Από όλα τα τρελά και αδιανόητα πλάνα των Συμμάχων για να πάρουν κεφάλι έναντι των δυνάμεων του Άξονα κατά τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπάρχει και ένα που στέκεται σταθμός ανάμεσά τους.
Μια πραγματικά εξωφρενική ιδέα που είχε στόχο να χτυπήσει τον εχθρό στο δυνατό του σημείο: το ηθικό των αντρών.
«Επιχείρηση Φαντασία» το είπαν γλαφυρά γιατί είχε πράγματι μπόλικες δόσεις αυτού ακριβώς.
Στον απόηχο λοιπόν της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ, ο ίδιος ο William Donovan, ο «Wild Bill» όπως θα έμενε γνωστός, επικεφαλής του Office of Strategic Services (OSS), της πολεμικής υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ που θα γινόταν αργότερα η CIA, ζήτησε από τους πράκτορες και τους επιστήμονές του να βρουν τρόπους για να ρίξουν το ηθικό Ναζί και Γιαπωνέζων.
Κι εκείνοι του χάρισαν μια μακρά σειρά από βρόμικα τρικ, όπως κέικ με εκρηκτικά, βόμβες δεμένες σε νυχτερίδες, ορούς αλήθειας για να αποσπούν πληροφορίες από τους αιχμαλώτους πολέμου, ακόμα και ένα δύσοσμο σπρέι που γέμιζε τον χώρο με τη δυσάρεστη οσμή του αποχωρητηρίου.
Οι δύσκολοι καιροί καλούσαν σε απεγνωσμένες λύσεις έξω από τα καθιερωμένα, θα έλεγε κανείς, μόνο που ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο η «Επιχείρηση Φαντασία» δεν είχε όμοιό της…
Η «Επιχείρηση Φαντασία» ήταν πνευματικό παιδί του επικεφαλής του ψυχολογικού πολέμου του OSS, Ed Salinger. Αυτός ούτε επιστήμονας ούτε πράκτορας ήταν, παρά ένας εκκεντρικός επιχειρηματίας που έκανε δουλειές με το Τόκιο (εισαγωγές/εξαγωγές) πριν από τον πόλεμο.
Η εμπορική του δραστηριότητα ωστόσο με τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου τον είχε φέρει σε επαφή, έστω και επιφανειακή, με την ιαπωνική κουλτούρα.
Ήξερε τη γλώσσα, ήταν συλλέκτης της παραδοσιακής τέχνης των Ιαπώνων και μελετούσε μάλιστα ερασιτεχνικά και τις δεισιδαιμονίες του λαού.
Και ήταν το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό που έπεισε το γενικό αφεντικό Donovan να τον προσλάβει και να τον θέσει επικεφαλής του τμήματος ψυχολογικού πολέμου. Κι έτσι το 1943 ο Salinger συλλαμβάνει την ιδέα που θα έκανε σμπαράλια το παροιμιώδες ηθικό των Ιαπώνων.
Ο Salinger είχε μελετήσει τον σιντοϊσμό, επικρατούσα τότε θρησκεία της Ιαπωνίας, και γνώριζε για τα πνεύματα kitsune, που θεωρούνταν κακός οιωνός για όλους.
Τα kitsune είχαν τη μορφή της αλεπούς, κατείχαν μαγικές ιδιότητες και ήταν αυτό ακριβώς το είδος της προκατάληψης που αναζητούσε ο Donovan για να ενσταλάξει φόβο και ανησυχία σε στρατιώτες και πολίτες.
«Η βάση της πρότασης», έγραφε ο Salinger στον πρόλογο του υπομνήματος με την ιδέα του, «εδράζεται στο γεγονός ότι η σύγχρονη Ιαπωνία είναι γεμάτη δεισιδαιμονίες, πίστεις σε κακά πνεύματα και υπερφυσικές εκδηλώσεις που μπορούν να επιστρατευτούν και να οξυνθούν».
Κι έτσι σκέφτηκε… ραδιενεργές αλεπούδες που θα ακτινοβολούσαν απόκοσμη λάμψη και θα κατατρόμαζαν τον εχθρό, προμηνύοντας κακά μαντάτα για την έκβαση του πολέμου!
Τα μυθικά πνεύματα θα έρχονταν στη ζωή και όλοι οι Ιάπωνες θα έπαιρναν το μήνυμα πως οι θεοί ήταν αντίθετοι στον πόλεμό τους. Καταθέτοντας, γιατί όχι, ακόμα και τα όπλα.
Όταν τον ρώτησαν πώς είχε σκοπό να δημιουργήσει τα ψεύτικα αυτά kitsune, είδαν πως ο Salinger και η ομάδα του δεν στερούνταν ιδέες, κάθε άλλο. Η πρώτη εκδοχή που προωθήθηκε ήταν με ακτινοβόλα μπαλόνια σε σχήμα αλεπούς να περνούν πάνω από χωριά και πόλεις ενσταλάζοντας τρόμο στους κατοίκους.
Ακόμα και σε εταιρία που έφτιαχνε σφυρίχτρες απευθύνθηκαν για να τους φτιάξει ένα μαραφέτι που να μιμείται τους αλεπουδίσιους ήχους. Ο Salinger είχε ποντάρει πολύ σε αυτή την ιδέα.
Γράφει χαρακτηριστικά σε εσωτερικό υπόμνημά του: «Αυτές οι σφυρίχτρες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη μάχη και ένας ικανός αριθμός από αυτές θα δημιουργήσουν έναν αλλόκοτο ήχο που, όπως υπολογίζουμε, θα ενεργοποιήσει την ιαπωνική προκατάληψη».
Και μιας και το πράγμα ήταν όχι μόνο σοβαρό, αλλά και απόλυτη προτεραιότητα, το Office of Strategic Services προσέλαβε άλλη μια εταιρία για να αναδημιουργήσει εργαστηριακά την οσμή της αλεπούς. Τέτοια αληθοφάνεια αποζητούσαν για το πλάνο τους.
Ο Salinger υπέθετε εδώ πως οι Ιάπωνες θα αναγνώριζαν κάπως τη μυρωδιά της αλεπούς. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που ο λαός θα ήξερε τους ήχους που βγάζει σπανίως το σαρκοβόρο ζώο. Κι έτσι θα τρόμαζαν όπως ποτέ άλλοτε.
Παρά τις ασίγαστες προσπάθειές του ωστόσο, το Γραφείο έκρινε ως «μη πρακτικά» όλα αυτά, μπαλόνια, σφυρίχτρες και οσμές, και προωθούσε τώρα το παρθενικό σχέδιο του Salinger, που όσο να πεις ήταν πιο… εύκολο: να πιάσουν ζωντανές αλεπούδες σε Κίνα και Αυστραλία και να τις ψεκάσουν με φωσφορίζουσα μπογιά, απελευθερώνοντάς τες κατόπιν στην ιαπωνική ύπαιθρο!
Ακόμα και με τη σύμφωνη γνώμη όλων όμως, το σχέδιο παρουσίαζε μια σειρά από προκλήσεις που χρειάζονταν περισσότερη σκέψη και καλύτερη οργάνωση. Και πρώτα απ’ όλα, τι είδους χρώματος θα χρησιμοποιούσαν για να βάψουν τα ζώα;
Την απάντηση έδωσε εδώ η διαβόητη United States Radium Corporation, η οποία είχε ήδη αναπτύξει ένα χρώμα που φωσφόριζε στο σκοτάδι. Το οποίο περιείχε ράδιο. Και όλοι γνώριζαν τους κινδύνους του ραδιενεργού στοιχείου, καθώς ήδη από το 1917 η εταιρία είχε βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα.
Οι εργάτριές των εργοστασίων της, τα «Κορίτσια του Ραδίου» όπως είχαν μείνει τραγικά γνωστές, είχαν μολυνθεί από τη δουλειά με τη ραδιενεργή μπογιά (έβαφαν τα καντράν των ρολογιών για να φαίνονται στο σκοτάδι) και υπέφεραν από αναιμίες, νεκρώσεις τμημάτων του σώματός τους και πολλά ακόμα δεινά.
Ως και το 1938, πολλές από αυτές είχαν δικαιωθεί δικαστικά για τα μόνιμα προβλήματα στην υγεία τους και το OSS τα γνώριζε φυσικά όλα αυτά. Κι όμως, ακόμα κι έτσι, έκρινε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και έδωσε το πράσινο φως να συνεχιστεί η «Επιχείρηση Φαντασία».
Επόμενος σκόπελος που έπρεπε να υπηρπηδηθεί; Πώς θα παραμείνει η ραδιενεργή μπογιά στη γούνα της αλεπούς; Εδώ ο Salinger ζήτησε τη βοήθεια του Harry Nimphius, κτηνιάτρου του Ζωολογικού Κήπου του Central Park της Νέας Υόρκης.
Παρά την τεχνογνωσία του, ο κτηνίατρος που είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός όταν θεράπευσε έναν παράλυτο ελέφαντα και γιάτρεψε ένα καναρίνι με σπασμένο πόδι, ακόμα κι αυτός παραδέχτηκε πως δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο.
Κι έτσι ζήτησε τη βοήθεια ενός ρακούν, το οποίο παραήταν πρόθυμο να δανείζει τη γούνα του για πειράματα με αντάλλαγμα καθημερινές λιχουδιές.
Το πειραματόζωο κρατούνταν τώρα μακριά από τα μάτια του κόσμου και πράκτορες του OSS φυλούσαν νυχθημερόν το εργαστήριο. Μερικές μέρες αργότερα, ο Nimphius είχε βρει τρόπο να μη φεύγει η μπογιά από το τρίχωμά του.
Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, εκτός ίσως από αυτό το ενοχλητικό ερώτημα που αναδύθηκε τελικά: Πώς ήταν σίγουροι ότι οι υπερφυσικές αυτές αλεπούδες θα κατατρόμαζαν πράγματι τους Ιάπωνες;
Τα μεγάλα κεφάλια του Γραφείου είχαν ξανά τη λύση: θα απελευθέρωναν 30 τέτοιες φωσφορίζουσες αλεπούδες σε πάρκο της Ουάσιγκτον και θα παρατηρούσαν τις αντιδράσεις των ντόπιων. Αν τρόμαζαν τους Αμερικανούς, που δεν είχαν τέτοιες προλήψεις, φαντάσου τι θα έκαναν στους δεισιδαίμονες Ιάπωνες!
Μέχρι τότε είχαμε φτάσει στο 1945, αλλά ας είναι. Κι έτσι μια καλοκαιρινή νύχτα της χρονιάς το προσωπικό του OSS απελευθέρωσε πράγματι τις αλεπούδες στο πάρκο και το πείραμα έδειξε «υποσχόμενα αποτελέσματα», όπως γράφει στην έκθεση αποτελεσματικότητας.
Οι ακτινοβόλες αλεπούδες τρομοκράτησαν τους περαστικούς και κάποιοι ειδοποίησαν την αστυνομία του εθνικού πάρκου, η οποία γράφει στην αναφορά της: «Τρομαγμένοι κάτοικοι, σοκαρισμένοι από την ξαφνική εμφάνιση των σαν πνεύματα ζώων, τρέχουν από τις σκοτεινές ερημιές του πάρκου με κραυγές»…
Η «Επιχείρηση Φαντασία» δούλευε και όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν περιχαρείς. Μόνο που ένα ακόμα διαδικαστικό τερτίπι θα ερχόταν να χαλάσει την όμορφη ατμόσφαιρα: πώς θα έφταναν οι αλεπούδες στα νησιά της Ιαπωνίας;
Ο Salinger πρότεινε να τις πετάξουν στη θάλασσα και εκείνες θα έβρισκαν τον δρόμο τους ως τις ακτές, μόνο που κάτι τέτοιο κρίθηκε παρακινδυνευμένο για τις ζωές των ζώων. Μπορούσαν οι αλεπούδες να κολυμπήσουν μεγάλες αποστάσεις; Ναι, αποφάνθηκε ο Nimphius, ο Salinger έπρεπε ωστόσο να το ελέγξει.
Μέσα στην πρωινή λοιπόν ομίχλη μιας από τις επόμενες μέρες, μάζεψαν μπόλικες από αυτές και τις έβαλαν σε ένα πλοιάριο με προορισμό το Chesapeake Bay, τις μεγαλύτερες εκβολές ποταμού των ΗΠΑ. Όταν οι μηχανές σταμάτησαν, τις πέταξαν μία-μία στο παγωμένο νερό του ωκεανού για να δουν αν θα βουλιάξουν ή θα κολυμπήσουν.
Και εκείνες κολύμπησαν, φέρνοντας την αγαλλίαση σε όσους είχαν εργαστεί εδώ και τόσο καιρό για το σχέδιο. Ήταν πια έτοιμες για εισβολή στην Ιαπωνία. Άλλα αναχώματα δεν υπήρχαν!
Μόλις βγήκαν όμως στη στεριά, το μεγαλύτερο μέρος της ραδιενεργούς μπογιάς είχε ξεπλυθεί στο νερό. Ακόμα χειρότερα, οι αλεπούδες αφαίρεσαν με τη γλώσσα τους ό,τι είχε απομείνει, σβήνοντας το χαμόγελο από τα χείλη του προσωπικού.
Κανένα πρόβλημα για τον Ed Salinger, θα έριχνε τις αλεπούδες του κατευθείαν στη στεριά. Ακόμα κι έτσι όμως ξεπρόβαλλε ένα επίσης πιεστικό πρόβλημα: κανείς δεν είχε εκπαιδεύσει ποτέ αλεπούδες.
Πώς θα ήταν σίγουροι ότι τα ζώα θα παρέμεναν κοντά στους ανθρώπους και δεν θα προτιμούσαν την ησυχία τους μακριά τους; Ειδικά όταν θα άκουγαν ομοβροντίες από κανόνια και πυροβόλα;
Ο απτόητος Salinger είχε ξανά έτοιμη τη λύση: μεγάλοι αριθμοί. «Αν απελευθερώσουμε πολλές αλεπούδες, κάποιες θα περάσουν», γράφει σε άλλο ένα από τα εσωτερικά υπομνήματά του.
Κι αν τελικά οι αλεπούδες αποτύχουν, μια στρατιά από ραδιενεργά βαμμένα ρακούν, κογιότ, βιζόν και κουνάβια θα τις αντικαθιστούσαν επάξια.
Η επιτυχία ήταν στο τσεπάκι τους…
Αν δεν έχουμε ακούσει ποτέ για την «Επιχείρηση Φαντασία» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι γιατί ποτέ της δεν έλαβε χώρα. Ήδη από τις 24 Σεπτεμβρίου 1943, ο επικεφαλής του Τμήματος Έρευνας και Ανάπτυξης του OSS, Stanley Lovell, έσκιζε τα ιμάτιά του με την πρόδηλη τρέλα του εγχειρήματος.
Όπως δήλωνε επανειλημμένως στις συσκέψεις της ομάδας, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κανένας δεν αμφισβητούσε τη λογική, τη σκοπιμότητα και την αποδοτικότητα μιας τέτοιας επιχείρησης.
«Υποπτεύομαι πως κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει ως κριτική για μας στο πεδίο της καθαρής λογικής!», παραπονιόταν στους συναδέλφους του.
Ακόμα και για τον Lovell δηλαδή, έναν άνθρωπο με παρόμοιες τρελές ιδέες, αυτός ήθελε ας πούμε να κάνει τον Χίτλερ να χάσει το μουστάκι του ρίχνοντας θηλυκές ορμόνες στα λαχανικά του(!), οι ραδιενεργές αλεπούδες ξεπερνούσαν την αντοχή του στον παραλογισμό.
Τα πρακτικά της τελευταίας σύσκεψης του OSS, κοντά στα τέλη πια του πολέμου, αποκαλύπτουν μια αξιοσημείωτη ανακούφιση στους παρευρισκόμενους για την οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου.
«Το πρόβλημα της ‘‘Φαντασίας’’», καταλήγουν, «τακτοποιήθηκε ευγενικά»…