Η περίοδος των γιορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι από τις πιο χαρούμενες για πολλούς ανθρώπους. Προβλήματα και καθημερινές σκοτούρες μπαίνουν στην άκρη (όσο αυτό είναι δυνατό φυσικά) και αφηνόμαστε στην πολύχρωμη και πολύβουη ατμόσφαιρα.
Σπίτια, δρόμοι, χωριά και πόλεις φορούν τα γιορτινά τους για να γιορτάσουν ο καθένας με τον τρόπο του αυτές τις μέρες. Άλλοι τις έχουν συνδυασμένες με ξεκούραση, άλλοι περνώντας χρόνο με την οικογένειά τους. Άλλοι πάλι βρίσκουν την ευκαιρία μέσα από τη χαλαρότητα της περιόδου να ξεσκάσουν και να περάσουν όσες περισσότερες ώρες της μέρας και της νύχτας… ξύπνιοι διασκεδάζοντας.
Υπάρχουν όμως και κάποια πλάσματα τα οποία περιμένουν αυτή τη περίοδο για να εκμεταλλευτούν όλα τα παραπάνω για να προσπαθήσουν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους: Να προκαλέσουν το χάος και ενίοτε την καταστροφή των Χριστουγέννων μας. Ή τουλάχιστον έτσι λένε οι αρχαίες ελληνικές δοξασίες για τα «δαιμόνια των Χριστουγέννων», τους γνωστούς σε όλους καλικάντζαρους.
Η ελληνική λαϊκή παράδοση βρίθει ιστοριών και εθίμων που έχουν τόσο βαθιές ρίζες στο παρελθόν αυτού του τόπου που πολλές φορές μπορεί να έχουμε ακούσει για κάποιο μύθο ή δοξασία, αλλά να μην ξέρουμε ότι ενδεχομένως να έχει τις ρίζες του στην, ομολογουμένως πλούσια, εγχώρια λαϊκή φαντασία.
«Οι καρκάντσαλοι έχουν την κατοικία τους στον Αδη κι ροκανούν μι τα δόντια τους τα στύλια απού βαστούν τον ουρανό να μην πέσει κι πλακώσει τη γη. Κι ρουκανώντας, ρουκανώντας κουντεύουν να κόψουν τα στύλια. Τα φέρνουν ίσαμ’ αδράχτι απ’ γνέθουν οι γυναίκες μα τους πλακώνουν οι μέρις των Χριστουγέννων κι τ’ αφήνουν κι βγαίνουν στον κόσμο. Κι όσου να γυρίσουν πίσω, τα βρίσκουν όπους ήταν εξ αρχής, αφάγουτα», αναφέρει μία εκδοχή της δοξασίας των Καλικάντζαρων.
Ο άνθρωπος που για πολλούς θεωρείται ο «πατέρας της ελληνικής λαογραφίας», ο Νικόλαος Πολίτης αναφέρει παραθέτοντας και σχετική επιχειρηματολογία, ότι όλες οι δοξασίες σχετικά με τους καλικάντζαρους είναι ελληνικές και προέρχονται από δεισιδαιμονίες και έθιμα που «μπλέχτηκαν» με παλαιότερες μυθικές παραστάσεις.
Πολλοί μελετητές της λαογραφίας έχουν ασχοληθεί με την προέλευση και την δραστηριότητα των δαιμονίων. Η «καταγωγή» τους έχει υπάρξει ζήτημα «αντιπαράθεσης».
Κάποιοι θεωρούν ότι είναι απομεινάρια των Καβειρίων Δαιμόνων και των άλλων πλασμάτων της διονυσιακής λατρείας όπως των Σατύρων. Ή ότι προέρχονται από τον θεό Πάνα ή και τους Κενταύρους.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι προέρχονται από τις μεταμφιέσεις των Βυζαντινών που συνοδεύονταν από πανηγυρισμούς και γίνονταν στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Η σχετική γιορτή ονομαζόταν Βοτά και λάμβανε χώρα από τον 5ο ως των 12ο αιώνα περίπου. Με αυτή τη «σχολή» ήταν και ο Πολίτης.
Ο «πατέρας» της ελληνικής λαογραφίας πίστευε επίσης ότι οι καλικάντζαροι συνδέονται με τον Βαβουντζικάριο των Βυζαντινών. Τη λέξη αυτή την συναντάμε για πρώτη φορά τον 10ο αιώνα στο λεξικό Σούδα: «Εφιάλτης, ο λεγόμενος παρά πολλούς Βαβουντζικάριος». Η αναφορά του Μιχαήλ Ψελλού τον 11ο αιώνα σε παρουσία του Βαβουντζικάριου κατά το Δωδεκαήμερο έδωσε την αφορμή λαογράφο μελετητή να συνδέσει τα δαιμόνια με τον Βαβουντζικάριο.
Ο Γεώργιος Μέγας από την πλευρά του θεωρεί ότι οι καλικάντζαροι συσχετίζονται με τους νεκρούς, όπως θέλει μέρος της λαϊκής παράδοσης, σε μια ορισμένη εποχή του χρόνου, επιστρέφουν για μικρό χρονικό διάστημα στον κόσμο των ζωντανών.
Τούτη η άποψή του ενισχύεται από τη δοξασία που επικρατούσε στα Φάρασα της Καππαδοκίας για τους «μνημοράτους», δηλαδή τους νεκρούς. Πίστευαν οι Φαρασιώτες ότι οι νεκροί γυρίζουν τις νύχτες του Δωδεκαήμερου στους δρόμους και μπαίνουν στα σπίτια από τις καμινάδες, γι’ αυτό έκαιγαν λιβάνι στη φωτιά για να φύγουν.
Στο εξωτερικό οι καλικάντζαροι είναι γνωστοί ως «Greek goblins» ή «karankoncolos».
Τα πανούργα αυτά δαιμόνια εμφανίζονται κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου. Οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην γη σε τακτά χρονικά διαστήματα, μεταξύ της παραμονής των Χριστουγέννων και της παραμονής των Θεοφανίων.
Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ’ αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι είναι οι καλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλάστησης.
Σύμφωνα λοιπόν με τις λαϊκές παραδόσεις όταν αρχίζει να οργιάζει η βλάστηση τότε υπάρχει μία αναστάτωση. Αυτή την αναστάτωση εκμεταλλεύονται οι Νεκρικοί Δαίμονες που ζουν κάτω από τη γη και βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν την εμφάνισή τους
Η βλάστηση αρχίζει να οργιάζει αυτή την εποχή. Σε τέτοια ανάστατη εποχή βρίσκουν ευκαιρία και οι Νεκρικοί Δαίμονες (που σχετίζονται με τους Βλαστικούς Δαίμονες, να επιφαίνονται πάνω στη γη. Εμφανίζονται δηλαδή οι νεκρικές ψυχές σαν Δαίμονες.
Σύμφωνα με την παράδοση οι καλικάντζαροι είναι 18. Κανείς δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας ένα χαρακτηριστικό και ένα κουσούρι.
Αρχηγός τους θεωρείται από πολλούς ο Μαντρακούκος που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ’ όλη την ομάδα. Του αρέσει να πειράζει τις γυναίκες στους δρόμους. Δεξί του χέρι ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά.
Μετά ακολουθούν οι εξής: Ο Μαλαγάνας ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά. Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι. Ο Πλανήταρος από την άλλη κοροϊδεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι.
Ένας από τους πιο «ζωηρούς» είναι ο Μαλαπέρδας ο οποίος θέλει να ουρεί μέσα στα φαγητά. Για αυτό και η παράδοση θέλει τις ημέρες του Δωδεκαημέρου οι μάγειρες και οι μαγείρισσες να κλείνουν οπωσδήποτε τις κατσαρόλες με τα φαγητά.
Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα. Ρεύεται και μυρίζει απαίσια. Αυτός κάνει παρέα με τον Περίδρομο ο οποίος είναι ο άλλος φαταούλας της παρέας.
Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ, κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω. Ο Παρωρίτης από την άλλη έχει μύτη σαν προβοσκίδα και κάνει εμφανίσεις λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός και παίρνει τις φωνές των ανθρώπων.
Ο Γουρλός με τα τεράστια μάτια του παρακολουθεί τα πάντα ενώ ο κουτσός και καμπούρης Κοψομεσίτης τρελαίνεται για τηγανίτες. Ένας από τους πιο περίεργους είναι ο Σταβολαίμης που γυρνάει σαν σβούρα ενώ ίσως ο πιο «αθυρόστομος» είναι ο Κοψαχείλης ο οποίος τα έχει βάλει με τους παπάδες.
Ο Κωλοβελόνης θεωρείται ο τρίτος στην ιεραρχία των καλικάντζαρων. Είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου. Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του.
Ο Κατσικοπόδαρος είναι αυτό που λέει το όνομά του: Άσχημος, καμπούρης, ελεεινός και γρουσούζης. Όπου μπει το κακορίζικο ποδάρι του έρχεται η καταστροφή.
Οι τελευταίοι της ομάδας είναι ο τεράστιος και βατραχόμορφος, Βατρακούκος καθώς και ο Παγανός. Ο Παγανός είναι κουτσός. Λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες. Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου.
Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται (κυρίως στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι.
Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Σύμφωνα με άλλες αναφορές τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους. Επίσης μπαίνοντας στις οικίες απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν τη κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα.
Οι τρόποι προφύλαξης χοντρικά χωρίζονται σε 3 κομμάτια: Σύμφωνα με τις χριστιανικές πρακτικές, δημιουργείται ένας σταυρός από καπνό στην πόρτα ή στα παράθυρα αλλά και στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού.
Ο δεύτερος τρόπος είναι ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων. Πολλοί καταφεύγουν στις «Επωδές». Ξύλα καμένα στην όψη των οποίων τα δαιμόνια φεύγουν ή όταν ακούσουν το «Πάτερ ημών».
Οι λαϊκές παραδόσεις ωστόσο περιλαμβάνουν και παγανιστικές πρακτικές αποτροπής των καλικάντζαρων: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες, εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, χαϊμαλιά πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι ή το αναμμένο δαυλί.
Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν και επιστρέφουν στα έγκατα της γης μετά τον αγιασμό των σπιτιών φωνάζουν όλοι μαζί τρέχοντας:
«Φεύγετε να φεύγωμε, τι έρχεται ο τρελόπαπας, με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του. Μας άγιασε μας έβρεξε και μας, μας εκατέκαψε!».