Ο πιλότος της Alaska Airlines που προσπάθησε να καταρρίψει μια κατάμεστη πτήση, είχε αποκρύψει πληροφορίες σχετικά με την ψυχική του υγεία επειδή φοβόταν ότι θα χάσει τη δουλειά του.
Σύμφωνα με τη δημόσια ραδιοτηλεόραση του Όρεγκον, ο 44χρονος Τζόζεφ Έμερσον είχε βαθιά κατάθλιψη, ωστόσο είχε πει στη σύζυγό του πως δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποκαλύψει την κατάστασή του. «Τον προέτρεπα να μιλήσει σε κάποιον», ανέφερε η Σάρα Στρετς, σύζυγος του Έμερσον, σύμφωνα με το ρεπορτάζ.
«Μου είπε: “Σάρα, δεν μπορώ να μείνω χωρίς δουλειά. Πρέπει να πληρώσουμε ένα στεγαστικό δάνειο. Αν το κάνω αυτό θα έχουμε πρόβλημα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να το κάνουμε αυτό“», ανέφερε η Στρετς, σημειώνοντας πως ο σύζυγός της είχε επιβαρυνθεί συναισθηματικά από τον θάνατο ενός στενού φίλου του, πριν από περίπου πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με τις αρχές, o Έμερσον, ενώ επέβαινε εκτός υπηρεσίας στο πιλοτήριο κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από την Ουάσιγκτον προς το Σαν Φρανσίσκο, επιχείρησε να αρπάξει τα χειριστήρια και να κλείσει τους κινητήρες ώστε να καταρρίψει το αεροσκάφος. Ο ίδιος είπε στην αστυνομία πως είχε καταναλώσει ψυχεδελικά μανιτάρια πριν από την πτήση.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπορίας, αρμόδια για την εξέταση των πιλότων στις ΗΠΑ, τους προτρέπει να αναφέρουν και μόνοι τους τυχόν προβλήματα ψυχικής ή σωματικής υγείας, ώστε να τους προσφέρει την κατάλληλη υποστήριξη. Ωστόσο αυτό σημαίνει αυτόματα πως αποκλείονται από το πιλοτήριο μέχρι να υποβληθούν σε εκτεταμένες εξετάσεις.
«Δεν είναι εύκολη διαδικασία για αυτούς να επιστρέψουν στο πιλοτήριο», είπε σύμφωνα με τη New York Post ο Δρ. Μπρεντ Μπλου, ανώτερο ιατρικό στέλεχος της αεροπορίας που εργάζεται με πιλότους. Οι πιλότοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση για βραχυπρόθεσμη, και μετά από έξι μήνες, μακροχρόνια άδεια, αλλά η αμοιβή είναι συνήθως περίπου το 50% του μισθού τους, αν και το ποσοστό ποικίλλει ανάλογα με την αεροπορική εταιρεία.
Σύμφωνα με μια μελέτη του 2016 από την Εθνική Βιβλιοθήκη Ιατρικής , το 12,6% των πιλότων εμπορικών αεροπορικών εταιρειών ανέφεραν κάποιο επίπεδο κατάθλιψης και περισσότερο από το 4% ανέφεραν σκέψεις αυτοκτονίας.