα με τους ίδιους, κατά πάσα πιθανότητα ανήκαν σε άγριες καμήλες, τις οποίες οι άνθρωποι κυνηγούσαν για το κρέας τους.
Ο Dr. Sapir-Hen μπορούσε να προσδιορίσει αν ένα ζώο ήταν εξημερωμένο ή όχι, από τα σημάδια στα οστά των ποδιών του που έδειχναν αν κουβαλούσε βαριά φορτία.
Τα ευρήματα των επιστημόνων δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Tel Aviv, ενώ έβγαλε και σχετικό δελτίο Τύπου και το πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ.
Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι οι εξημερωμένες καμήλες προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από την αραβική χερσόνησο, η οποία συνορεύει με την κοιλάδα του Αραβά.
Οι Αιγύπτιοι εκμεταλλεύονταν τα κοιτάσματα χαλκού στην περιοχή και πιθανότητα «έβαλαν ένα χεράκι» στην εισαγωγή των καμήλων. Νωρίτερα, οι άνθρωποι της περιοχής βασίζονταν στα μουλάρια και τα γαϊδούρια για τις βαριές εργασίες.
«Η εισαγωγή της καμήλας στην περιοχή μας αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό στοιχείο ανάπτυξης» είπε σε τηλεφωνική συνέντευξη που παρέθεσε στο δημοσιογράφο των New York Times ο Dr. Ben-Yosef.
«Οι καμήλες έκαναν για πρώτη φορά εφικτό το εμπόριο σε μεγάλες αποστάσεις, σε όλη τη διαδρομή προς την Ινδία, καθώς επίσης και το εμπόριο αρωμάτων στην Αραβία. Είναι σχεδόν απίθανο τα μουλάρια και τα γαϊδούρια να μπορούσαν να έχουν διασχίσει αυτές τις αποστάσεις από μια όαση της ερήμου στην άλλη».
Ο Dr. Mizrahi, καθηγητής εβραϊκού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, ο οποίος δε συμμετείχε στην έρευνα, ανέφερε ότι από τον 7ο αιώνα π.Χ. οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πολύ τις καμήλες για το εμπόριο και τα ταξίδια στο Ισραήλ και σε όλη τη Μέση Ανατολή, από την Αφρική μέχρι την Ινδία.
«Θα πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός και να μη βιάζεται να καταλήξει σε συμπεράσματα, ότι αυτά τα νέα αρχαιολογικά ευρήματα αυτόματα αφαιρούν οποιαδήποτε ιστορική αξία από τις ιστορίες της Βίβλου» είπε ο καθηγητής. «Αλλά, ότι αυτές οι παραδόσεις όντως αναδιατυπώθηκαν αργότερα, αφότου οι καμήλες είχαν εισαχθεί στο οικονομικό σύστημα της Εγγύς Ανατολής».