Πολλοί ισχυρίζονται πως δεν έχει μόνο το νερό σημείο βρασμού. Έχει και ο άνθρωπος. Είναι το σημείο που βάζεις τελεία, κολλάς δίπλα μια παύλα και όχι απλά αλλάζεις παράγραφο αλλά ολόκληρη σελίδα στη ζωή σου.
Είναι το σημείο που τραβάς μια διαχωριστική γραμμή και λες «αυτό είναι το πριν. Αυτό είναι το μετά και μεταξύ τους δεν έχουν καμία σχέση». Αλλάζεις τα πάντα. Καταστρέφεις και ταυτόχρονα δημιουργείς. Είναι εύκολα όλα τα παραπάνω; Γίνονται χωρίς πόνο; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Όχι. Επιλογές όπως οι παραπάνω είναι επίπονες και ο δρόμος που θα σε οδηγήσουν άγνωστος. Μπορεί να βρεθείς από την ασφάλεια στην ανασφάλεια, σε ένα σπιράλ θανάτου.
Αυτό φαίνεται πως συνέβη σε μια νεαρή, γλυκιά και καθωσπρέπει προτεστάντισσα που ως τα 20 της χρόνια διατηρούσε σχέσεις με χριστιανικές οργανώσεις, σπούδαζε βιολί, άκουγε τζαζ, διάβαζε Καντ και Χέλντερλιν. Που στη συνέχεια έγινε μια από τις από πιο γνωστές και καλές δημοσιογράφους στη Γερμανία. Που μπόρεσε να συνδυάσει τη μητρότητα με τη δουλειά και να παντρέψει το ρόλο της μητέρας και της συζύγου με αυτό της δημοσιογράφου. Όλα αυτά, όμως, μέχρι το σημείο βρασμού.
Πρωταγωνίστρια σε αυτή την ιστορία η Ουλρίκε Μάινχοφ η δημοσιογράφος που μετατράπηκε «ξαφνικά» σε υπ’ αριθ. 1 εχθρό του γερμανικού κράτους. Που η ζωή και η δράση της, ακόμα και σήμερα, αποτελούν μεγαλύτερο μυστήριο από τον θάνατό της.
Οι πρώτες σταγόνες μιας καταιγίδας που έρχεται
Η Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ, όπως είναι το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1934 στο Όλντεμπουργκ. Κόρη του ιστορικού τέχνης Βέρνερ Μάινχοφ και της Ίνγκεμποργκ Γκούτχαρντ. Το δίπολο που οδήγησε στο σημείο βρασμού της υπήρχε πριν ακόμα αυτή γεννηθεί. Η οικογένεια της μητέρας της, οι Γκούτχαρντ, ένθερμοι σοσιαλιστές. Η οικογένεια του πατέρα της, οι Μάινχοφ, εθνικόφρονες και φανατικοί προτεστάντες, που τάχθηκαν στο πλευρό των ναζί με πάθος.
Η μικρή Ουλρίκε μεγάλωσε σαν καθωσπρέπει προτεστάντισσα. Μέχρι το 1949 τόσο ο πατέρας της όσο και η μητέρα της είχαν πεθάνει. Εκείνη και την αδερφή της, Βήνκε, τις μεγάλωσε η Ρενάτε Ρήμεκ, καθηγήτρια σε παιδαγωγική ακαδημία.
Η Ουλρίκε αρχίζει να σπουδάζει (παιδαγωγικά, γερμανική φιλολογία, ψυχολογία και στην ιστορία της τέχνης) και ταυτόχρονα να ανακαλύπτει νέα πράγματα. Θαυμάζει τις ιδέες του Καρλ Μαρξ και τη Σοβιετική Ένωση.
Σταδιακά αρχίζει να δραστηριοποιείται πολιτικά έχοντας την αριστερά ως κύριο προσανατολισμό αλλά διάφορα προτάγματα. Αρχικά (1956) τη συναντάμε ως ειρηνίστρια μέλος κίνησης κατά των πυρηνικών και εχθρό του επανεξοπλισμού της Γερμανίας.
Στη συνέχεια (1958) κάνει την πρώτη της δημόσια ομιλία και χαρακτηρίζεται ως νέα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Προσπαθεί να βρει νόμιμη πολιτική κάλυψη για τη δράση της μέσα από το SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) και στη συνέχεια από το ΚPD (Κομμουνιστικό Κόμμα), ενώ ταυτόχρονα γίνεται συντάκτρια του δημοφιλούς φοιτητικού περιοδικού του Konkret.
Η σπίθα που άναψε την πυρκαγιά
Μέσα σε αυτή την πορεία η Ουλρίκε διαπιστώνει πως όλα αυτά δεν την καλύπτουν. Επιθυμεί την δράση αλλά δεν ξέρει ούτε το «πως», ούτε το «που», ούτε το «πότε». Το 1961 την βρίσκει αρχισυντάκτρια στο konkret. Παντρεμένη με το στέλεχος του περιοδικού, Ράινερ Ρελ με τον οποίο έχει αποκτήσει δυο κόρες τη Ρεγκίνε και την Μπετίνα. Το 1968 ο γάμος της καταρρέει όταν ανακαλύπτει πως ο άντρας της έχει παράνομη ερωτική σχέση με μια γυναίκα, τη Δανάη, σύζυγο ενός Έλληνα συγγραφέα! Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρόνιας παίρνει τα παιδιά και φεύγει προκειμένου να μείνει μόνη της στο Δυτικό Βερολίνο.
Εκεί έρχεται σε επαφή με ομάδες ακροαριστερών και αναρχικών. Ο λόγος της, είτε γραπτός, είτε προφορικός, αρχίζει να γίνεται περισσότερο αιχμηρός και η Μάινχοφ δείχνει ξεκάθαρα πλέον πως η νόμιμη πολιτική δράση, δεν την καλύπτει. «Διαμαρτυρία είναι όταν λέω πως αυτό κι αυτό δεν μου αρέσει. Αντίσταση είναι όταν φροντίζω αυτό που δε μου αρέσει, να μη συνεχιστεί», έγραφε.
Το Απρίλιο του 1968 ο Αντρέας Μπάαντερ και η Γκούντρουν Ένσλιν πυρπολούν με εμπρηστικές βόμβες ένα πολυκατάστημα. Το ζευγάρι καταδικάζεται αλλά δεν μπαίνει στη φυλακή. Η Μάινχοφ τους φιλοξενεί στο σπίτι της. Τον Απρίλιο του 1970, ωστόσο, ο φυγόποινος Μπάαντερ συλλαμβάνεται. Στις 14 Μάη, η Ουλρίκε κάνει το μεγάλο άλμα. Συμμετέχει ενεργά στην ένοπλη απελευθέρωση του Μπάαντερ. Εγκαταλείπει καριέρα και παιδιά (τα οποία στο εξής θα δει ελάχιστες φορές και στα κλεφτά) και εντάσσεται στο αντάρτικο πόλης. Εκείνη, μαζί με τους Μπάαντερ και Ένσλιν, τον Χορστ Μάλερ και άλλους δημιουργούν την RAF (Rote Arme Fraktion), την Φράξια Κόκκινος Στρατός.
Βγαίνουν στην παρανομία καθώς και επίσημα πλέον όλοι τους καταζητούνται για τρομοκρατική δράση. Το κυνηγητό που εξαπέλυσε εναντίον τους το γερμανικό κράτος τους αναγκάζει να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Εκεί από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο του 1970 φιλοξενούνται σε στρατόπεδο της παλαιστινιακής οργάνωσης Αλ Φαταχ στην Ιορδανία.
Το «γερμανικό φθινόπωρο» και η σύλληψη
Όταν τα μέλη της RAF επέστρεψαν στη Γερμανία, τα γεγονότα πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας. Η Μάινχοφ συμμετέχει σε ένοπλες ληστείες (η πρώτη της ήταν στις 29 Σεπτεμβρίου 1970), σε βομβιστικές επιθέσεις σε ΝΑΤΟϊκους, αμερικάνικους αλλά και γερμανικούς στόχους και σε άλλες δυναμικές ενέργειες της οργάνωσης.
Παράλληλα, γίνεται η βασική συντάκτρια των προκηρύξεων με τις οποίες αναλάμβαναν την ευθύνη για τα χτυπήματα που έκαναν, ενώ είναι η συγγραφέας του μανιφέστου της οργάνωσης.
Την ίδια εποχή κρύβει τις κόρες της στην κοινότητα Γκιμπελίνα στη Σικελία καθώς δεν ήθελε τα παιδιά να μεγαλώσουν με τον άνδρα της. Επιθυμία της ήταν, οι κόρες της να μεγαλώσουν στην αδερφή της. Οι κινήσεις της, ωστόσο, γίνονται γνωστές από φίλους του Ράινερ Ρελ ο οποίος καταφέρνει τελικά και παίρνει μαζί του τα κορίτσια. Αυτό ήταν το πρώτο ισχυρό πλήγμα στον ψυχισμό της Μάινχοφ.
Όσο η δράση της RAF εντεινόταν, τόσο «φούντωνε» και το κυνηγητό από τις διωκτικές αρχές. Η μέγγενη γύρω από τα μέλη της οργάνωσης άρχισε να σφίγγει επικίνδυνα μέχρι που τον Μάη του 1972 συλλαμβάνεται ο Μπάαντερ.
Η οργάνωση δέχεται ένα ισχυρότατο πλήγμα και το ένα μετά το άλλο τα μέλη της πέφτουν στα χέρια της αστυνομίας. Πρώτα η Ένσλιν και τελικά στις 17 Ιουνίου 1972 η αντιτρομοκρατική συλλαμβάνει τη Μάινχοφ σε διαμέρισμα στο Αμβούργο.
Τα λευκά κελιά και το μυστηριώδες τέλος
Η Μάινχοφ φυλακίζεται κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες και σε απόλυτη απομόνωση στο Οσεντορφ της Κολωνίας. Προχωράει σε απεργία πείνας και κατορθώνει να μεταφερθεί σε άλλη πτέρυγα της φυλακής. Εκεί όμως την περιμένει και πάλι η απομόνωση!
Ακολουθούν κι άλλες απεργίες πείνας -τα αποτέλεσματα στο κορμί αλλά και στον ψυχισμό της είναι εμφανή όταν ξεκινά (21/5/1975) η δίκη των ηγετών της RAF. Το 1974 μεταφέρεται στα «λευκά κελιά» του Σταμχάιμ. Το κελί της δεν έχει παράθυρα, ενώ οι δεσμοφύλακες ανάβουν τα φώτα σε ακανόνιστα χρονικά σημεία με αποτέλεσμα να χάνει σταδιακά την αίσθηση του πότε είναι ημέρα και πότε νύχτα.
Τον Σεπτέμβριο του 1975 ειδικοί γιατροί κρίνουν πως είναι ανίκανη να παρακολουθήσει τη συνέχεια της δίκης η οποία συνεχίζεται χωρίς την παρουσία της. Λίγες ημέρες πριν το τέλος την επισκέφτηκε στις φυλακές η αδελφή της. «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος» λέει η Μάινχοφ.
Στις 9 Μαΐου 1976 η Ούλρικε Μάινχοφ βρίσκεται κρεμασμένη στο κελί 719 των φυλακών υψίστης ασφαλείας. Η επίσημη νεκροψία έδειξε αυτοκτονία. Οικογένεια, φίλοι και σύντροφοι αμφισβητούν το πόρισμα αλλά δεν βρίσκουν αποδείξεις για το αντίθετο καθώς το γερμανικό κράτος αρνήθηκε να δώσει στοιχεία στον ειδικό εμπειρογνώμονα που όρισε η οικογένεια.. Στην κηδεία της, στο νεκροταφείο του Μαρίεντορφ στο Δυτικό Βερολίνο, βρέθηκαν 4.000 άνθρωποι.
Το τελευταίο επεισόδιο στη δραματική ζωή της παίχτηκε όταν η κόρη της, η δημοσιογράφος Μπετίνα Ρελ έμαθε, ότι ο εγκέφαλος της μητέρας της δεν είχε ταφεί μαζί με το υπόλοιπο σώμα της! Αντίθετα διατηρήθηκε για δεκαετίες σε φορμαλδεΰδη κι εξετάζονταν εκ νέου σε μια κλινική του Μαγδεβούργου!
Η γερμανική επιτροπή ηθικής απαγόρευσε στους επιστήμονες κάθε συνέχεια των ερευνών τους όπως και την δημοσίευση των μέχρι τότε αποτελεσμάτων. Η εισαγγελία της Στουτγάρδης φρόντισε για την αποτέφρωση του εγκέφαλου και για την επιστροφή της στάχτης στους συγγενείς της. Στις 22 Δεκεμβρίου 2002 τάφηκε, επίσης νεκροταφείο του Μαρίεντορφ.