Το «Μένουμε Σπίτι» είναι η συμβουλή του Υπουργείου Υγείας ώστε να αποφευχθεί η εξάπλωση του κορονοϊού, και για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου από την αρχή, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη.
Με τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Ελλάδα να αυξάνονται μέρα με τη μέρα και τη κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο να φαίνεται δυσοίωνη, είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε ώστε να βοηθήσουμε, τόσο τους εαυτούς μας, όσο και τον περίγυρο μας.
Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος θέλει να ακολουθήσει το «Μένουμε Σπίτι» αλλά δεν γίνεται για πρακτικούς λόγους; Ποια είναι η κατάσταση που αντικρίζει; Και πώς αυτή τον επηρεάζει;
Μέχρι στιγμής, τα social media έχουν γεμίσει από αναρτήσεις εκπροσώπων της showbiz και μη, οι οποίοι δείχνουν πώς περνάνε τον χρόνο τους κλεισμένοι στα σπίτια τους.
Ποια είναι η άλλη όψη του νομίσματος;
Στην άλλη όψη λοιπόν βρίσκομαι εγώ, και αρκετοί σαν και μένα που δεν μπορούν να ακολουθήσουν το «Μένουμε Σπίτι», όχι γιατί δεν θέλουν ή βάζουν την πάρτη τους πάνω από το κοινό καλό, αλλά γιατί οι καταστάσεις δεν το επιτρέπουν.
Κατ’ αρχάς να σας συστηθώ, να ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε. Ονομάζομαι Σοφία, δηλώνω δημοσιογράφος και ανήκω στην κατηγορία των 35άρηδων. Επίσης, ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που σιχαίνονται τη μουρτζουφλιά, τους αντικοινωνικούς ανθρώπους και τη… μίρλα.
Εδώ και λίγες μέρες, η παγκόσμια κοινότητα «χορεύει» στους ρυθμούς του κορονοϊού και τα τρία αυτά που σιχαίνομαι και ανέφερα παραπάνω, μας έχουν κατακλύσει.
Βιώνουμε όλοι μας καταστάσεις πρωτόγνωρες και όπως είναι φυσικό, η ανησυχία και ο φόβος έχει τρυπώσει μέσα μας.
Η πόλη μου λοιπόν, η Αθήνα, έχει μπει σε «καραντίνα». Όλοι βρίσκονται, και ορθώς, στα σπίτια τους σε κατ’ οίκον περιορισμό, ακολουθώντας τη συμβουλή «Μένουμε Σπίτι».
Κατ’ εμέ, το πιο σωστό ακούστηκε από τα χείλη του κ. Τσιόδρα σε μια από τις καθημερινές του ενημερώσεις: Να αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας σαν να είμαστε φορείς του ιού και προσέχουμε να μην τον μεταδώσουμε.
Γονείς, φίλοι, συγγενείς και συνεργάτες αφού προμηθεύτηκαν τα απαραίτητα βρέθηκαν στα σπίτια τους, κλεισμένοι πίσω από τις πόρτες τους και προφυλάσσονται από τον ιό.
Άλλαξαν την καθημερινότητα τους, προσπαθούν να βρουν τρόπους να γεμίσουν τις ώρες τους και παρακολουθούν στις ειδήσεις τις εξελίξεις γύρω από το θέμα του κορονοϊού.
Έχει αλλάξει όμως και η δική μου καθημερινότητα. Ενός ανθρώπου που βγαίνει καθημερινά έξω, κάνει τα ψώνια του στο σούπερ μάρκετ και συναναστρέφεται -ελάχιστο- κόσμο. Φυσικά αυτά γίνονται με τις απαραίτητες προφυλάξεις και τις κατάλληλες δόσεις αντισηπτικού.
Ναι λοιπόν, βγαίνω καθημερινά στον δρόμο και ο λόγος είναι ένας. Για να προφυλάξω τους δικούς μου ανθρώπους. Μπερδευτήκατε; Θα καταλάβετε λίγο πιο κάτω…
Τι αντικρίζω έξω; Ανθρώπους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι οποίοι κοιτιούνται με καχυποψία και τα μάτια τους είναι γεμάτα θλίψη… Λουκέτα παντού, ερημιά και μοναξιά. Και ναι αυτό με γεμίζει στεναχώρια. Όσο και να θες να δεις τα πράγματα με «άλλο μάτι» δεν γίνεται. Δεν είμαι όμως η μόνη που το έχει παρατηρήσει αυτό.
Τα κορίτσια που εργάζονται στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου, το επιβεβαιώνουν. «Ούτε ένα χαμόγελο, χάθηκε η αισιοδοξία μας…», μου λένε σε κάθε ευκαιρία θλιμμένες αλλά κάνοντας μια προσπάθεια να μου χαμογελάσουν. Και εκείνες θέλουν να μείνουν στα σπίτια τους, να προφυλαχθούν, αλλά δεν μπορούν αφού πρέπει να βρίσκονται στο πόστο τους και να εξυπηρετούν το κοινό.
«Πάλι καλά που περνάς και εσύ και σκας και ένα χαμόγελο βρε Σοφάκι» η αντίδραση της βενζινοπώλη όταν σταμάτησα για να φουλάρω με βενζίνη το αυτοκίνητό μου.
Ένας λόγος λοιπόν που δεν έχω κλειστεί στο σπίτι να βλέπω ταινίες, «Άγριες Μέλισσες» (που λατρεύω) και να διαβάζω βιβλία είναι πως οι γονείς μου ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.
Το λιγότερο που μπορώ να κάνω λοιπόν για να τους προφυλάξω είναι να τους «απαγορέψω» να κάνουν εκείνοι τα ψώνια και να τα κάνω εγώ, να πηγαίνω στο φαρμακείο κλπ. Φαντάζομαι, πως αυτά δεν είναι άγνωστα σε πολλούς από σας.
Σε αντίθεση με ορισμένους άνω των 50, που δεν χάνουν ευκαιρία να βρίσκονται σε πλατείες και να λιάζονται αδιαφορώντας για το κακό που μπορεί να προκαλέσουν, οι γονείς μου συμμορφώθηκαν και κλείστηκαν στο σπίτι. Ο κορονοϊός άλλαξε τους ρόλους. «Μην σας δω να κυκλοφορείτε, αλλοίμονο σας!» είναι πλέον το inside joke μας για να διασκεδάσουμε τη κατάσταση.
Και επειδή μας αρέσει η πλάκα οικογενειακώς έχουμε εφεύρει τον δικό μας τρόπο ώστε να τους παραδίδω τα ψώνια.
Καλαθάκι, γερό σκοινί και η αυτοσχέδια κατασκευή κατεβαίνει από το μπαλκόνι (πάλι καλά που δεν έχουμε ουρανοξύστες στην Ελλάδα). Τα ψώνια μπαίνουν στο καλάθι και παίρνουν την ανηφόρα για το σπίτι.
Υπερβολικό; Ίσως! Εμείς όμως γελάμε. Το ίδιο και οι φίλοι-γείτονες. Τι πιο ωραίο από το να μεταδίδεις γέλιο στους άλλους μέσα στην κατήφεια που βιώνουμε;
Φυσικά, μέσα στα «εφόδια» είναι και οι απαραίτητες σειρές και ταινίες για τις οποίες μετά πέφτει και ο ανάλογος σχολιασμός μέσω βιντεοκλήσης. Πώς να γεμίσει τον χρόνο του ο κάθε συνταξιούχος εξάλλου; Μην ξεχνάτε, πως από μια ηλικία και έπειτα, «διασκέδαση» είναι η βόλτα στη λαϊκή αγορά και η περατζάδα στα σούπερ μάρκετ.
Περιμένοντας στην ουρά του σούπερ μάρκετ και τηρώντας την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας από τον μπροστινό, παρατηρώ τις αντιδράσεις του κόσμου. Φωνές και νεύρα. Μην ξεχνάμε πως ο καυγάς είναι για τα καλά στο γονίδιο του Έλληνα. «Καλά ρε, δεν βλέπεις πως είσαι πολύ κοντά; Τράβα πίσω» να λέει ο ένας. «Εγώ ρε, εσύ ήρθες πιο πίσω, θα μας τρελάνεις;».
Άλλαξαν τα πράγματα, αντί να τσακώνεται ο κόσμος για το ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα στο ταμείο, τσακώνονται για τις αποστάσεις μεταξύ τους. Φυσικά, ο συγκεκριμένος καυγάς έληξε… αναίμακτα καθώς «καραδοκεί» ο κορονοϊός και δεν επιτρέπονται τα αγγίγματα.
Την ένταση παρακολουθεί και μια κυρία γύρω στα 40, η οποία στέκεται πίσω μου. «Τι να κάνω; Να αφήσω τους γονείς μου να βγουν έξω; Όχι φυσικά. Εγώ θα πάω να τους ψωνίσω; Ψωμί κάθε μέρα θέλουν; Εγώ. Γιαούρτι; Εγώ. Το αγαπημένο τους γλυκάκι; Εγώ» μου λέει για να ανοίξει κουβέντα και συνειδητοποιώ ξανά πως είμαστε αρκετοί οι «κοινωνικοί» που αποζητούμε ακόμα την καθημερινή επικοινωνία με τον συνάνθρωπο και αδυνατούμε να μείνουμε στο σπίτι.
Και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που δεν έχω μπει σε 24ωρη καραντίνα. Πόσα άτομα γύρω μας έχουν ανάγκη από ένα χαμόγελο, έναν λόγο για να πάρουν δύναμη και να αντεπεξέλθουν σε αυτό που μας έχει κυριεύσει, πόσοι χρειάζονται τη βοήθεια μας γιατί είναι μόνοι τους;
Επίσης, όταν μπαίνεις σε μια τέτοια κατάσταση, όταν δεν μπορείς να συναναστραφείς τον κύκλο σου, εκτιμάς το ηλιοβασίλεμα που φαίνεται από το μπαλκόνι σου και βλέπεις ποιοι θα σε «ψάξουν» και κυρίως ποιους θα «ψάξεις» εσύ.
Αυτό ακριβώς συνέβη και σε μένα. Τις μέρες αυτές υπήρχαν άτομα που δεν τα «έψαξα», δεν τα σκέφτηκα, δεν μου έλειψαν. Και κάπως έτσι αναρωτήθηκα στενάχωρα το «γιατί». Απάντηση δεν μου έδωσα και προτίμησα αυτές τις δύσκολες ώρες να εστιάσω στην άλλη κατηγορία. Να ασχοληθώ με εκείνους που πραγματικά μου έλειψαν, την Μαριάννα, την Αφροδίτη, τον Νίκο, την Εύη, την Βίκυ, τον Ανδρέα, τον Γιώργο, τον Δημήτρη…
Ένα από τα θετικά του… εγκλεισμού είναι πως βρίσκεις χρόνο να ξεθάψεις από ντουλάπια «θησαυρούς», όπως αυτές οι πέτρες που «μαρκάραμε» με την κολλητή μου την Μαριάννα, σε κάποιες καλοκαιρινές διακοπές στον Κόρφο, περισσότερα από 20 χρόνια πίσω. Και κάπως έτσι μοιραστήκαμε, διαδικτυακά, τη συγκίνηση μας για το παρελθόν και τις ανησυχίες μας για το μέλλον…
Δεν μπορώ όμως μέσω ενός υπολογιστή να πάρω αγκαλιά την βαφτιστήρα μου και το ανιψάκι μου. Πώς να εξηγήσεις στα παιδιά την κατάσταση; Πώς να μην στεναχωρηθείς όταν σε βλέπουν στην κάμερα και σε ρωτάνε με εκείνο το θλιμμένο ύφος και τα σουφρωμένα χειλάκια «γιατί δεν είσαι εδώ να παίξουμε;» και «πότε θα με πάρεις αγκαλιά να μου διαβάσεις παραμύθι;».
Πώς να δώσεις σε ένα παιδί να καταλάβει πως το «Μένουμε Σπίτι» είναι ο μόνος τρόπος να προφυλαχθούμε από τον κορονοϊό ώστε να βγούμε από τη κρίση αυτή όσο το δυνατόν με τις λιγότερες απώλειες;
Όπως θα το δώσεις να το καταλάβει και σε έναν ηλικιωμένο που αγνοεί τα μέτρα επιδεικτικά… Αυτό είναι η συμβουλή κάποιας που βιώνει τη δική της μοναξιά και ας μην είναι σε καραντίνα, που χαμογελάει ακόμα και που μένει σπίτι όσο περισσότερο γίνεται και ας μην μπορεί να ακολουθήσει πιστά το «Μένουμε Σπίτι».