«Τι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο»! Τα λόγια αυτά ανήκουν στο σπουδαίο Νίκο Καζαντζάκη. Αν ο ίδιος αυτός σπουδαίος συγγραφέας ζούσε την ταραγμένη από κάθε άποψη δεκαετία του 1970, είναι πολύ πιθανό δίπλα σε αυτή του τη φράση να έβαζε τη φωτογραφία του Κώστα Γεωργάκη.
Ο Έλληνας φοιτητής ήταν αυτό ακριβώς που περιέγραψε ο Καζαντζάκης μερικές δεκαετίες πριν σε μια συνέντευξη που είχε δώσει. Ήταν λεύτερος. Και ήταν λεύτερος, επειδή, ακριβώς δεν φοβήθηκε το θάνατο.
Ο Γεωργάκης έβλεπε την πατρίδα του να βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι που την είχαν βάλει μια χούφτα ημιπαράφρονες χουντικοί και ο ίδιος αν και ζούσε και σπούδαζε στο εξωτερικό αυτό δεν το άντεξε. Θέλησε να φωνάξει. Να ουρλιάξει. Και το έκανε. Με τρόπο μοναδικά εκκωφαντικό. Ήταν τόσο δυνατή η κραυγή του, που ακούγεται ακόμα και στις ημέρες μας.
Ποιος ήταν ο Κώστας Γεωργάκης
Γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1948 στη Κέρκυρα. Ήταν γιος ράφτη. Είχε δύο αδέλφια. Μια μεγαλύτερη αδελφή, την Κατερίνα, και έναν μικρότερο αδελφό, τον Αριστοτέλη.
Η οικογένεια του κατάφερε με πολύ κόπο και αιματηρές οικονομίες να του εξασφαλίσει τις σπουδές του στην Ιταλία. Ο Κώστας πήγε στη Γένοβα για να σπουδάσει γεωλογία.
Ζώντας από μέσα το έντονο πολιτικό κλίμα που υπήρχε εκείνη την περίοδο, διαλέγει και πλευρά και γίνεται μέλος της ΕΔΗΝ, της Νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου.
Τα χρόνια στην Ιταλία μόνο εύκολα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Ο Γεωργάκης εκεί αλλά το μυαλό του ήταν πίσω στην Ελλάδα και τα όσα συμβαίνουν. Κάποιοι συμφοιτητές του τον περιγράφουν ως έναν έντονα πολιτικοποιημένο νεαρό άνθρωπο που είχε επηρεαστεί από τα όσα γίνονται στην πατρίδα του. Ο Γεωργάκης σε καμία περίπτωση δεν έκανε αυτό που θα λέγαμε σήμερα «φοιτητική ζωή».
Είχε αφιερωθεί στο να καταγγέλλει τη δικτατορία στην Ελλάδα. Συγκρούεται ανοιχτά και έμπρακτα με τους χαφιέδες «φοιτητές» που είχε «φυτέψει» η χούντα στα ιταλικά πανεπιστήμια και είχαν φτιάξει τη δική τους οργάνωση, τη «Λέγκα». Στις 26 Ιουνίου 1970 λίγο, πριν τη θυσία του, δίνει μια ανώνυμη συνέντευξη στον Ντομένικο Γκράσι και στη Μαρία Γκράτσια Λίτσο στο περιοδικό «Sigla a» και αποκαλύπτει τα πάντα με ονόματα και διευθύνσεις.
Η ταυτότητά του αποκαλύπτεται από την κερκυραϊκή προφορά του και ο ίδιος φοβούμενος πως η χούντα θα «ξεσπάσει» πάνω στα μέλη της οικογένειάς του, αποφασίζει να κάνει κάτι ακόμα μεγαλύτερο, με προφανή στόχο να δοθεί δημοσιότητα και έτσι να προστατεύσει τους δικούς του ανθρώπους.
Την ίδια εποχή άνθρωποι της χούντας αλλά και ιταλοί φασίστες συνεργάτες τους, έχουν αρχίσει να παρακολουθούν τον Γεωργάκη ο οποίος το καταλαβαίνει και επισπεύδει την ενέργεια του.
Η δίχως προηγούμενο θυσία του
Για να αντιληφθούμε πλήρως το σκηνικό γύρω από τη θυσία του Γεωργάκη θα πρέπει να έχουμε μια εικόνα της χρονικής συγκυρίας. Βρισκόμαστε στο 1970. Τρία χρόνια μετά την επιβολή της Χούντας. Τρία χρόνια πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ακριβώς στη μέση, δηλαδή. Σε ένα μεταίχμιο, όπου ο νεαρός φοιτητής έβλεπε πως δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα καθώς οι ξένοι σιωπούν και οι Έλληνες (εκτός από μερικές φωτεινές εξαιρέσεις) δεν αντιδρούν επειδή φοβούνται να κάνουν το οτιδήποτε.
Αυτό ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο. Ο Γεωργάκης το βλέπει αυτό ως το απόλυτο αδιέξοδο και ταυτόχρονα δεν αντέχει να βλέπει τη χώρα του να βρίσκεται κάτω από την μπότα των συνταγματαρχών. Είναι το σημείο που αποφασίζει να δράσει. Που αποφασίζει να θυσιαστεί ο ίδιος για να λάβει διεθνείς διαστάσεις η υποδούλωση της Ελλάδας από τους χουντικούς.
Κάπως έτσι, το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου, ο Γεωργάκης που πλέον έχει πάρει την απόφασή του, γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του (θα το διαβάσετε στη συνέχεια του κειμένου), χαρίζει το αντιανεμικό του μπουφάν στην αρραβωνιαστικιά του Ροζάνα και φεύγει από το σπίτι του.
Βάζει μπροστά το 500αράκι Φίατ του, στο παρμπρίζ του οποίου είχε κολλημένη τη φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου, και περίπου στις 3 τα ξημερώματα φτάνει στην πλατεία Ματεότι και κατευθύνεται στο Παλάτσο Ντουκάλε, όπου στεγάζονταν τα δικαστήρια της πόλης.
Βγάζει από το πορτπαγκάζ του αυτοκινήτου του τρία μπιτόνια με βενζίνη και κρατώντας τα στα χέρια φτάνει στη μεγάλη στοά. Τότε ρίχνει βενζίνη στα ρούχα του και με ένα σπίρτο ανάβει τη φωτιά. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου οι φλόγες τον είχαν «καταπιεί».
Εκείνη την ώρα δεν υπήρχαν πολίτες στο σημείο. Μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες της θυσίας του, τέσσερις οδοκαθαριστές οι οποίοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Όταν έφτασαν κοντά του, όμως, εκείνος με όση δύναμη του είχε απομείνει φώναξε: «Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα».
Όταν πια έσβησε η φωτιά, ο Γεωργάκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Απλά περίμεναν το μοιραίο το οποίο ήρθε περίπου δέκα ώρες αργότερα.
Τα συγκλονιστικά λόγια του πατέρα του και το τελευταίο αντίο
Όταν μετά από τα διαδικαστικά οι Ιταλοί κατάλαβαν ποιος είναι ο άνθρωπος που αυτοπυρπολήθηκε ήρθαν σε επαφή με τον πατέρα του στην Κέρκυρα. Του ζήτησαν να ταξιδέψει μέχρι την Ιταλία γιατί ο Κώστας είχε πέσει θύμα αυτοκινητιστικού ατυχήματος και δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή:
«Ο Κώστας νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σαν Μαρτίνο. Πρέπει να έρθετε αμέσως εδώ», του είπαν.
Όπως περιγράφει ο ίδιος, την αλήθεια την έμαθε όταν πλέον έφτασε στο αεροδρόμιο του Μπρίντιζι τυχαία από έναν υπάλληλο που είχε μάθει τα νέα από τις ειδήσεις! Την επόμενη ημέρα στη Γένοβα έπρεπε να πάει στο νεκροτομείο.
Η μαρτυρία του τραγικού πατέρα στον ερευνητή της υπόθεσης Κωνσταντίνο Παπουτσή είναι συγκλονιστική: «Ήρθε η ώρα αυτή και με συνόδευσε στο νεκροτομείο ο ιερέας. Μου ζήτησε ο ιατροδικαστής να κάνω αναγνώριση. Ήταν καμένος, δηλαδή κάρβουνο, καμένος μέχρι και τρία εκατοστά βάθος. Ναι, αυτό είναι το παιδί μου… Αυτός είναι ο Κώστας μου. Έκανα τον σταυρό μου, τον φίλησα και κατέρρευσα».
Λίγο πριν φύγει από το σπίτι του για να ολοκληρώσει την ανθρωποθυσία του, ο Γεωργάκης έγραψε ένα γράμμα με αποδέκτη τον πατέρα του:
«Συγχώρεσέ μου αυτή την πράξη χωρίς να κλάψεις. Ο γιος σου δεν είναι ένας ήρωας. Είναι ένας άνθρωπος όπως οι άλλοι, ίσως με λίγο φόβο παραπάνω. Φίλησε τη γη μας, για μένα. Μετά από τρία χρόνια βίας δεν αντέχω άλλο. Δεν θέλω εσείς να διατρέξετε κανέναν κίνδυνο εξαιτίας των δικών μου πράξεων αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο. Σου γράφω στα ιταλικά, για να προκαλέσω αμέσως το ενδιαφέρον όλων για το πρόβλημα μας. Ζήτω η Δημοκρατία. Κάτω οι τύραννοι. Η γη μας, που γέννησε την ελευθερία, θα εκμηδενίσει την τυραννία. Εάν μπορείτε συγχωρέστε με».
Σήμερα στο σημείο που αυτοπυρπολήθηκε υπάρχει αναμνηστική πλάκα με την επιγραφή στα ιταλικά: «Στον νεαρό Έλληνα Κωνσταντίνο Γεωργάκη που θυσίασε τα 22 χρόνια του για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία της πατρίδας του. Όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι σκιρτούν μπροστά στην ηρωική του χειρονομία. Η Ελεύθερη Ελλάδα θα τον θυμάται για πάντα».
Η σορός του νεαρού φοιτητή έμεινε άταφη για τέσσερις ολόκληρους μήνες. Ο πρόξενος απαιτεί από τον πατέρα του Γεωργάκη να διαβάσει κατασκευασμένη δήλωση στην ΑΝΣΑ, με αντάλλαγμα να πάρει τη σορό του παιδιού του στην Κέρκυρα. Εκείνος αρνείται.
Αν και μεταφέρθηκε από φίλους και συμφοιτητές του στο νεκροταφείο της ιταλικής πόλης, η χούντα έβαζε διάφορα τυπικά- γραφειοκρατικά εμπόδια για να μπορεί να ολοκληρωθεί και τυπικά η διαδικασία. Παράλληλα, απαγόρευσε την άμεση μεταφορά της σορού στην Ελλάδα. Τελικά, το άψυχο σώμα του φοιτητή μεταφέρθηκε κρυφά στην Κέρκυρα με το πλοίο «Αστυπάλαια», τον Ιανουάριο του 1971. Η ταφή του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Κέρκυρας,.
«Ντύθηκες γαμπρός, φωταγωγήθηκες σαν έθνος. Έγινες ένα θέαμα ψυχής, ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα. Είσαι η φωτεινή, περίληψη του δράματός μας, τα χέρια μας προς την Ανατολή και τα χέρια μας προς τη Δύση. Είσαι στην ίδια λαμπάδα τη μια τ’ αναστάσιμο φως κι ο επιτάφιος θρήνος μας», έγραψε για εκείνον ο Νικηφόρος Βρεττάκος.