Όταν ξέσπασε η πανδημία που βύθισε τον πλανήτη στον τρόμο και τη θλίψη, η Σιγκαπούρη ξεπήδησε σύντομα ως ένα από τα success stories της αποτελεσματικής κρατικής απάντησης στον κορονοϊό.
Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης χαρακτηρίστηκε πρότυπο αντίδρασης και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επαινούσε ανοιχτά το στρατηγικό πλάνο της μικρής χώρας.
Η νησιωτική αυτή σύγχρονη πόλη-κράτος, στα νότια της Μαλαισίας, με πληθυσμό μόλις 5,6 εκατ. ανθρώπων, έχει σήμερα τα περισσότερα επιβεβαιωμένα κρούσματα σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ασία.
Παρά το γεγονός ότι μετρά μόλις 12 θανάτους, τα κρούσματα στη Σιγκαπούρη έχουν ξεπεράσει πλέον τα 12.000. Τα 1.400 μάλιστα ήρθαν μόλις σε μία μέρα, τριπλασιάζοντας ουσιαστικά τον αριθμό τους μέσα σε μία εβδομάδα.
Η Σιγκαπούρη έχασε τον έλεγχο της πανδημίας και οι υγειονομικοί αξιωματούχοι της χώρας έχουν μια άποψη για τους λόγους. Γιατί συνέβη όμως αυτό;
Και πώς από πρότυπο αντίδρασης, πλάι στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν, άφησε την κατάσταση να ξεφύγει; Οι εποχές που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνέχαιρε τη Σιγκαπούρη για τους μαζικούς ελέγχους και την αποτελεσματική ιχνηλάτηση των επαφών μοιάζουν μακρινές, ενώ έχει περάσει μόλις ένας μήνας.
Μακρινή μοιάζει επίσης και η εποχή που η χώρα συγκρατούσε αποτελεσματικά και το δεύτερο κύμα του κορονοϊού της Ασίας, που προκάλεσαν οι φοιτητές και οι πολίτες που επαναπατρίστηκαν από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η Σιγκαπούρη κατέγραψε μόλις ένα τέτοιο εισαγόμενο κρούσμα από τις 9 Απριλίου.
Χονγκ Κονγκ (μόλις πάνω από 1.000 κρούσματα) και Ταϊβάν (λίγο περισσότερα από 400) συνεχίζουν να τα πάνε περίφημα, παρά τους μεγαλύτερους πληθυσμούς τους. Τι πήγε τόσο λάθος στη μικρότερη χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας;
Η Σιγκαπούρη ήταν μια από τις χώρες που είχαν διδαχθεί ένα σκληρό μάθημα το 2003, με την επιδημία του SARS. Για να μην επαναληφθεί ο εφιάλτης, είχε έτοιμα σενάρια διαχείρισης υγειονομικών κρίσεων και δεν έχασε χρόνο να τα επιστρατεύσει.
Γι’ αυτό και Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ και Ταϊβάν αντέδρασαν τόσο γρήγορα και αποτελεσματικά στον κορονοϊό. Και παρά την επικίνδυνη γειτνίασή τους στο επίκεντρο, την Κίνα. Και τις απευθείας πτήσης από την Ουχάν.
Οι τρεις χώρες επέβαλλαν προληπτικούς περιορισμούς στις πτήσεις από Κίνα ήδη από την 1η Φεβρουαρίου, την ώρα δηλαδή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν θεωρούσε αναγκαίους τέτοιους ταξιδιωτικούς περιορισμούς.
Τα επιδημιολογικά μοντέλα προέβλεπαν μάλιστα ολική καταστροφή για τη Σιγκαπούρη ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου, όταν ο ιός βγήκε για πρώτη φορά από τα σύνορα της Κίνας. Η Σιγκαπούρη έμοιαζε καταδικασμένη να ζήσει μια επιδημία επικών προδιαγραφών.
Και, πράγματι, ήταν η τρίτη μόλις χώρα του πλανήτη που επιβεβαίωνε κρούσμα Covid-19, με το πρώτο να σημειώνεται ήδη από τις 23 Ιανουαρίου. Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου κατέγραφε μάλιστα 80 κρούσματα, τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα (εκτός από την Κίνα φυσικά). Κι όμως, το μικρό έθνος κατάφερε να ανατρέψει όλα τα εις βάρος του προγνωστικά.
Μελέτη του Χάρβαρντ εκτιμούσε στις 18 Φεβρουαρίου πως η Σιγκαπούρη ανίχνευε τρεις φορές περισσότερα κρούσματα από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Δεν είχε τρεις φορές περισσότερα κρούσματα, έκανε απλώς πολύ περισσότερα τεστ και εφάρμοζε καλύτερες μεθόδους ιχνηλάτησης επαφών.
Για μη χάνουν μάλιστα κρούσματα Covid-19, οι υγειονομικές αρχές της αποφάσισαν από την πρώτη στιγμή να ελέγχουν και όλα τα κρούσματα γρίπης και πνευμονίας. Και δεν υπολόγιζαν έξοδα για την ανίχνευση των πιθανών επαφών, με ελέγχους σε 24ωρη βάση, επιστράτευση της αστυνομίας, συνεντεύξεις στους ασθενείς και κινητοποίηση ταξιδιωτικών παρόχων κ.λπ.
Την ίδια ώρα, οι καθημερινές εφημερίδες είχαν υποχρεωτικά στο πρωτοσέλιδό τους εκκλήσεις της κυβέρνησης στους πολίτες να τρέξουν να ελεγχθούν (πάντα δωρεάν) ακόμα και με τα πιο ήπια συμπτώματα. Και να μείνουν στο σπίτι αν δεν ένιωθαν καλά, χωρίς επιπτώσεις στις εργασιακές ή σχολικές υποχρεώσεις τους.
Η κυβέρνηση διασφάλισε πλήρη αποζημίωση σε όσους έμπαιναν σε καραντίνα, απαγορεύοντας στους εργοδότες να χρεώνουν στους υπαλλήλους την κανονική άδειά τους αν έμεναν στο σπίτι. Τα κρατικά πρωτόκολλα κοινωνικής απόστασης και απομόνωσης εφαρμόστηκαν καθολικά και με την πλήρη συμφωνία του κόσμου.
Η Σιγκαπούρη επιστράτευσε ακόμα σκληρότερα μέτρα για την τήρηση των περιορισμών. Ο μόνιμος κάτοικος που θα παραβίαζε τα περιοριστικά μέτρα θα έχανε αυτομάτως την υπηκοότητα, την ίδια ώρα που ένα ζευγάρι καταδικάστηκε στο δικαστήριο γιατί έδωσε ψευδές ταξιδιωτικό ιστορικό.
Στα μέσα Μαρτίου η χώρα, μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη, νομοθέτησε για την απόσταση μεταξύ των πολιτών, τιμωρώντας με τσουχτερό πρόστιμο 7.000 δολαρίων ή και εξάμηνη φυλάκιση όποιον παραβίαζε τη διαπροσωπική απόσταση.
Όποιον έπιανε η αστυνομία να κάθεται εσκεμμένα σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου από τον άλλο σε δημόσιο χώρο, τον τσιμπούσε επιτόπου. Το μέτρο εκτιμάται πως θα είναι σε ισχύ τουλάχιστον ως τις 30 Απριλίου.
Σε ένα μείγμα καρότου και μαστιγίου, αυστηρότητας και διαφάνειας δηλαδή, η Σιγκαπούρη έγινε παράδειγμα προς μίμηση. Μέχρι τις 13 Μαρτίου, η πόλη-κράτος είχε 178 κρούσματα και κανέναν θάνατο. «Η Σιγκαπούρη δεν αφήνει πέτρα που να μη γυρίσει», είχε πει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγέσους.
Μεγάλο ρόλο έπαιξε σε όλα αυτά και ο πρωθυπουργός της χώρας, Λι Χσιεν Λόονγκ, ώστε να μείνει ο κόσμος σε επαγρύπνηση μεν, αλλά όχι σε πανικό. Όταν η Σιγκαπούρη αύξησε στις 7 Φεβρουαρίου το επίπεδο απειλής από την πανδημία σε πορτοκαλί (μία βαθμίδα κάτω από το μέγιστο), οι πολίτες απάντησαν αδειάζοντας τα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Ο Λόονγκ εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να καθησυχάσει το έθνος, παραδίδοντας το μήνυμά του στις 3 από τις 4 επίσημες γλώσσες του κρατιδίου. Η ειλικρινής, διαφανής και καθησυχαστική ομιλία του είχε τέτοιο αντίκτυπο που οι ουρές στα σούπερ μάρκετ εξαφανίστηκαν σύντομα.
Η Σιγκαπούρη κατάφερε μάλιστα να συγκρατήσει και το δεύτερο κύμα κορονοϊού που έπληξε την Ασία, όταν επαναπατρίστηκαν οι φοιτητές και οι πολίτες της που ζούσαν σε Ευρώπη και Αμερική…
Οι υγειονομικές αρχές της Σιγκαπούρης και ο ίδιος ο υπουργός Υγείας θεωρούν πως υποεκτίμησαν τον κίνδυνο των μεταναστών εργατών. Πάνω από 200.000 μετανάστες που δουλεύουν στη χώρα ζουν σε 43 τεράστιους κοιτώνες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, στοιβαγμένοι είκοσι άνθρωποι σε ένα δωμάτιο.
Από τα χιλιάδες νέα κρούσματα που άρχισε να μετρά ξαφνικά η χώρα, μόλις 16 είναι μόνιμοι πολίτες της Σιγκαπούρης. Τα 3/4 περίπου όλων των κρουσμάτων Covid-19 προέρχονται ή συνδέονται με αυτούς τους κοιτώνες-υγειονομικές βόμβες, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύουν οι τοπικές Αρχές.
Οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από την Ινδία και το Μπαγκλαντές και είναι ανειδίκευτοι εργάτες που δουλεύουν στον κατασκευαστικό κλάδο και τα ναυπηγεία μιας χώρας με ανθηρή οικονομία και πολύ καλό βιοτικό επίπεδο. Ζουν σε κοιτώνες των 20 ατόμων και μοιράζονται με εκατοντάδες άλλους το μπάνιο και την κουζίνα.
Ο μη κυβερνητικός οργανισμός TWC2, που παρακολουθεί το επίπεδο ζωής των μεταναστών στη Σιγκαπούρη, προειδοποιούσε συνεχώς για το πόσο ευάλωτοι είναι στον κορονοϊό.
«Οι κοιτώνες και η διαχείριση των μεταναστών εργατών έχουν υπάρξει τυφλό σημείο», σημείωσε προσφάτως ο Jeremy Lim, καθηγητής δημόσιας υγείας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης. «Οι κοιτώνες δεν μπορούν δομικά να προσφέρουν την κοινωνική απόσταση που είναι απαραίτητη», κατέληξε.
Μέσα σε μία βδομάδα, όλη η καλή δουλειά μηνών εξανεμίστηκε. Οι Αρχές της Σιγκαπούρης μεταφέρουν τώρα εσπευσμένα τους εργάτες σε άδειες και δημόσιες εργατικές κατοικίες, στρατόπεδα και όπου αλλού μπορούν να κρατήσουν μια ασφαλή απόσταση μεταξύ τους.
Παρά το γεγονός ότι τα κρούσματα έχουν αυξηθεί εκθετικά στη χώρα σε μερικές μόλις ημέρες, ο δείκτης που αφορά στις μολύνσεις μεταξύ πολιτών συνεχίζει να πέφτει. Μια ένδειξη πως τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα αποδίδουν. Μέτρα όπως το κλείσιμο των σχολείων, η υποχρεωτική μάσκα σε δημόσιους χώρους κ.λπ.
Όλοι θεωρούν πάντως πως ο θρίαμβος της Σιγκαπούρης στη διαχείριση του κορονοϊού διακυβεύεται ανοιχτά. Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση με τους μετανάστες και αν θα συγκρατηθεί για άλλη μια φορά ο κορονοϊός, που καλπάζει για την ώρα.
«Είμαστε σε μια κρίσιμη στιγμή», μας λέει ο ακαδημαϊκός Lim, «αν δεν μπορέσουμε να περιορίσουμε τους κοιτώνες ή τις εστίες των μεταναστών εργατών, η πανδημία θα ξεχυθεί αναπόφευκτα στον γενικό πληθυσμό, γιατί η Σιγκαπούρη είναι τόσο μικρή»…