Τα χρήματα φέρνουν την ευτυχία, αλλά μέχρι ένα όριο εισοδήματος. Όταν κανείς βγάζει πάνω από 36.000 δολάρια (περίπου 27.000 ευρώ) το χρόνο, τότε η ικανοποίησή του όχι μόνο δεν αυξάνεται, αλλά μπορεί και να μειώνεται, σύμφωνα με μια νέα αμερικανο-βρετανική επιστημονική έρευνα, με την οποία ασφαλώς δεν θα συμφωνήσουν όλοι.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα εισοδηματικό «πλαφόν» μέχρι το οποίο όσο περισσότερα χρήματα έχει κανείς, τόσο πιο ευτυχισμένος είναι, αλλά πάνω από αυτό το όριο, τα παραπάνω χρήματα στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν του προσθέτουν παραπάνω ευτυχία, αλλά μπορεί να τον κάνουν και πιο δυστυχισμένο.
Οι ιταλικής καταγωγής ερευνητές Εουτζένιο Πρότο του βρετανικού πανεπιστημίου του Γουόργουικ και Άλντο Ρουστιτσίνι του αμερικανικού πανεπιστημίου της Μινεσότα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «PLoS ONE», μελέτησαν στατιστικά στοιχεία από διάφορες χώρες, συσχετίζοντας το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (ΑΕΠ ανά κεφαλή) με το επίπεδο ικανοποίησης από τη ζωή, που καταγράφεται στις σχετικές έρευνες της κοινής γνώμης.
Το βασικό συμπέρασμα, που επιβεβαιώνει προηγούμενες αντίστοιχες μελέτες, είναι ότι όταν μια χώρα είναι ακόμα φτωχή, η ικανοποίηση – ευτυχία των πολιτών της αυξάνεται αναλογικά με την άνοδο των εισοδημάτων, καθώς αυτή τους επιτρέπει να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες και υποχρεώσεις τους.
Όταν όμως μια χώρα περνάει ένα όριο ανάπτυξης, εισερχόμενη στην ομάδα των πλούσιων κρατών, τότε αρχίζει να αποσυνδέεται το αίσθημα της ευτυχίας των πολιτών από το επίπεδο του εισοδήματός τους. Μάλιστα, η ευτυχία μπορεί και να μειώνεται, παρόλο που οι αριθμοί φαίνεται να ευημερούν. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι άνθρωποι αποκτούν πλέον αυξημένες προσδοκίες, πέρα από τις βασικές ανάγκες τους, όμως απογοητεύονται όταν -και αυτό συμβαίνει συχνά λόγω π.χ. της οικονομικής ανισότητας- δεν μπορούν στην πράξη να τις ικανοποιήσουν.
Το όλο ζήτημα αποτελεί σιγά-σιγά θέμα αιχμής για τους οικονομολόγους διεθνώς, ενώ σταδιακά και οι πολιτικοί αντιλαμβάνονται τη σημασία του εν λόγω «παράδοξου» (που έχει ονομαστεί «παράδοξο του Ίστερλιν» από το όνομα του οικονομολόγου, ο οποίος πρώτος το παρατήρησε).
Ακόμα και διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ έχουν αρχίσει να παραδέχονται ότι πλέον η ευημερία πρέπει να μην μετριέται μόνο με «στενούς» ποσοτικούς δείκτες ανάπτυξης όπως το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), αλλά με ευρύτερους και πιο ποιοτικούς δείκτες (ψυχολογικούς, περιβαλλοντικούς κ.α.).
Η νέα μελέτη εντόπισε το όριο του «παράδοξου» στα 30.000 έως 36.000 δολάρια (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης), επίπεδο πέρα από το οποίο όχι απλώς η ευτυχία μένει στάσιμη, αλλά μπορεί να εμφανίζει και μικρή υποχώρηση. Ήδη, όταν μία χώρα φθάνει ένα ΑΕΠ ανά κεφαλή της τάξης των 20.400 δολαρίων, η αύξηση της ευτυχίας από το παραπάνω εισόδημα αρχίζει να γίνεται όλο και λιγότερο αισθητή (αυξάνεται αλλά με φθίνοντα ρυθμό). Η ευτυχία αποκορυφώνεται περίπου στα 30.000 δολάρια (23.000 ευρώ) ετησίως, μετά μένει στάσιμη και από τα 36.000 δολάρια αρχίζει να μειώνεται με το παραπάνω εισόδημα.
Όπως είπαν οι ερευνητές, «καθώς οι χώρες γίνονται πλουσιότερες, τα υψηλότερα επίπεδα ΑΕΠ οδηγούν σε υψηλότερες προσδοκίες. Οι άνθρωποι θέλουν να μην υστερούν σε σχέση με τους γύρω τους και καθώς βλέπουν πλούτο και ευκαιρίες ολόγυρά τους, φιλοδοξούν να έχουν κι αυτοί περισσότερα. Όμως αυτό το χάσμα των προσδοκιών -η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και στο επιθυμητό εισόδημα – είναι που υποσκάπτει το επίπεδο ικανοποίησης. Με άλλα λόγια, στις πλουσιότερες χώρες οι προσδοκίες και φιλοδοξίες μας γίνονται ένας κινούμενος στόχος, που απομακρύνεται συνεχώς από εμάς, με συνέπεια την μείωση της ευτυχίας που παρατηρούμε».