Δεν είναι μυστικό ότι οι αρχαίοι πρόγονοί μας έβρισκαν συνεχώς προφάσεις για γιορτή.
Με κάθε αφορμή και σε κάθε περίσταση, κατέληγαν σε κραιπάλες, χορούς και κρασοκατανύξεις.
Είτε γιόρταζαν τον ερχομό στη ζωή ενός μωρού, την άφιξη ενός αγαπημένου προσώπου ή κάποιον γάμο, ήταν μια κοινωνία που αρεσκόταν στη διασκέδαση.
Κοινωνικές ή κοσμικές εκδηλώσεις τις λέμε εμείς σήμερα και για τους αρχαίους Έλληνες ήταν κυριολεκτικά ψωμοτύρι.
Ένα αλατοπίπερο της ζωής που έφτασε να μη χρειάζεται καν συγκεκριμένο σκοπό. Έφτανε απλώς η όρεξη κάποιων να γλεντήσουν μέχρι πρωίας.
Μόνο που αυτές οι μαζώξεις δεν πρέπει να συγχέονται με τα συμπόσια. Το συμπόσιο δεν ήταν άλλο ένα πάρτι, με τη σημερινή έννοια του όρου, ούτε απλή συγκέντρωση μεταξύ φίλων.
Αλλά μια πολύ σημαντική πτυχή της καθημερινότητας των Ελλήνων, που έμοιαζε πολύ είναι η αλήθεια με γλεντοκόπι χωρίς αύριο.
Γιατί ναι μεν οι άντρες μαζεύονταν σε σπίτια για να φάνε, να πιούνε και να περάσουν καλά, υπήρχαν ωστόσο κι άλλα που γίνονταν στα περιβόητα συμπόσια των αρχαίων…
Οι σημερινοί ιστορικοί ανιχνεύουν τη σπουδαιότητα του κοινωνικού ρόλου του συμποσίου από το γεγονός ότι γίνεται λόγος σε αυτό σε τουλάχιστον δύο σημαντικά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας: το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα και το «Συμπόσιο» του Ξενοφώντα.
Ξακουστά συμπόσια υμνούν ακόμα και μεγάλα ποιήματα, όπως οι ελεγείες που έγραψε ο Θέογνις ο Μεγαρεύς. Αν και την παράσταση κλέβει αναμφίβολα το πλατωνικό κείμενο, ένας ακόμη σωκρατικός διάλογος του σπουδαίου φιλοσόφου.
Γραμμένο μεταξύ 385-370 π.Χ., το «Συμπόσιο» είναι μια σπουδή για τον έρωτα, όπως συζητείται από μια παρέα συμποσιαστών, μεταξύ αυτών ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης.
Το συμπόσιο διοργάνωσε ο νεαρός τραγικός ποιητής και μαθητής του Σωκράτη, Αγάθων, και αυτό που απασχολεί την ομήγυρη εκείνο το βράδυ είναι η φύση του έρωτα.
Αφήνοντας κατά μέρος τις φιλοσοφικές προεκτάσεις του ογκόλιθου αυτού της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, ο σωκρατικός διάλογος έχει κομίσει πολλά στοιχεία για τα πώς και τα γιατί ενός συμποσίου.
Φέρει εξάλλου τη σφραγίδα του Πλάτωνα, μιας αξιόπιστης πηγής για τη σύγχρονη ιστορική έρευνα, ώστε να κατανοήσουμε και τη θέση και τον ρόλο του συμποσίου για την κοινωνία που το γέννησε.
Το συμπόσιο ήταν λοιπόν κοινωνικός θεσμός για την Αθήνα της Κλασικής Περιόδου. Χωρίς επίσημη θεσμοθέτηση φυσικά, λειτουργούσε ως άτυπο φιλοσοφικό συνέδριο. Με κρασί, χορό και σαρκικές απολαύσεις, πάντα…
Στο συμπόσιο έπαιρναν μέρος μόνο ενήλικες πολίτες και μάλιστα από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Οι μόνες γυναίκες που μπορούσαν να συμμετέχουν ήταν οι εταίρες, αυτό το ιδιαίτερο είδος της ιερόδουλης που άνθισε στην αρχαία Ελλάδα, η οποία πέρα από τη σωματική ομορφιά, διακρινόταν και για την πνευματικότητά της.
Οι κομψές αυτές πόρνες με την ευρυμάθεια και τη μόρφωση προσέφεραν μουσικές και χορευτικές υπηρεσίες, όταν αυτό ήταν το ζητούμενο. Οι ενάρετες Αθηναίες δεν συμμετείχαν σε συμπόσια.
Οι γυναίκες που βλέπουμε σε σκηνές από συμπόσια που κοσμούν πήλινα αγγεία είναι αποκλειστικά εταίρες, που είχαν τον ρόλο του διασκεδαστή. Ταλαντούχες στη μουσική και τον χορό, μπορούσαν να κάνουν σπιρτόζικες παρεμβάσεις στις αντρικές συζητήσεις.
Κάποιες φορές, όπως μας παραδίδεται, λειτουργούσαν και ως ερωτικοί σύντροφοι των συμποσιαστών. Η ευχαρίστηση που προσέφεραν ήταν πολυεπίπεδη.
Το γεγονός ότι συμμετείχαν μόνο άντρες εξηγείται εν μέρει και από το είδος των συζητήσεων που διεξάγονταν. Είτε δηλαδή η κουβέντα ήταν αμιγώς φιλοσοφική, ακατανόητη επομένως στα αυτιά της νοικοκυράς Αθηναίας, είτε ήταν καθαρά «αντρική», ακατάλληλη δηλαδή για τη σύζυγο.
Κάθε καλεσμένος σε ένα συμπόσιο συμμετείχε ισάξια στην κουβέντα. Γι’ αυτό και ένα συμπόσιο περιλάμβανε συνήθως από 7-15 άντρες. Μαζεύονταν στο σπίτι κάποιου ιδιώτη, έπειτα από ρητή πρόσκληση, και όλοι είχαν την ίδια θέση.
Γι’ αυτό και τα ανάκλιντρα στα οποία ξάπλωναν οι συμποσιαστές, στηριζόμενοι πάντα στον αριστερό αγκώνα τους, ήταν τοποθετημένα κυκλικά, έτσι ώστε κανείς να μην είναι στο επίκεντρο της προσοχής.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως δωμάτια σπιτιών που ήταν ειδικά διαμορφωμένα για συμπόσια. Ακόμα και παραστάσεις διαθέτουμε με αριστοκρατικά σκηνικά και περίτεχνα ανάκλιντρα, όπου άντρες πίνουν το κρασί τους, συζητούν, κάνουν αστεία και παίζουν κότταβο, απολαμβάνοντας μουσική και απαγγελία ποιημάτων.
Το συμπόσιο, όπως λέει και ο όρος (συν + πίνειν), ήταν προσανατολισμένο στην οινοποσία και την ολονύχτια συζήτηση. Το φαγητό ήταν προαιρετικό. Ο οικοδεσπότης μπορούσε να σερβίρει φαγητό, δεν ήταν όμως αυτό το ζητούμενο.
Σύμφωνα με τις πηγές, κάποιες φορές οι συμποσιαστές έφερναν το δικό τους φαγητό, αν είχαν ενημερωθεί ότι δεν θα σερβιριζόταν δείπνο. Ακόμα κι αν προσφερόταν όμως φαΐ, δεν ήταν τσιμπούσι, παρά λιτό γεύμα.
Τα χαμηλά τραπέζια εξάλλου δίπλα στα ανάκλιντρα καθαρίζονταν αμέσως μετά το τέλος, ώστε να περάσει η παρέα στον καθαυτό σκοπό της βραδιάς: την κρασοκατάνυξη.
Ο Όμηρος μάς βεβαιώνει πως κάποιες φορές, σε λιγότερο αριστοκρατικά συμπόσια, οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν είτε οικονομικά είτε με τρόφιμα. «Εράνους» τα αποκαλεί ο ποιητής, «συμβολές» τα έλεγαν αργότερα.
Οι Έλληνες είναι γνωστό πως δεν έπιναν γουλιά με το φαγητό τους. Πρώτα γέμιζαν το στομάχι και μετά περνούσαν στην οινοποσία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως το έπιναν ξεροσφύρι το κρασί τους. Ξέρουμε πως το συνόδευαν με μεζεδάκια, τα «τραγήματα», ψημένα κάστανα, γλυκίσματα από μέλι, κουκιά, τέτοια πράγματα.
Το συμπόσιο ξεκινούσε συνήθως με το σούρουπο, αν και για τον οικοδεσπότη η προετοιμασία του έπαιρνε μέρες. Έπρεπε να διαλέξει το κρασί, να κλείσει μουσικούς, ακροβάτες και εταίρες και να κανονίσει κάθε λεπτομέρεια.
Το καθαυτό συμπόσιο, η κρασοκατάνυξη δηλαδή, ξεκινούσε με μια σπονδή, συνήθως στον Διόνυσο. Ο συμποσιάρχης, ο τελετάρχης θα λέγαμε της συγκέντρωσης, ήταν ο άνθρωπος που επιφορτιζόταν και με έναν εξίσου σημαντικό ρόλο: να μη μεθύσουν οι παρευρισκόμενοι.
Όχι όλοι μαζί τουλάχιστον! Γιατί ένα δωμάτιο γεμάτο μεθυσμένους άντρες, δεν ήξερες ποτέ πού θα καταλήξει. Και ό,τι κι αν γινόταν, θα έφερνε κακή φήμη στον οικοδεσπότη. Από την άλλη βέβαια, δεν ήταν επίσης καλό να φύγει κάποιος εντελώς νηφάλιος. Κάτι δεν είχε γίνει καλά.
Το συμπόσιο είχε την τελετουργία του και οι Αθηναίοι έμπαιναν σε μεγάλο κόπο να διατηρήσουν τις εύθραυστες ισορροπίες. Ακόμα και χρυσός κανόνας υπήρχε για το πόσο καλό θα μπορούσε να πάει ένα συμπόσιο.
Όπως μας βεβαιώνει ο αθηναίος ποιητής της κλασικής εποχής, Εύβουλος, ένας καλός οικοδεσπότης ετοίμαζε τρεις κρατήρες για κάθε καλεσμένο: τον πρώτο για υγεία, τον δεύτερο για έρωτα και απόλαυση και τον τρίτο για ύπνο.
Μετά τον τρίτο, μας λέει, οι σοφοί άντρες επέστρεφαν σπίτι τους. Ο τέταρτος κρατήρας δεν ήταν πια ευθύνη του οικοδεσπότη. Ανήκε στην κακή συμπεριφορά. Ο πέμπτος ήταν για τις φωνές.
Ο έκτος για τις προσβολές και την αγένεια. Ο έβδομος για τους τσακωμούς. Ο όγδοος για το σπάσιμο των επίπλων. Ο ένατος για τη μελαγχολία. Και ο δέκατος ανήκε εξολοκλήρου στην τρέλα.
Ο καλός συμποσιάρχης καθόριζε από την αρχή πόσο κρασί θα σερβιριστεί, αλλά και την περιεκτικότητά του σε αλκοόλ. Οι Έλληνες έπιναν το κρασί τους νερωμένο. «Βάρβαρους» αποκαλούσαν χαρακτηριστικά οι Αθηναίοι όσους έπιναν σκέτο το κρασί τους. Αυτοί αναμείγνυαν κρασί και νερό στον κρατήρα, ένα μεγάλο αγγείο που είχε φτιαχτεί ειδικά για τον σκοπό.
Η σωστή αναλογία κρασιού και νερού ποίκιλε, η πιο φρόνιμη αραίωση δινόταν ωστόσο από τον λόγο 1:3. Το νερωμένο κρασί μπορεί να ακούγεται σήμερα μικρό πράγμα, ένας κρατήρας χωρούσε όμως ακόμα και 60 λίτρα κρασί.
Στον κρατήρα του συμποσίου έδιναν μάλιστα μεγάλο μέλημα. Οι αθηναίοι πολίτες έβαζαν τους αγγειοπλάστες να τους φτιάχνουν ολοκληρωμένες σειρές από αγγεία ειδικά διαμορφωμένα για χρήση στο συμπόσιο.
Εκτός από τον κρατήρα, το κρασί μεταφερόταν στο δωμάτιο και μέσα σε αμφορέα. Οι πλουσιότεροι είχαν τα πήλινα αυτά σκεύη διακοσμημένα με περίτεχνες παραστάσεις. Το νερό το έφερναν σε μια υδρία. Ο υπηρέτης βύθιζε την οινοχόη στον κρατήρα με το νερωμένο κρασί και γέμιζε τα κύπελλα των συνδαιτυμόνων.
Το ειδικά σχεδιασμένο κύπελλο της οινοποσίας ήταν η κύλικα, ένα ρηχό αγγείο με δύο οριζόντια χερούλια, ώστε να μπορεί να το πιάνει ο μισοξαπλωμένος συνδαιτυμόνας από το ανάκλιντρό του.
Ευθύνη του τελετάρχη ήταν επίσης να πίνουν όλοι με τον ίδιο ρυθμό, διασφαλίζοντας ότι κανένας δεν θα μεθούσε γρηγορότερα από τον διπλανό του.
Το συμπόσιο κατέληγε αναμφίβολα στη μέθη, αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος του. Δεν μαζεύονταν για να μεθύσουν, αλλά για επικοινωνήσουν, να κοινωνικοποιηθούν, να φιλοσοφήσουν.
Κι αν τελικά γινόσουν «σκνίπα», αυτό ήταν σίγουρα υποπροϊόν της βραδιάς. Όφειλες άλλωστε να φτάσεις εκεί σιγά-σιγά, με τρόπο πάντα πολιτισμένο.
Το συμπόσιο δεν ήταν μια συγκέντρωση φίλων. Αλλά μια συγκέντρωση φίλων με σκοπό. Το κρασί έκαμπτε τις αντιστάσεις, ώστε να έρθουν πιο κοντά οι πολίτες, σφυρηλατώντας ακόμα μεγαλύτερους δεσμούς. Ή δημιουργώντας νέους.
Όπως ξέρουμε, κανείς δεν καθόταν να πιει και να ακούει απλώς τους άλλους. Έστω και όταν οι άλλοι ήταν ο Σωκράτης. Κάθε συμποσιαστής όφειλε να συμμετέχει και να συμμετέχει μάλιστα ισότιμα.
Όπως έπινες την ίδια ποσότητα κρασιού με τους άλλους, έτσι μιλούσες κιόλας, ισόποσα. Ο καθένας με τη σειρά του. Έχοντας αντίστοιχο χρόνο να ξεδιπλώσει τη σκέψη του. Έστω κι αν έλεγες απλώς ένα τραγούδι ή μια ιστορία. Ή ένα αίνιγμα.
Στα πιο πετυχημένα συμπόσια, όπως το πλατωνικό, όλοι μιλούν για το ίδιο θέμα. Ο Πλάτωνας μας αφηγείται πως εκείνο το βράδυ την παρέα απασχολούσε ο έρωτας. Άλλες φορές ήταν η πολιτική.
Ο Ξενοφώντας βεβαιώνει πως το συμπόσιο ήταν ο καλύτερος τρόπος να συνάψεις πολιτικές συμμαχίες. Ή να καλοπαντρέψεις το παιδί σου. Ή να βρεις συνεταίρο για την εμπορική σου δραστηριότητα.
Το συμπόσιο δεν χρειαζόταν καν να είναι πολυτελές και πολυέξοδο. Η αριστοκρατία έπινε σε χρυσά κύπελλα, λίγη σημασία είχε ωστόσο αν η κύλικα ήταν από χρυσάφι ή πηλό. Ο σκοπός ήταν να πίνεις και να φιλοσοφείς με παρέα.
Έτσι έβλεπαν οι αρχαίοι Έλληνες τη διασκέδαση, κρασοκατάνυξη με παρέα και κουβέντα. Μια κουβέντα που μπορεί να σε έβγαζε από το συμπόσιο ακόμα και καλύτερο άνθρωπο. Αν είχες καλεσμένο τον Σωκράτη, σίγουρα.
Πάντα όμως η συντροφιά είχε τον πρώτο λόγο. Είναι γνωστό πως οι Αθηναίοι έβλεπαν με μισό μάτι όσους τα έτσουζαν μόνοι…