Η Ιταλία ζούσε για πολλά χρόνια με το «φάντασμα» της μεγάλης διαφοράς μεταξύ Βορρά και Νότου, των πλουσίων και των φτωχών δηλαδή, το οποίο είχε κάνει την εμφάνισή του τη δεκαετία του ’60 και από τότε «τρώει» το εσωτερικό της χώρας, έστω κι αν για κάποια χρόνια πριν την κρίση αυτά τα αισθήματα είχαν αρχίσει να απαλείφονται σε έναν βαθμό.
Σε αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξε και η τέχνη, με τον νεορεαλιστικό κινηματογράφο -και την αντίστοιχη λογοτεχνία- να βρίσκουν ως πρόσφορο έδαφος την αφήγηση του δράματος της εσωτερικής μετανάστευσης από τα νότια στα βόρεια, οι οποίο ακόμη και ως σήμερα βιώνουν κοινωνικές διακρίσεις, ως cafoni (αγροίκοι) και terroni (χωριάτες).
Μία ανάλογη τάση καταδεικνύει και για τη σύγχρονη εποχή η έρευνα της κρατικής υπηρεσίας Svimez, από την οποία προκύπτει πως περισσότεροι άνθρωποι από τον Νότο πηγαίνουν για σπουδές και αναζήτηση εργασίας στον Βορρά, από όσοι μετακομίζουν στις νότιες περιοχές. «Είναι μία πραγματική κατάσταση συναγερμού για τον Νότο που κατά τα τελευταία χρόνια διευρύνεται σταδιακά ακόμη και στην υπόλοιπη χώρα», συμπεραίνεται σχετικά, όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι μετανάστες από τις νότιες περιφέρειες της Ιταλίας ανέρχονται σε 2 εκατ. για την περίοδο 2002-17, από αυτούς μόνο 132.187 το 2017. Από αυτούς πάλι, το 66.557 (50,4%) είναι νέοι, το 33% των οποίων με πανεπιστημιακά διπλώματα). Η ισορροπία εσωτερικής μετανάστευσης είναι αρνητική, λαμβανομένων ακόμη υπ’ όψην και των νέων αφίξεων, είναι αρνητική κατά 852.000 μονάδες. Μόνο το 2017, λόγω των 132.000 αναχωρήσεων, η ισορροπία είναι αρνητική κατά 70.000 μονάδες.
Φαίνεται η ελάττωση των δημοσίων επενδύσεων στον Νότο
Η… αιμορραγία αυτή έχει ως συνέπεια την απώλεια μεγάλης μερίδας πληθυσμού, κυρίως νέων με γερή κατάρτιση, που μόλις καλύπτεται από την είσοδο μεταναστών, που όμως στην πλειονότητά τους δεν έχουν εξειδίκευση και είναι χαμηλής εκπαιδευτικής στάθμης. Η δυναμική αυτή προδιαγράφει για τον ιταλικό Νότο μία ανησυχητική δημογραφική προοπτική, με αραίωση του πληθυσμού, που κυρίως πλήττει τα μικρά αστικά κέντρα με πληθυσμό κάτω των 5.000 κατοίκων.
Εάν η Ιταλία στο σύνολό της δυσκολεύεται να επιτύχει οικονομική ανάπτυξη, ο Νότος είναι σε ακόμη πιο μεγάλη δυσχέρεια. Κατά τρόπον ώστε η ψαλίδα με την υπόλοιπη χώρα να αυξάνει ανησυχητικά, καθιστώντας τις συνθήκες για ανάκαμψη σχεδόν μηδενική. Σύμφωνα με την έκθεση της ίδιας υπηρεσίας, η ανάπτυξη στη γειτονική χώρα θα αποτελματωθεί, με αύξηση μόλις 0,1% του ΑΕΠ. Στις πλουσιότερες κεντρικές και βόρειες περιοχές, η αύξηση του ΑΕΠ μεταφράζεται σε ένα +0,3%, ενώ στον Νότο η τάση είναι αντίστροφη και προβλέπεται μία μείωση -0,3% στο ΑΕΠ. Πάντως, η Svimez προβλέπει πως οι νότιες περιοχές για το 2020 θα πρέπει να αναμένουν άνοδο του ΑΕΠ, αλλά μόλις σε ποσοστό 0,4%.
Μία άλλη σημαντική ψαλίδα του Νότου με τον Βορρά και το Κέντρο αφορά τις θέσεις εργασίας, κατά 2.918.000 εργαζομένους. Τα τελευταία εξάμηνα στον Νότο έχουν μειωθεί οι θέσεις εργασίας κατά 107.000 μονάδες (-1,7%), ενώ στις αντίστοιχες βορειότερες περιοχές έχουν αυξηθεί κατά 48.000 μονάδες (+0,3%).
Άλλη μία σημαντική διαφορά αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών. Η ελάττωση των δημοσίων επενδύσεων στον Νότο αντανακλά και στην ποιότητα των υπηρεσιών που χαίρουν οι πολίτες. Ήδη στην υγεία, η προσφορά κλινών στα νοσοκομεία είναι 28,2 κλίνες/10.000 κατοίκους, έναντι 33,7 στον Βορρά/Κέντρο.
Όσον αφορά τις υπηρεσίες προς τους ηλικιωμένους, η τάση γίνεται ακόμη πιο ορατή, καθώς στον Βορρά για κάθε 10.000 πολίτες άνω των 65 ετών είναι 88 εκείνοι που χαίρουν βοήθειας κατ’ οίκον, έναντι 42 στο Κέντρο, ενώ είναι μόλις 18 στον Νότο. Ακόμη πιο δραματικά είναι τα στοιχεία που αφορούν τις σχολικές μονάδες. Έναντι ενός μέσου όρου 50% όσον αφορά την καταλληλότητα των σχολικών κτηρίων στον Βορρά, το αντίστοιχο ποσοστό στον Νότο είναι μόλις 28,4%. Επιπλέον, ενώ η παροχή ολοήμερων υπηρεσιών στα σχολεία του Βορρά/Κέντρου ανέρχεται στο 48,1%, στον Νότο πέφτει στο ισχνό ποσοστό του 15,9%.