Δύο παντρεμένες βγαίνουν ένα βράδυ για μπαρότσαρκα μόνες τους. Αργά γυρίζοντας σπίτι, λίγο πιωμένες, τους έρχεται ανάγκη για να ουρήσουν. Δεν βρίσκουν όμως μέρος και φτάνοντας έξω από ένα νεκροταφείο, ρωτά η μία:
«Φοβάσαι να μπούμε μέσα αφού δεν μπορούμε να κάνουμε την ανάγκη μας στο δρόμο;»
«Λίγο» λέει η άλλη αλλά μπαίνουν, ουρούν και η πρώτη λέει:
«Πρέπει να σκουπιστώ!» Βγάζει την κιλότα της, σκουπίζεται και την πετά.
Η άλλη λέει:
«Δεν μπορώ να την πετάξω, είναι δώρο του άντρα μου.»
Τελικά βλέπει κοντά της μια κορδέλα, σκουπίζεται και βιαστικά γυρνούν στα σπίτια τους. Την επομένη οι σύζυγοι μιλούν στο τηλέφωνο.
«Έλα δικέ μου, άστα! Χθες η δική μου γύρισε αργά, μεθυσμένη και χωρίς κιλότα.»
Οπότε και ο άλλος λέει:
«Τι να πω εγώ; Εμένα μου ήρθε αργά, μεθυσμένη και από την κιλότα της κρεμόταν μια ταινία που έγραφε. Θα σε θυμόμαστε για πάντα…»