Με πολύ παραστατικό τρόπο περιγράφει ο τουρκοκύπριος δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας Africa, Σενέρ Λεβέντ, τα έκτροπα, που βίωσε, αλλά και την απειλή κατά της ζωής του, από τους βανδαλισμούς εθνικιστών στα γραφεία της εφημερίδας.
Στο άρθρο του, που δημοσιεύεται στην Africa, αλλά και στην ελληνοκυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» όπου έχει μόνιμη στήλη, ο Λεβέντ γράφει ότι ετοίμασε το πιστόλι, το οποίο διαθέτει κατόπιν άδειας, για να μπορέσει να αμυνθεί, σε περίπτωση που απειληθεί η ζωή του.
«Έχω ένα πιστόλι. Με άδεια. Το όπλισα. Περιμένω», τονίζει στο άρθρο.
Ο κύπριος ευρωβουλευτής Κώστας Μαυρίδης, σε δήλωσή του από τις Βρυξέλλες, αναφέρει ότι «ο κίνδυνος για τη φυσική εξόντωση του συμπατριώτη μας, κ. Σενέρ Λεβέντ, εκδότη της εφημερίδας Africa στο κατεχόμενο βόρειο μέρος της Κύπρου, δεν έχει εξαλείψει».
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο ευρωβουλευτής τονίζει στην δήλωση του ότι το θέμα «πρέπει να τεθεί ως κατεπείγον θέμα ενώπιων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ξένους ευρωβουλευτές, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές ομάδες».
Το μήνυμα, αναφέρει ο κ. Μαυρίδης «προς το καθεστώς Ερντογάν, θα προέρχεται από εξέχουσες προσωπικότητες του Ευρωκοινοβουλίου, που θεωρούν τέτοιους τραμπουκισμούς, πράξεις βαρβαρότητας κατά της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου της Ε.Ε, η οποία περιλαμβάνει και την ελευθερία έκφρασης των ΜΜΕ».
Ο Σενέρ Λεβέντ γεννήθηκε το 1948 στην Λευκωσία, όπου και ολοκλήρωσε την δημοτική και μέση εκπαίδευσή του. Το 1969 μετέβη στην τότε Σοβιετική Ένωση για να σπουδάσει δημοσιογραφία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ στην Μόσχα. Αποφοίτησε το 1975 αποκτώντας τον τίτλο «μάστερ». Από το 1979 μέχρι το 1990 διατέλεσε διευθυντής σύνταξης σε διάφορες εφημερίδες στην Κύπρο. Εργάστηκε στις εφημερίδες “Söz”, “Kıbrıs Postası” και “Ortam”. Το 1990 μετέβη ξανά στην Μόσχα ως διαπιστευμένος ανταποκριτής. Το 1997 επαναπατρίστηκε και εξέδωσε την εφημερίδα “Avrupa”. Από το 2001 εκδίδει την εφημερίδα “Afrika”. Έδωσε την ονομασία αυτή στην εφημερίδα, μετά από διώξεις, για να δείξει ότι στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου υπάρχει υστέρηση στην ελευθερία του τύπου.
Το σημερινό του άρθρο είναι το ακόλουθο:
«Γράφω εδώ και τόσα χρόνια, αλλά δεν ξέρω πώς να αρχίσω αυτό το άρθρο. Από πού να αρχίσω; Πώς να αρχίσω; Σκοτείνιασε ο καιρός. Και αυτή τη στιγμή είναι νύκτα. Μπροστά στην εφημερίδα μας συμβαίνει ό,τι και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Γίνεται χαμός. Αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά τα πράγματα από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Υπάρχουν μάζες που ήρθαν για να μας υποστηρίξουν. Δημιούργησαν ένα ανθρώπινο τείχος μπροστά από την εφημερίδα μας. Περιμένουν εκείνους που θα έρθουν από απέναντι. Ποιοι θα έρθουν από απέναντι; Εκείνοι που φωνάζουν ο Αλλάχ είναι μεγάλος! Εκείνοι που βράζουν στο ίδιο καζάνι με αυτούς που ήρθαν το πρωί. Δηλαδή, οι δύο ομάδες είναι η μια απέναντι από την άλλη. Ανάμεσά τους μπήκε η μονάδα άμεσης δράσης. Οι απέναντι έρχονται κραυγάζοντας “πεθαίνω Τουρκία μου, πεθαίνω”. Ο αέρας είναι βαρύς σαν μολύβι. Η ατμόσφαιρα τεταμένη πολύ. Μπορεί να συμβούν τα πάντα ανά πάσα στιγμή. Τα ζούμε αυτά εδώ από τις εννιά η ώρα το πρωί. Σάμπως και το μέρος τούτο είναι το Σίβας και όχι η Λευκωσία. Είμαστε στο ξενοδοχείο Μαντιμάκ στο Σίβας, όπου κάηκαν ζωντανοί διανοούμενοι.
Ο φανατικός, σκοτεινός όχλος που άρχιζε να στοιβάζεται μπροστά την εφημερίδα από νωρίς το πρωί, φωνάζοντας ο Αλλάχ είναι μεγάλος. Και ξαφνικά άρχισε μια βροχή από πέτρες. Τεράστιες πέτρες. Σαν κομμάτια από βράχο. Τα τζάμια της εφημερίδας στον δεύτερο όροφο πέφτουν στο έδαφος με πάταγο. Μέσα είμαστε περίπου είκοσι άτομα. Κατεβάσαμε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές από τα τραπέζια για να μην πάθουν ζημιά. Παντού πέφτουν πέτρες. Τι κάνει η αστυνομία; Παρακολουθεί!
Η αστυνομία δεν μπορεί να εμποδίσει εκείνους που μπροστά στα μάτια της αρπάζουν πέτρες και τις πετάνε. Τηλεφωνώ στον γενικό διευθυντή της αστυνομίας. “Βρίσκεται σε συνάντηση”, λέει η γραμματέας του. “Είναι πολύ επείγον”, της λέω. “Είναι σε σύσκεψη”, λέει πάλι η γραμματέας μετά από σύντομη παύση. «Τότε ρωτήστε τον», της λέω, “μήπως περιμένει να μας σκοτώσουν;”. Και κλείνω το τηλέφωνο. Τα πάντα συμβαίνουν μέχρι να ανοίξεις και να κλείσεις τα μάτια σου. Εκείνοι που έκαναν κομμάτια τα τζάμια μας αναρριχούνται στο μπαλκόνι, στα παράθυρα για να μπουν μέσα. Και μπαίνουν μέσα. Οι φίλοι λένε πανικόβλητοι: “Έρχονται να σε σκοτώσουν”. Έχω ένα πιστόλι. Με άδεια. Το πήρα όταν δεχτήκαμε πυροβολισμούς. Έβαλα τη γεμιστήρα. Το όπλισα. Περιμένω. Ακριβώς εκείνη την στιγμή η αστυνομία μπαίνει μέσα και εμποδίζει εκείνους που εισήλθαν στην εφημερίδα. Αμυνόμαστε. Ακριβώς όπως στο Μαντιμάκ.
Στοιβάζουμε τις καρέκλες και τα τραπέζια πίσω από την πόρτα. Παίρνουμε θέση μπροστά στα παράθυρα. Η υστερία του λιντσαρίσματος που άρχισε στις εννέα η ώρα διαρκεί μέχρι τις δώδεκα. Είμαστε απέναντι από τη βουλή. Και από την πρεσβεία της Τουρκίας. Στον κήπο της πρεσβείας, οι υπάλληλοι του Ταγίπ Ερντογάν παρακολουθούν την υστερία λιντσαρίσματος. Μέσα στη βουλή υπάρχει μια τελετή. Η τελετή ορκωμοσίας των νέων μας βουλευτών. Η Ντογούς Ντεριά, η οποία μόλις τέλειωσε τον όρκο της έκανε το σήμα της νίκης λέγοντας ώμο με ώμο κατά του φασισμού, γιουχαΐζεται από φανατικούς που βρίσκονται ανάμεσα στο ακροατήριο. Καθώς κατέβαινε από την έδρα, υπήρξε άλλη μια ενέργεια.
Ο βουλευτής του Κόμματος της Αναγέννησης Μπερτάν Ζάρογλου, ο οποίος εκτελούσε χρέη γραμματέα, τσαλακώνει ένα χαρτί και της το ρίχνει στο πρόσωπο. Το εσωτερικό της βουλής κοχλάζει όπως συμβαίνει και έξω από αυτήν. Ένας διαδηλωτής, που ανέβηκε στη στέγη της βουλής, βάζει εκεί τις σημαίες τους. Ακριβώς όπως τις έβαλαν και στο δικό μας μπαλκόνι. Κατέβασαν την ταμπέλα της εφημερίδας μας και κρέμασαν την τουρκική σημαία. Αυτό μου θυμίζει τους Κούρδους, στους οποίους τάισαν σκατά στις φυλακές του Ντιγιάρμπακιρ για να τους αναγκάσουν να πουν “είμαι Τούρκος”.
Αφού παρακολούθησε την τελετή στη βουλή και βγήκε έξω, ο Μουσταφά Ακιντζί, μόλις είδε την επίθεση που γινόταν κατά της εφημερίδας μας, στράφηκε προς την αστυνομία. “Θα κάψουν το κτήριο. Γιατί δεν επεμβαίνετε;”, τους ρώτησε. Και αμέσως γιουχαΐστηκε. Βάδισαν κατά πάνω του. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε. Αυτή τη στιγμή είναι νύκτα. Μια ομάδα περίπου τριακοσίων φίλων, που ήρθαν για να μας στηρίξουν, φυλάνε σκοπιά έξω, μπροστά στην εφημερίδα. Ο σκοτεινός αυτός όχλος, η ομάδα των φανατικών στους οποίους απηύθυνε έκκληση για λιντσάρισμα ο Ταγίπ Ερντογάν, δεν κατάφερε να μας σκοτώσει. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή πλέον. Η 22 Ιανουαρίου 2018 έγινε ένα νέο κομβικό σημείο στην ιστορία μας. Όλοι είδαν το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού. Όλοι είπαν: “Θεέ μου, αυτοί είμαστε εμείς;”. Όμως, ο Nietsche έλεγε πως ο Θεός πέθανε».