Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη που θέλει τους αρχηγούς και τα πολιτικά στελέχη αργυρώνητα αντί αδέκαστα καθώς και των αδιαμφισβήτητων περιστατικών διασπάθισης δημοσίου χρήματος που έχουν, κατά καιρούς, δει το φως της δημοσιότητας, τα παραδείγματα πολιτικού ήθους των πολιτικών αρχόντων δεν εκλείπουν εντελώς.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Ανατρέχοντας την πολιτική ιστορία της χώρας, συναντώνται άνθρωποι που υπήρξαν πλουσιότεροι πριν καταλάβουν τον πρωθυπουργικό θώκο. Όταν δεν αποχώρησαν από την ενεργό πολιτική αποδείχτηκε πως όχι μόνο δεν έβαλαν το «δάχτυλο στο μέλι» , αλλά «πέθαναν στην ψάθα» όπως είθισται να λέει ο θυμόσοφος λαός.
Ιωάννης Καποδίστριας
«Ελπίζω ότι όσοι εξ’ υμών συμμετάσχουν εις την κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ’ εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλά ότι οι μισθοί αυτοί πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα τα οποία έχει η κυβέρνησις εις την εξουσίαν της», δήλωνε ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας μας, Ιωάννης Καποδίστριας, ήδη από την Δ’ εθνοσυνέλευση του Άργους, το 1829, επιχειρώντας να θέσει το ηθικό πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να κινούνται οι πολιτικοί ταγοί του νεοσύστατου κρατιδίου
Εκτός των δηλώσεων του και παρότι εύπορος ο ίδιος, ο Ιωάννης Καποδίστριας ζούσε λιτή ζωή μοιράζοντας αρκετή από την περιουσία του στις ανάγκες του κράτους και των συμπολιτών του. Άλλωστε ήδη από όταν ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και μεσουρανούσε στην ευρωπαϊκή και διεθνή διπλωματία, έστελνε συνεχώς στην αγωνιζόμενη Ελλάδα πολεμοφόδια και τρόφιμα και σπούδαζε με δικές του δαπάνες πολλούς Ελληνόπαιδες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Ακόμα και πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, κατοικούσε «δύο πτωχικά δωμάτια, είχε μόνο μια άμαξα και έναν υπηρέτη». Κι όταν όλοι των ρωτούσαν πως μπορούσε, απαντούσε: «Όταν αφού εκτύπησα πρώτον τας θύρας των μεγάρων των πλουσίων ηναγκάσθην να κτυπήσω και τας θύρας των πτωχών, ζητώντας τον οβολόν τους προκειμένου να στείλω τρόφιμα και πολεμοφόδια εις τον αγωνιζόμενον ελληνικόν λαόν, έπρεπε να ημπορώ να τους λέγω: Έδωσα πρώτος εγώ τα πάντα. Κανόνισα να μη εξοδεύσω δια τον εαυτόν μου και δια τον υπηρέτης μου περισσότερα από 60 φράγκα τον μήνα. Όλον τον άλλον μισθόν μου τον στέλνω στην Ελλάδα».
Παρόμοια στάση κράτησε και όταν έφτασε στην Ελλάδα ως κυβερνήτης προσφέρθηκαν να του δώσουν ανάλογο οίκημα ως κατοικία, το οποίο δεν δέχτηκε θέλοντας να ζει συμμεριζόμενος την κατάσταση που επικρατούσε στην χώρα. «Ο μόνος στολισμός του κυβερνητικού «μεγάρου» είναι ο λαμπρός ήλιος της Ελλάδας και η λατρεία των Ελλήνων με την οποία δικαίως τον περιβάλλουν» έγραφε ο γερμανός ιστορικός Μέντελσον – Μπαρτόλντι. Παραδειγματική κίνηση αποτέλεσε και η άρνηση του να λαμβάνει τον ορισμένο μισθό του κυβερνήτη ,που ψήφισαν δύο φορές το Πανελλήνιο και η Γερουσία, διευκρινίζοντας πως «Είμαι ευτυχής διότι ηδυνήθην να προσφέρω δια την εθνικήν ανεξαρτησίαν και ελευθερίαν …. Δια τον ουτόν τούτον λόγον, θέλη αποφεύγει και ήδη να δεχθή την προσδιοζόμενη ποσότητα δια τα έξοδα του αρχηγού της επικρατείας απεχόμενος εν όσω τα ιδιαίτερά μου χρηματικά μέσα που εξαρκούν από το να εγγίσω μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα προς την ίδιαν μου χρήση….».
«Ουδέποτε θα επιτρέψω στον εαυτόν μου βελτίωση της τροφής, παρά μόνον τότε όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνόπουλο που να πεινάει…».
Ανδρέας Λόντος
Αντίστοιχη στάση κράτησε και ένας εκ των πρωταγωνιστών της επανάστασης του 1821, ο Ανδρέας Λόντος. Ο πρώην μεγαλοκτηματίας, γιος ισχυρού κοτζαμπάση της Βοστίτσας, προσέφερε στον εθνικό αγώνα εκτός από την συμμετοχή του- πρωτοστάτησε στην έναρξη της επανάστασης- αλλά και μεγάλο τμήμα της περιούσιας του . Μετέπειτα στρατιωτικός μπήκε στην πολιτική εύπορος και δοξασμένος , χρημάτισε υπουργός στρατιωτικών & εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση.
«Αὐτὸ τὸ σύστημα εἶχε κι᾿ ὁ μακαρίτης ὁ Λόντος. Τὸν καιρὸν τῆς κυβερνήσεώς του κι᾿ αὐτεινοῦ τοῦ φάνηκαν οἱ ἀρετές του. Ὁ μακαρίτης αὐτὸς ἔπεσε σὲ μεγάλον χρέος, ὅτι δὲν ἔβαινε ποτὲς πήχη εἰς τὰ πράματά του. Ἕνας ἄνθρωπος, μόνος του, ἔπαιρνε τὸν μιστὸν τοῦ ὑποστρατήγου, ὁποῦ νὰ ζήση καλά· ὅτι φαμελιὰ δὲν εἶχε. Ἐκεῖνο ὁποῦ φάνη, ἐμπῆκε σὲ μιὰ μεγάλη ποσότη χρέος. Ἀπὸ αὐτὸ ἦταν ἀπὸ ἄλλο – μίαν αὐγὴ εὑρέθη σκοτωμένος, ὅλο του τὸ κεφάλι σκόρπιον καὶ ἡ πιστιόλα του ἄδεια. Αὐτὸ μόνον ὁ Θεὸς τὸ ξέρει» αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μαρκυγιάννης.
Κατ’ αλλους ο Λόντος μοίρασε τα χρήματά του και τη σύνταξη που έπαιρνε σε πρώην συναγωνιστές του, καταλήγοντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του πάμπτωχος έχοντας ξεπουλήσει όλα τα υπάρχοντά του.
«Θα υπάγω εις την φυλακών. Δεν φαντάζεσαι πως έζησα αυτούς τους δύο μήνες με 150 δραχμάς που μου έστειλες . Σε λέγω λοιπόν ότι τώρα την τιμήν του χωραφιού την χρεωστώ εις τον μπακάλη και τον ψωμά. Δώσε τα λοιπόν αδελφέ μου τα χωράφια εις τα 30 τάλιρα επειδή θα με υπάγουν εις τον ειρηνοδίκης και θα μείνω χωρίς ψωμί εις καιρόν όπου έχω ως εκ των διαταραχών δέκα ανθρώπους» έγραφε σε ένα γράμμα τους τον αδερφό του. Μη αντέχοντας την επερχόμενη ταπείνωση ο Ανδρέας Λόντος τον Σεπτέμβρη του 1846 αυτοκτονεί βάζοντας το πιστόλι στο στόμα του.
Ζηνόβιος Βάλβης
Ως αρχή την λιτότητα είχε υιοθετήσει και ο νομομαθής πολιτικός από το Μεσολόγγι, Ζηνόβιος Βάλβης, ο οποίος διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ο Βάλβης συνήθιζε να ντύνεται με βαριά κάπα τσοπάνου αντί των επίσημων κουστουμιών ενώ λέγεται ότι περιφρονούσε τα ρουσφέτια σε μεγάλο βαθμό. Έφυγε από την ζωή πάμπτωχος το 1872, κηδεύτηκε δε δημοσια δαπάνη.
«…Έξη λιτότατα, μη στέρφνων, ούτε άμαξαν να μεταχειρίζεται. Η κοινωνία των Αθηνών δεν ενεθυμήθη καν το γέροντα Βάλβην ούτε κατεδέχθη να μάθει εάν ούτος και η πολυμελής αυτού οικογένεια είχον τον επιούσιον άρτον. Απέθανε πτωχότατος και πενέστατος. Η χήρα αυτή αυτού, μόνη θυγατήρ του πρωτίστου των αγωνιστών και ήρωος εκ της πόλεως Μεσολογγίου του αειμνήστου Αθανασίου Κότσικα μετά 6 αγάμων θυγατέρων μένει εν παντελεί στερήσει και απεγνωσμένη απορία» αναφέρει η εφημερίδα της εποχής, Αιών.
Παρόμοια μοίρα είχε και ο νομικός, δημοσιογράφος και εξάκις πρωθυπουργός Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, ο οποίος έφυγε πάμπτωχος από την ζωή το 1879. Την επομένη της κηδείας του Δεληγιώργης, ο οποίος κατέχει μέχρι και σήμερα το ρεκόρ του νεώτερου πρωθυπουργού, η πολιτεία χορήγησε σύνταξη στην άπορη εναπομείνασα οικογένειά του. Ακόμα και ο πολιτικός του αντίπαλος Θρασύβουλος Ζαϊμης παραδέχτηκε ότι «… φέρων ως υπέρτιμον δι αυτόν παράσημος την πενίαν εν η εγκατέλειψε σύζυγον και εξ τρυφερά τέκνα».
Χαρίλαος Τρικούπης
Φτωχότερος απ’ όταν μπήκε στην πολιτική έφυγε και ο φιλόδοξος μεταρρυθμιστής ,επτάκις πρωθυπουργός και ένας εκ των κορυφαίων προσωπικοτήτων της Νεότερης Ιστορίας της χώρας, Χαρίλαος Τρικούπης. Πολέμιος του ρουσφετιού, ο Τρικούπης προσπάθησε να το περιορίσει με νομοθετικά μέτρα…. Στην πρώτη μακροχρόνια θητεία του 1882-1995, ο Χαρίλαος Τρικούπης θέσπισε περιορισμούς στις μεταθέσεις και στις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων… ώστε να απελευθερώσει τόσο αυτούς όσο και τη δημόσια διοίκηση από τις κάθε λογής κομματικές επεμβάσεις.
Στις δυο μακροχρόνιες θητείες του, 1882 μέχρι το 1885 και από το 1886 μέχρι το 1890, προσπάθησε να ανορθώσει την οικονομία και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο με την προσέλκυση κεφαλαίων, την προστασία της ελληνικής βιομηχανίας και κυρίως με την κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων ενώ κατά την διάρκεια της πολιτικής του καριέρας φαίνεται πως πούλησε και μεγάλο μέρος της περιουσίας του.
«Το μόνο πάθος του ήταν η εξουσία και προς χάρη της ήταν πρόθυμος να καταβάλει συνεχείς προσπάθειες, με υπέρτατη ένταση», έγραφε στα απομνημονεύματά του ο sir Horace Rumbold και συνέχιζε: «Προσθέστε σε αυτά την πλήρη έλλειψη φιλαυτίας, τον φλογερό, έως και παράλογο, πατριωτισμό, την αυστηρή ακεραιότητα και την απόλυτη σταθερότητα στις αρχές του και έχετε έναν πολιτικό που δεν είναι ο συνήθης τύπος πολιτικού…».
Γεώργιος Καφαντάρης
Τον ίδιο ηθικό πολιτικό κώδικα είχε και ο Γεώργιος Καφαντάρης που πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή του τόπου περνώντας από πολλά αξιώματα με κορυφαίο αυτό του πρωθυπουργού, το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
«Αι παλαιαί κυβερνήσεις υπό το πρόσχημα, ότι το κεφάλαιον έχει ανάγκην ιδιαιτέρων περιποιήσεων, διά να μη φυγαδευθή, ουδέποτε εσκέφθησαν την προστασίαν της εργατικής τάξεως. Και το μεν κεφάλαιον δεν εφυγαδεύθη […]. Εφυγαδεύθησαν όμως αι εργατικαί χείρες, που αποτελούν την δύναμιν και την ισχύν του τόπου, όχι μόνον την οικονομικήν, αλλά και την εθνικήν» δήλωνε κατά την αγόρευσή του στη Βουλή, το 1914, ως εισηγητής του προϋπολογισμού.
Στις τρεις κυβερνήσεις υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (1926, Αυγούστου 1927 και 8 Φεβρουαρίου 1928), ο Καφαντάρης, ως υπουργός των Οικονομικών, περιόρισε τις άσκοπες κρατικές δαπάνες, κατάργησε τις αργομισθίες που υπολογίζονταν σε 26.000 δρχ. κατορθώνοντας έτσι να να μειώσει τον πληθωρισμό και ο προϋπολογισμός 1927-1928 να κλείσει με περίσσευμα 800 εκατ. δραχμών.
Παρά τις κορυφαίες θεσμικές του θέσεις, ο Καφαντάρης παρέμεινε συνειδητά ολιγαρκής αποποιούμενος κάθε παράπλευρο όφελος που θα πήγαζε από τον πολιτικό του ρόλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατηγορηματική άρνηση του να του παραχωρηθεί δωρεάν οικεία την περίοδο της οικονομικής δυσπραγίας κατά την οποία αντιμετώπιζε και σοβαρά προβλήματα υγείας.
Οταν ο Καφαντάρης πληροφορήθηκε την πρόθεση παραχώρησης του σπιτιού αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας «Που ξέρω τι αξιώσεις θα προβάλει και τι θέματα θα έχει να επιλύσει για να προτείνει τέτοιο πράγμα». Για να δεχτεί το σπίτι χρειάστηκε ο πολιτικός μηχανικός να κάνει συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο θα ανέφερε ρητά ότι δεν θα προέβαλε κάποιου είδους αξίωση ως αντάλλαγμα για την δωρεά , ενώ ο ίδιος δήλωσε ότι «στο λόγο της τιμής μου , την προσφορά την κάνω από αγνή εκτίμηση προς τον Καφαντάρη».
Νικόλαος Πλαστήρας
Τελευταίο ηχηρό παράδειγμα απόλυτης ταύτισης πολιτικού λόγου και προσωπικής ηθικής ακεραιότητας αποτέλεσε ο Νικόλαος Πλαστήρας, ένας ακόμα πολιτικός που έμεινε στην ιστορία ως φτωχός πρωθυπουργός. Ο μαύρος καβαλάρης των βαλκανικών πολέμων και της μικρασιατικής εκστρατείας, διατήρησε το λιτό και δωρικό τρόπο ζωής του ακόμα έφτασε στο ανώτερο αξίωμα του αρχηγού του κράτους.
Έχοντας ο ίδιος απαγορεύσει σε συγγενικά πρόσωπά να χρησιμοποιούν το όνομά του για ιδίον όφελος, υποχρέωσε τον αδερφό του να παραιτηθεί από την εταιρεία ΦΙΞ όταν παρακούοντας την εντολή του πήρε τη θέση κοινοποιώντας την συγγένειά του, όπως αναφέρει ο πιστός του φίλος Ανδρέας Ιωσήφ . Την περίοδο που έπασχε από φυματίωση, μένοντας σε ένα μικρό σπίτι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, του προτάθηκε να του βάλουν τηλέφωνο κοντά στο κρεβάτι σε περίπτωση που προκύψει ανάγκη. «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;» ήταν η απάντησή του. Το φαγητό του τις περισσότερες φορές αποτελούνταν από ψωμί, ελιές και λίγη φέτα αφού όπως έλεγε «δεν σκάβω για να καλοτρώγω;».
Ενδεικτικό περιστατικό της αντίληψης του για λιτό βίο περιγράφει και ο δημοσιογράφος Βάσος Τσιμπιδάρος, στην εφημερίδα «Ακρόπολη»:
«Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο κύριος Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!».
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.
Ούτε και όταν ο Δημήτρης Λαμπράκης του «δώρισε» ένα ωραίο χρυσό στυλό, θεώρησε σκόπιμο να το κρατήσει:
«- Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.
– Μα θα προσβληθεί.
– Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!» μεταφέρει ο φίλος του Ανδρέας.
Το 1952 κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του εκείνος όμως απάντησε «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ».
Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω:
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26/7/1953 τον έντυσαν το νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά – ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα.
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr