Ρόδος, ξημερώματα της 22ας Μαΐου 1967. Ένα μήνα μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, ψαράδες του νησιού εντοπίζουν στην νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, στην ακτή Αγίου Γεωργίου Γενναδίου, το πτώμα ενός άγνωστου άνδρα.
Κείτεται ξαπλωμένο ανάσκελα και ηλικιακά μοιάζει να είναι γύρω στα 35 με 40.
Όταν τον πλησιάζουν διαπιστώνουν έκπληκτοι ότι στην αριστερή πλευρά του στήθους έχει μια μεγάλη τρύπα, το πιθανότερο από σφαίρα. Ειδοποιούν τις αρχές που χωρίς περιστροφές ανακοινώνουν επισήμως ότι ο θάνατος προήλθε από πνιγμό και πως το πτώμα ανήκει στον δικηγόρο Νικηφόρο Μανδηλαρά. Η εκδοχή του πνιγμού φαντάζει εξαρχής αίολη.
Πριν δούμε πώς φτάσαμε στη δολοφονία που θα μπορούσε άνετα να γίνει κινηματογραφική ταινία, ας δούμε ποιος ήταν ο Μανδηλαράς.
Επρόκειτο για έναν πετυχημένο νομικό που είχε τολμήσει ένα χρόνο νωρίτερα να αποκαλύψει ότι επίκειται πραξικόπημα ενώ είχε καταθέσει στο δικαστήριο μέχρι και ιατρική γνωμάτευση που υποστήριζε ότι ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος έπασχε από ψυχιατρική νόσο (η οποία σημειωτέων δεν βρέθηκε στη σχετική δικογραφία ενώ ο ιατρός που την είχε υπογράψει βρέθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εντελώς… τυχαία απαγχονισμένος μέσα στην ψυχιατρική κλινική του).
[sidequote]Ένα χρόνο πριν την επιβολή της δικτατορίας είχε αποκαλύψει ότι ο αρχιπραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος πάσχει από ψυχιατρική νόσο [/sidequote]
Ήταν βαθιά πολιτικοποιημένος, φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου με τον οποίο κουβέντιαζε συχνά έχοντας θέσει υποψηφιότητα και για βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμα και με το Παλάτι λέγοντας με νόημα ότι «τα δικά μας ονόματα δεν καταλήγουν εις… Μπουργκ», σε αντιδιαστολή προφανώς με αυτό του τότε νεαρού βασιλέα Κωνσταντίνου Β’ που ανήκε στον οίκο των Γλύξμπουργκ.
Η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του ήταν όταν ανέλαβε την υπεράσπιση κατηγορουμένων για την υπόθεση Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α. που μάλλον τα όσα είπε και ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε του στοίχισαν τη ζωή.
Εν συντομία να σημειώσουμε ότι η υπόθεση Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α. ήταν ένα πολιτικοστρατιωτικό σκάνδαλο που ξέσπασε στα μέσα Μαΐου του 1965, όταν ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων της Κύπρου, στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ενημέρωσε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας πως εντός του στρατεύματος έχει δημιουργηθεί μια συνωμοτική οργάνωση αριστερών αξιωματικών με πολιτικό αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου, που σκοπεύει να ανατρέψει την νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση, να καταργήσει το πολίτευμα της βασιλευόμενης Δημοκρατίας και να επιβάλει δικτατορία. Η ονομασία της κίνησης προέρχεται από τα αρχικά της φράσης «Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία» (Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.).
Στο στρατοδικείο ο Μανδηλαράς θα αναλάβει την υπεράσπιση ενός εκ των κατηγορουμένων, του λοχαγού Άρη Μπουλούκου, και με αυτή την ιδιότητα θα φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τους μάρτυρες κατηγορίες με τις ερωτήσεις του. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα έμελλε αργότερα να συμμετέχουν ενεργά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Οι ερωτήσεις του προκαλούν εκνευρισμό σε τέτοιο σημείο, που ένας από τους δεξιούς αξιωματικούς που κατέθεταν σηκώθηκε όρθιος και κινήθηκε εναντίον του.
Ο δικηγόρος σώθηκε χάρη στην παρέμβαση των αστυνομικών. Στην δικαστική αίθουσα θα πει ότι οι κατηγορίες εις βάρος των κατηγορουμένων της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ στήθηκαν από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και την παρέα του.
Όταν ξεσπά η Χούντα και αρχίζουν οι πρώτες διώξεις καταλαβαίνει ότι θα είναι από τους πρώτους που θα θελήσουν να συλλάβουν οι αρχές.
Το σπίτι του βρίσκεται επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας 44 απ’ όπου θα περάσουν και τα άρματα μάχης κατ΄ εντολήν του ταξίαρχου των τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού προκειμένου να καταλάβουν καίρια σημεία της πρωτεύουσας.
Παραμένει στην πολυκατοικία όπου μένει, αλλά για ασφάλεια καταφεύγει στο από κάτω διαμέρισμά ενός φίλου του αξιωματικού μέχρι να βρει τρόπο να φύγει από τη χώρα. Εάν κατόρθωνε να δραπετεύσει στο εξωτερικό θα γλίτωνε τη ζωή του και θα ασκούσε από ‘κει κριτική κατά του καθεστώτος.
Αρχές Μαΐου του 1967 ένας συνάδελφός του που εργάζεται ως νομικός σύμβουλος σε ναυτιλιακή εταιρεία θα αναλάβει να τον φυγαδέψει στην Κύπρο με πλοίο. Από ‘κει θα μπορούσε να πάει εύκολα στη δυτική Ευρώπη.
[sidequote]Μόλις καταλύθηκε η Δημοκρατία επιχείρησε να διαφύγει στο εξωτερικό αντιλαμβανόμενος ότι κινδυνεύει η ζωή του[/sidequote]
Η σύζυγός του Άσπα όμως έχει εξαρχής αντιρρήσεις. Φοβάται τους καταδότες. Ο Μανδηλαράς την καθησυχάζει. Συναντιέται κρυφά με τον καπετάνιο του φορτηγού πλοίου «Rita V», τον Πέτρο Πόταγα, και από την κουβέντα κρίνει ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί. Αργά το βράδυ της 16ης Μαΐου φθάνει με απόλυτη μυστικότητα στον Σκαραμαγκά και επιβιβάζεται στο καράβι. Βρίσκει καταφύγιο στην καμπίνα του πλοιάρχου κατόπιν σχετικής συνεννόησης μαζί του και κλειδαμπαρώνεται.
Περιμένει με αγωνία πότε θα έρθει η ώρα που το φορτηγό θα λύσει κάβους. Το πρωί επιβιβάζεται το πλήρωμα και επιτέλους ξεκινά με προορισμό την Αμμόχωστο.
Το καράβι βγαίνει από τον κόλπο της Ελευσίνας, διασχίζει τον Σαρωνικό και τώρα ταξιδεύει προς τις Κυκλάδες. Κατά τη διάρκεια του πλου ο καταζητούμενος από τη Χούντα δικηγόρος δεν βγαίνει ούτε στιγμή από την καμπίνα του πλοιάρχου. Δεν πρέπει να τον δει κανείς καθώς την παρουσία του γνωρίζει θεωρητικά μονάχα ο καπετάνιος.
Η αγωνία του είναι έκδηλη. Θα ησυχάσει μονάχα όταν όταν αφήσουν πίσω τους τα Δωδεκάνησα και βρεθούν σε διεθνή ύδατα. Πράγματι ζυγώνουν. Οι καιρικές συνθήκες είναι ιδανικές για το ταξίδι. Η θάλασσα είναι ήρεμη, η ορατότητα τέλεια και δεν διακρίνεται καμία ύποπτη κίνηση στον ορίζοντα, μέχρι που φτάνει το μεσημέρι της 18ης Μαΐου το πρώτο σήμα από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
«Προς πλοίαρχο: Αναφέρατε κατεπειγόντως και υπευθύνως εάν πλοίον σας επιβαίνουν πρόσωπα ξένα προς πλήρωμα ως και πλήρη στοιχεία τούτων. Εν καταφατική περιπτώσει θέσατε πρόσωπα υπό ασφαλή φρούρησιν και πλεύσατε εις λιμένα Ρόδου εν αναμονή αφίξεως Λιμενικής Αρχής. ΣΤΟΠ Σημάνατε επειγόντως στίγμα σας πορείαν, ταχύτητα και πιθανή ώρα κατάπλου εις Ρόδον ΣΤΟΠ» αναφέρει επί λέξει προσθέτοντας ότι ο καπετάνιος καθίσταται προσωπικά υπεύθυνος σε περίπτωση που δεν υπακούσει το πλοίο στις εντολές.
Ο Πόταγας «παγώνει».
Απαντάει ότι «κατόπιν λεπτομερούς ερεύνης ουδείς ανευρέθη» και σπεύδει στην καμπίνα του να ενημερώσει τον Μανδηλαρά. Είναι προφανές ότι έχει προδοθεί.
Οι λιμενικές αρχές δεν πείθονται με την υπεκφυγή του πλοιάρχου και λίγη ώρα αργότερα στέλνουν και δεύτερο σήμα σε ανάλογο ύφος. Δίνεται ρητή εντολή να ανακόψει τον πλου κρατώντας το «Rita V» μακριά από την ακτή αναμένοντας νεότερες οδηγίες καθώς επίσης και να απαγορεύσει την προσέγγισή του από άλλο σκάφος. Ακολουθεί και τρίτο με το οποίο το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας απαιτεί να πλεύσει το φορτηγό «διά ανατολικών ακτών Ρόδου και εις απόστασιν 5 μιλίων εξ αυτών εις λιμένα Ρόδου», δίνοντας το στίγμα και την ταχύτητά του, όπως επίσης και πιθανή ώρα κατάπλου στον λιμένα της Ρόδου προκειμένου να υποβληθεί σε έλεγχο.
Αργότερα ο πλοίαρχος θα καταθέσει ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο ο Μανδηλαράς τον πίεσε να τον αφήσει να πέσει στη θάλασσα για να μη συλληφθεί. Στη Ρόδο είχε δικούς του ανθρώπους καθώς είχε επισκεφθεί το νησί για νομικές υποθέσεις κατά το παρελθόν. «Άσε με όσο πιο κοντά στην ακτή μπορείς κι εγώ θα βγω κολυμπώντας» θα πει στον Πόταγα που για να κερδίσει χρόνο μειώνει την ταχύτητα πλεύσης για να φθάσει βράδυ στο νησί ώστε να μην διακρίνεται ο… λαθρεπιβάτης που επιχειρεί να το σκάσει.
Ο καταζητούμενος κατεβαίνει με ένα σχοινί από το πλοίο και σύμφωνα με την εκδοχή των δικτατόρων «κατά την κάθοδον, λόγω ολισθήσεως των χειρών του επί του σχοινίου, κατέπεσεν ανωμάλως εις την θάλασσαν με συνέπειαν να προσκρούση η κεφαλή του επί του σκάφους, να απωλέση τας αισθήσεις του και να πνιγή» με αποτέλεσμα το πτώμα του να ξεβραστεί στην ακτή πέντε μέρες αργότερα.
Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική. Ο Μανδηλαράς φορώντας ένα σορτς και ένα κοντομάνικο πουκάμισο κατεβαίνει με το σκοινί στη θάλασσα. Μαζί του έχει ένα σωσίβιο και μια πλαστική συσκευασία με τα ρούχα του, προκειμένου να μην βραχούν. Απέχει μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από τη στεριά, είναι δεινός κολυμβητής, πρώην καταδρομέας και τα νερά είναι απολύτως ήρεμα. Ένας άνθρωπος που γνωρίζει έστω και στοιχειωδώς μπάνιο το πιθανότερο είναι πως θα σωθεί.
Όταν οι άνδρες του Λιμενικού Σώματος φθάνουν στο πλοίο ο Μανδηλαράς έχει φτάσει στην παραλία της Λάρδου. Ψάχνουν εξονυχιστικά κάθε διαμέρισμα του «Rita V» και όταν διαπιστώνουν ότι δεν είναι εκεί ο άνθρωπος που ψάχνουν, συλλαμβάνουν τον καπετάνιο. Παράλληλα ενημερώνεται η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας, η Διεύθυνση Χωροφυλακής Ρόδου και ο στρατός του νησιού, προκειμένου να ψάχνουν κάθε πιθανή και απίθανη παραλία που θα μπορούσε να είχε βγει ο Μανδηλαράς. Σύμφωνα με μαρτυρίες η εντολή που έχουν είναι «όπου τον βρείτε, βαράτε στο ψαχνό».
Ο αείμνηστος βουλευτής Δωδεκανήσων, πάλαι ποτέ δήμαρχος της Ρόδου και δικηγόρος Γιώργος Χιωτάκης, στο βιβλίο «Νικηφόρος Μανδηλαράς – Η δολοφονία ενός αγωνιστή» (εκδόσεις Ιωλκός) που υπογράφει μαζί με τον δημοσιογράφο Γιάννη Κορίδη, αναφέρει ότι όχι απλώς ο φίλος του βγήκε στην ακτή ζωντανός, αλλά και πως ένας χωρικός τον πλησίασε στις 18 Μαΐου 1967 στο δικαστικό μέγαρο της Ρόδου και του μετέφερε μήνυμα του καταζητούμενου πως κρύβεται στην παραλία της Λάρδου.
«Δεν ήξερα αν ήταν προβοκάτορας ή ειλικρινής αυτός που μου το είπε. Σκέφτηκα να πάω να τον συναντήσω. Ύστερα όμως αποφάσισα πως ήταν πιο σωστό να περιμένω κι άλλο μήνυμα. Το βράδυ όμως συζητώντας με τη γυναίκα μου αποφασίσαμε πως έπρεπε να το διακινδυνέψουμε γιατί μπορούσε πραγματικά να μας έχει ανάγκη» αναφέρει ο Χιωτάκης. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής αντιλαμβάνεται ότι παρακολουθούν το αυτοκίνητό του άνδρες της ασφάλειας ενώ τον σταμάτησαν και σε δύο μπλόκα. Ως δικαιολογία τους είπε πως πήγαινε σε ένα κοντινό χωριό να μιλήσει με κάτι πελάτες του που είχαν κτηματικές διαφορές.
Δεν μπορούσε να συνεχίσει το ψάξιμο. Δύο εικοσιτετράωρα αργότερα θα διάβαζε στις εφημερίδες ότι ξεβράστηκε το πτώμα του Μανδηλαρά στην παραλία Αγίου Γεωργίου Γενναδίου…
Τα ερωτηματικά που προκαλούνται είναι πολλά:
1. Η έκθεση των γιατρών του νοσοκομείου της Ρόδου που προχώρησαν στην νεκροτομή και τη νεκροψία ανέφερε ότι ο άνδρας έφερε κακώσεις στο κρανίο, τρύπα στο αριστερό ημιθωράκιο και σπασμένο χέρι, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ενδεχομένως είχε πέσει θύμα δολοφονίας. Η Χούντα θορυβήθηκε. Κάλεσε αμέσως από το εξωτερικό τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτριο Καψάσκη (που έχει κατακριθεί για τη συνεργασία του με το καθεστώς αλλά και για το χειρισμό του και σε άλλες υποθέσεις) και του ζήτησε να συντάξει νέα έκθεση, η οποία υπογράφεται μαζί με τον ιατροδικαστή Αθηνών Γεώργιο Αγιουτάντη. Σε αυτή κάνει λόγο για πνιγμό χωρίς τυμπανισμό και χωρίς την ύπαρξη νερού στους πνεύμονες, κάτι που ακούγεται απίθανο.
«Η εκδοχή να προσέκρουσε βιαίως παρασυρθείς υπό του ρεύματος εις τα πλάγια τοιχώματα του πλοίου ισοϋψώς προς τα ίσαλα εμφανίζεται η πιθανωτέρα» θα αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καψάσκης. Το κείμενο αναγκάζονται να υπογράψουν και οι γιατροί της Ρόδου κάτω από τις απειλές και την ασφυκτική πίεση της Ασφάλειας.
2. Το πτώμα βρέθηκε 12 ολόκληρα μέτρα μακριά από το κύμα σε παραλία στρωμένη με χαλίκι και ανηφορική. Για να εκβρασθεί ένα αθλητικό βαρύ σώμα όπως του Νικηφόρου σε τόση μεγάλη απόσταση, έπρεπε να υπάρχει μεγάλη και ασυνήθιστη τρικυμία. Τα μετεωρολογικά όμως δελτία εκείνων των ημερών αναφέρουν καλούς και ήπιους καιρούς.
3. Από τ’ αυτί του νεκρού έτρεχε αίμα που έβαψε τα χαλίκια κόκκινα. Ένα πτώμα που υποτίθεται πως έμεινε μέρες στη θάλασσα δεν βγάζει αίμα.
4. Η κηδεία του Νικηφόρου Μανδηλαρά θα γίνει με συνοπτικές διαδικασίες στις 24 Μαΐου 1967 στη Ρόδο πριν καν προλάβει να φθάσει στο νεκροταφείο η οικογένειά του που θα ενημερωθεί για το θάνατο του αγαπημένου της προσώπου από τους δημοσιογράφους.
5. Την περίοδο της Μεταπολίτευσης αποκαλύφθηκε απόρρητο στρατιωτικό σήμα της Χούντας, που ενίσχυε την εκδοχή της εκτέλεσης καθώς έγραφε χαρακτηριστικά: «Αναφέρεται ότι καταζητούμενος Μανδηλαράς Νικηφόρος εθεάθη πρώτας πρωινάς ώρας σήμερον περιοχήν Αεροδρομίου Καλάθου, βληθείς υπό περιπόλου. Κατά νεωτέρας πληροφορίας περιφέρεται περιοχής Λάρδου. Ελήφθησαν άπαντα ενδεδειγμένα μέτρα προς σύλληψίν του». Προφανώς αυτή που τον πυροβόλησαν πρέπει να προέρχονταν από τον στρατό που είχε ξεχυθεί για τον εντοπισμό του στη Ρόδο.
Στη δίκη που ακολούθησε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου ο καπετάνιος Πέτρος Πόταγας (που κάποιοι θα υποπτευθούν ότι μπορεί να ήταν συνεργάτης της Χούντας αν και ποτέ δεν αποδείχθηκε, ενώ συν τοις άλλοις ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους λιμενικούς για να καταθέσει όσα γνώριζε) θα καταδικαστεί στις 4 Οκτωβρίου 1967 για ανθρωποκτονία εξ αμελείας και θα του επιβληθεί ποινή φυλάκισης 27 μηνών που ακολούθως θα μειωθεί στους 12 μήνες. Εξαγοράζει το υπόλοιπο της ποινής του και αφήνεται ελεύθερος. Ψάχνει δουλειά αλλά δεν βρίσκει πουθενά καθώς του έχουν αφαιρέσει το δίπλωμα του πλοιάρχου και έτσι φεύγει οικογενειακώς για τη Νότια Αφρική.
Πάρα πολύ σύντομα, στις 9 Ιανουαρίου 1968, απεβίωσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Γιοχάνεσμπουργκ αν και συγγενείς του υποστηρίζουν ότι αυτοπυροβολήθηκε.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1975, η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών ασκεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση κυρίως κατά του αντισυνταγματάρχη της Χούντας Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, (αδελφού του δικτάτορα), και του τότε διοικητή της ΕΑΤ-ΕΣΑ Ιωάννη Λαδά. Ανακριτής ορίστηκε ο Εφέτης Αθηνών Ανδρέας Φλούδας.
Η υπόθεση οδηγείται το 1978 στο αρχείο αν και τα στοιχεία ενίσχυαν το σενάριο ότι ο Μανδηλαράς πυροβολήθηκε και δεν πνίγηκε.
Η οικογένεια του Ναξιώτη δικηγόρου ζητά το 1983 εκταφή στην οποία ο ιατροδικαστής Αντώνης Κουτσελίνης διαπιστώνει την ύπαρξη συντριπτικού κατάγματος στο κρανίο. Ένα χρόνο αργότερα, στις 7 Δεκεμβρίου 1984 επιχειρείται από την Ολομέλεια του Συμβουλίου Εφετών αναψηλάφηση της υπόθεσης που ανασύρεται από το αρχείο. Αρκεί εκ νέου ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως εναντίον του Παπαδόπουλου και του Λαδά. Το 1986 το Συμβούλιο Εφετών χαρακτηρίζει όντως τον θάνατο «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» με ηθικούς αυτουργούς τους δύο κατηγορούμενους πρώην συνταγματάρχες, αλλά η υπόθεση τίθεται τελικώς στο αρχείο.
Τα σημαντικότερα έγγραφα από το φάκελο της αρχικής δίκης δεν βρέθηκαν, ενώ το φορτηγό πλοίο «Rita V» καταστράφηκε τη δεκαετία του 1980 από πυρκαγιά.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων