Η αλήθεια των αριθμών είναι αβάσταχτα σκληρή και κυνικά απρόσωπη. Κι είναι πάντα αυτό που μένει, έπειτα από μία τεράστια καταστροφή, όπως αυτή που συντελείται αυτές τις ημέρες μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Απαράλλακτος στον χρόνο, όταν ολοκληρωθούν οι αυτοψίες και καταμετρήσεις, ο θλιβερός αριθμός είναι αυτός που αποτυπώνει διαχρονικά το μέγεθος της τραγωδίας, και κάνει μετρήσιμο μέγεθος αυτό που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να μετρηθεί: την απώλεια. Όταν ο καπνός και η στάχτη από τον πύρινο όλεθρο στο Μάτι καταλαγιάσουν, όταν ξεσπάσει κι εκτονωθεί το βουβό ουρλιαχτό του συλλογικού θρήνου, πίσω από τον αριθμό των θυμάτων, όποιος κι αν είναι τότε, θα αναδυθεί η πιο δύσκολη αλήθεια. Η συνειδητοποίηση πως πίσω από τους αριθμούς και τους απολογισμούς είναι άνθρωποι. Κάποιοι καταμετρημένοι, οι άτυχοι, που έχασαν τη ζωή τους. Οι αγνοούμενοι. Οι τραυματίες. Και γύρω τους πάμπολλοι που δεν μπορούν να καταμετρηθούν. Που οι «αριθμοί» ήταν οι δικοί τους άνθρωποι. Γονείς. Παιδιά. Αδέλφια. Συγγενείς. Φίλοι. Παππούδες. Γιαγιάδες. Γείτονες. Η κάθε αναφορά σε κάποιον από τους δεκάδες νεκρούς της καταστροφικής πυρκαγιάς, που έσβησε το Μάτι από τον χάρτη, κουβαλάει μαζί της και μία προσωπική ιστορία. Κάθε αφήγηση επιζώντα, για τις τρομακτικές στιγμές που πέρασε, έχει όνομα και επώνυμο. Πρόκειται για ανθρώπους που έκαναν το μπάνιο τους, έκαναν τις διακοπές τους, δούλευαν ή επέστρεφαν σπίτι τους. Πίσω από τον απρόσωπο αριθμό του απολογισμού υπάρχουν πρόσωπα. Και οι ιστορίες τους θα στοιχειώνουν τις σκέψεις μας για καιρό.
Το κορίτσι που πήδηξε από ύψος 15 μέτρων στη θάλασσα
Το ακούς και δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις. Ή μάλλον δεν θέλεις. Νιώθεις σαν να ζεις κι εσύ τις τελευταίες στιγμές, την ώρα που το τέλος έδειχνε αναπόφευκτο αλλά η ελπίδα κινούσε ακόμα τα πόδια. Την αγωνία, τον τρόμο και τον πανικό, την αχτίδα αισιοδοξίας και μετά το αναπόδραστο αδιέξοδο. Όλα αυτά που βίωσε αστραπιαία το 13χρονο κορίτσι, που πήδηξε από ύψος 15 μέτρων στη θάλασσα και έχασε τη ζωή του, στο Κόκκινο Λιμανάκι. Στην αγωνία της να γλιτώσει από τις φλόγες, που την «κυνηγούσαν», η 13χρονη εγκλωβίστηκε σε γκρεμό. Μην έχοντας άλλη επιλογή, έκανε το μοιραίο άλμα. Η τραγωδία της οικογένειάς της δεν τελειώνει εδώ. Λίγο αργότερα έγινε γνωστό πως ο πατέρας και ο αδελφός της, που ήταν αγνοούμενοι, βρέθηκαν απανθρακωμένοι.
Το ζευγάρι που δεν το χώρισε ούτε ο θάνατος
Αγκαλιασμένοι. Κρατώντας σφιχτά τα χέρια, δεμένα σφιχτά τα κορμιά, να αντικρίσουν λες μαζί το αναπόφευκτο, μήπως και γίνει λίγο πιο υποφερτό. Έτσι βρέθηκαν πολλοί από τους νεκρούς στο Μάτι, με τις περιγραφές να ραγίζουν καρδιές. Μια τέτοια είναι και η περίπτωση ενός 72χρονου, με δυσκολία στην κίνηση, που εγκλωβίστηκε στο σπίτι του με τη σύζυγό του, τα εγγόνια του και τη γυναίκα που τα φρόντιζε. Τα παιδιά τους ήταν μακριά, στην Αθήνα. Πολύ προνοητικοί, όπως αποδείχτηκε, είπαν στη γυναίκα να πάρει τα παιδιά και να φύγουν για τη θάλασσα. Η σύζυγος του 72χρονου είχε τη δυνατότητα να φύγει και να σωθεί. Αλλά κάθισε δίπλα του και τον ακολούθησε στον θάνατο.
Η γυναίκα που κολυμπούσε για πέντε ώρες
Ήταν από τους τυχερούς, αφού στον εφιάλτη αυτό της πυρκαγιάς στο Μάτι, συγκαταλέγεται στον μοναδικό αισιόδοξο απολογισμό, αυτόν των διασωθέντων. Για να γίνει αυτό όμως πέρασε πέντε ώρες στη θάλασσα, όπου βούτηξε αναζητώντας καταφύγιο από το πύρινο κολαστήριο. «Μπήκαμε μέσα στη θάλασσα, εδώ, οι φλόγες ερχόντουσαν έτσι από πάνω μας, αποκαΐδια στο σώμα, βουτάγαμε, είχα αφήσει την αδελφή μου στο βράχο, ξαφνικά με πήρε το κύμα, έφευγε προς τα μέσα, Εύβοια» περιέγραψε η ίδια στην κάμερα του Alpha. «Ήρθε το πρώτο αλιευτικό, με πήρε μαζί με άλλους, προχωράγαμε όλοι μαζί προς τα πίσω, όπου υπήρχε καπνός, λέμε νυχτώνει, πρέπει να πάμε πίσω. Υπολογίζαμε με το φεγγάρι, με τον ήλιο, ό,τι βλέπαμε. Είδαμε ξαφνικά τα φώτα της Ραφήνας. Με το που μπήκαμε μέσα στη Ραφήνα δεν μπορούσε να μας βγάλει το κύμα, ήταν αδύνατον» διηγήθηκε. «Αρχίσαμε όλοι μαζί να φωνάζουμε βοήθεια, βοήθεια. Με το που μας ανέβασε πάνω το αλιευτικό, λέω στον καπετάνιο, υπάρχουν πολλοί αγνοούμενοι και είναι προς Εύβοια, εκεί τους πήγαινε το κύμα τους περισσότερους, ειδοποιήστε το Λιμενικό».
Οι άνθρωποι που είδαν τους φίλους τους να χάνονται δίπλα τους
Ο Νίκος Σταυρινίδης περιέγραψε στο Reuters πώς κατέληξε στη θάλασσα για να σωθεί από τη μανία της φωτιάς. Μαζί με τους φίλους του έτρεξαν προς την ακτή, μπήκαν στο νερό, δεν έβλεπαν τίποτα και ένιωθαν να πνίγονται από τον καπνό. Πολύ σύντομα έχασαν οπτική επαφή με την ακτή αλλά και τον προσανατολισμό τους. Για δύο ώρες έδωσαν μάχη να κρατηθούν στην επιφάνεια του νερού μέχρι τη στιγμή που η σωτηρία ήρθε από ένα ψαροκάϊκο και το αιγυπτιακό του πλήρωμα. Ο Νίκος Σταυρινίδης ήταν πλέον ασφαλής, το ίδιο και η σύζυγός το, αλλά δύο φίλοι τους χάθηκαν στη θάλασσα. «Είναι τρομακτικό να βλέπεις αυτόν που είναι δίπλα σου να πνίγεται και να μην μπορείς να βοηθήσεις» δήλωσε. «Η εικόνα αυτή θα με στοιχειώνει για πάντα». Όπως εξηγεί, το ζευγάρι επισκέφτηκε την περιοχή της ανατολικής Αττικής προκειμένου να ετοιμάσει το εξοχικό του. «Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Η φωτιά βρισκόταν σε απόσταση και ξαφνικά οι φλόγες βρέθηκαν δίπλα μας. Μετά μας περικύκλωσαν. Ο αέρας ήταν απίστευτα δυνατός, δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή μου», εξηγεί ο ίδιος. «Τρέξαμε στη θάλασσα έπρεπε να κολυμπήσουμε αλλά δεν βλέπαμε σχεδόν τίποτα. Πέσαμε στο νερό και προσπαθήσαμε να απομακρυνθούμε για να μην εισπνέουμε το διοξείδιο του άνθρακα. Πήγαμε όσο πιο μακριά μπορούσαμε. Αλλά όσο απομακρυνόμασταν υπήρχε έντονος αέρας και μας παρέσυρε πολύ μακριά από την ακτή, δεν βλέπαμε που βρισκόμασταν. Οι άνδρες που βρίσκονταν στη βάρκα έπεσαν στη θάλασσα με τα ρούχα τους. Μας έφτιαξαν τσάι και μας κράτησαν ζεστούς, ήταν υπέροχοι».
Μητέρα και γιος που χάθηκαν μαζί
Δύο Πολωνοί, μια μητέρα και ο γιος της, είναι μεταξύ των θυμάτων από τις φονικές πυρκαγιές στην Ελλάδα, σύμφωνα με το πολωνικό υπουργείο Εξωτερικών. Κατά τη διάρκεια ενημέρωσης των δημοσιογράφων στη Βαρσοβία, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Αρτούρ Λομπάρτ επιβεβαίωσε ότι μια γυναίκα και ο γιος της είναι μεταξύ των περίπου 10 άλλων ανθρώπων που πνίγηκαν καθώς προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν το ξενοδοχείο τους για να γλιτώσουν από τις φλόγες επιβιβαζόμενοι σε μία βάρκα, η οποία στη συνέχεια βυθίστηκε.
Οι νιόπαντροι που βρέθηκαν από τον παράδεισο στην κόλαση
Λίγες ημέρες πριν, τους είχαν ενώσει τα ιερά δεσμά του γάμου. Λίγες ημέρες αργότερα, τους χώριζε ο θάνατος. Η ιστορία ενός νιόπαντρου ζευγαριού από την Ιρλανδία, που βρισκόταν στο Μάτι για τον μήνα του μέλιτος, μας θυμίζει πως ακόμα και στη μεγαλύτερη ευτυχία, η δυστυχία καραδοκεί. H Zoe Holohan και ο Brian O’Callaghan-Westropp παντρεύτηκαν την περασμένη Πέμπτη στην Ιρλανδία και ήρθαν στην Ελλάδα για τον μήνα του μέλιτος. Το ζευγάρι διέμενε σε ξενοδοχείο κοντά στο Μάτι, όταν ξέσπασε η φονική πυρκαγιά. Μέσα στον πανικό χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο. Λίγες ώρες αργότερα, η γυναίκα αναζητούσε τον άνδρα της, έχοντας χάσει τα ίχνη του. Εκείνος εντοπίστηκε τελικά, μεταξύ των θυμάτων, όπως επιβεβαίωσε και η πρεσβεία της Ιρλανδίας στην Αθήνα. Εκείνη βρέθηκε στο νοσοκομείο με εγκαύματα. Ήρθε στην Ελλάδα με τον άνθρωπο της ζωής της και φεύγει μόνη.
Η Βελγίδα που δεν φεύγει από την Ελλάδα και θα ξανάρθει και του χρόνου
Τη συγκλονιστική μαρτυρία μιας 72χρονης Βελγίδας τουρίστριας που διασώθηκε από τις πυρκαγιές στην Ελλάδα φιλοξενεί σήμερα ρεπορτάζ της εφημερίδας «Le Soir». «Πίστευα ότι ήρθε το τέλος, ότι επρόκειτο να πεθάνουμε όλοι», έχει τίτλο το ρεπορτάζ της «Le Soir», στο οποίο 72χρονη Βελγίδα, Josiane, περιγράφει τον εφιάλτη που έζησε και που συνεχίζει να τη στοιχειώνει. Η γυναίκα μίλησε για τον πανικό που επικράτησε εκείνες τις ώρες που ο κόσμος έτρεχε να σωθεί από τις φλόγες, για το φόβο που ένιωσαν όλοι, για τις τεράστιες φλόγες και τον φοβερό άνεμο, για τις ώρες που έμειναν στο νερό, για τις κραυγές αγωνίας και τις απελπισμένες προσπάθειες εντοπισμού σωστικών συνεργείων, για τη βοήθεια που έφθασε μόλις μετά τα μεσάνυχτα, αλλά και για την υποστήριξη που έλαβαν από όλο το προσωπικό του ξενοδοχείου όπου διέμεναν, στο οποίο -όπως χαρακτηριστικά λέει- βγάζει το καπέλο, αφού κατάφεραν να σώσουν και το ξενοδοχείο και τους πελάτες. Η 72χρονη δηλώνει τέλος αποφασισμένη, παρότι φοβάται πολύ και δεν μπορεί να ξεχάσει τον τρόμο που έζησε, να ολοκληρώσει τις διακοπές της στην Ελλάδα και να συνεχίσει να έρχεται κάθε χρόνο, όπως κάνει τα τελευταία 27 χρόνια.
Οι Δανοί που έζησαν τον τρόμο στις φλόγες και στη θάλασσα
Τις δραματικές στιγμές που έζησε στη διάρκεια των καταστροφικών πυρκαγιών στην ανατολική Αττική διηγήθηκε ζευγάρι Δανών, μιλώντας στην ΕΡΤ. «Ο συναγερμός καπνού ηχούσε προκαλώντας πανικό, ο κόσμος φώναζε και ούρλιαζε, τα παιδιά έκλαιγαν, όλα τα παιδιά έκλαιγαν. Επικρατούσε πανικός. Εμείς δεν μπορούσαμε να βγούμε. Ακούγαμε τα αυτοκίνητα γύρω μας να εκρήγνυνται και βλέπαμε τις φλόγες, ήταν σαν πύρινες φλόγες που πετούσαν στον ουρανό. Έτσι, η μόνη μας διέξοδος ήταν η θάλασσα, ήταν η μόνη μας ελπίδα» ανέφερε η Τερέζα, κρατώντας στην αγκαλιά της τα δύο της παιδιά. «Προσπαθήσαμε να κρυφτούμε πίσω από μία πλαγιά, αλλά γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι και εκεί ήταν πολύ ζεστά. Τότε είδαμε ένα πλοιάριο και συμφωνήσαμε ότι ήταν η μόνη μας διέξοδος. Βάλαμε τα παιδιά στη βάρκα, αλλά ήταν σαν τον Τιτανικό, όλοι προσπαθούσαν να μπουν στη βάρκα, αλλά δεν υπήρχε χώρος για όλους. Ο Κέναθ κι εγώ πηδήξαμε έξω από τη βάρκα και ρίξαμε τη βάρκα στη θάλασσα και αφήσαμε χώρο για να μπουν κι άλλοι. Πατούσαμε πάνω σε αχινούς για να φτάσουμε στη θάλασσα». Από την πλευρά του, ο Κέναθ είπε: «Ανοιχτήκαμε στη θάλασσα, αλλά μπορούσαμε να δούμε κι άλλο κόσμο στην ακτή που ήθελε να μπει στη βάρκα. Αν γινόταν αυτό δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε ούτε δύο μέτρα. Τα κύματα ήταν τόσο ψηλά που ζητήσαμε από τους άνδρες να εγκαταλείψουν τη βάρκα, γιατί δεν θα τα καταφέρναμε αν όλοι επέβαιναν στη βάρκα. Κανείς όμως δεν ήθελε να κατέβει, γι’ αυτό και η βάρκα γέμισε νερό και σύντομα βυθίστηκε. Τώρα είχαμε πέσει όλοι στη θάλασσα. Τότε καταλάβαμε ότι η ελπίδα είναι το μόνο που μας έχει απομείνει, αυτή ήταν η πιο δύσκολη στιγμή». Και στη συνέχεια ανέφερε: «Στην αρχή όλοι κολυμπούσαμε μαζί, όμως αμέσως μετά ένας άνδρας που δεν τον γνωρίζαμε πνίγηκε μπροστά στα μάτια μας. Εμείς συνεχίζαμε, αλλά τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα που η γυναίκα μου έμεινε πίσω, τα κύματα την άρπαζαν. Δεν μπορούσα να την πιάσω, ήμουν με τα παιδιά μου. Η γυναίκα μου ούρλιαζε να φροντίζω τα παιδιά μου. Μου ήταν δύσκολο να κολυμπάω για τόσες ώρες συνέχεια χωρίς να γνωρίζω τι γίνεται με τη γυναίκα μου. Δεν ήξερα αν ήταν ακόμα πίσω μας ή όχι όταν κολυμπούσα με τα παιδιά. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη».
Το ζευγάρι που το έσωσε το… by pass
Τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να σωθεί από τη φωτιά με τη σύζυγό του «στο και πέντε», όπως είπε χαρακτηριστικά, εξιστόρησε ο συνταξιούχος κτηνίατρος Σωτήρης Μοσχοβίτης στο ραδιόφωνο του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων. Συγκινησιακά φορτισμένος -όπως ήταν φυσικό- επεσήμανε πως απ’ το σπίτι τους δεν έμεινε τίποτε, ενώ τα δύο αυτοκίνητά τους κάηκαν. Στην αφήγησή του εξήγησε πώς η φωτιά περικύκλωσε τα αυτοκίνητα της γυναίκας του και του ίδιου και τα εγκατέλειψαν τρέχοντας πεζή να σωθούνε. Και τα κατάφεραν, όπως λέει, επειδή ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τους δρόμους και τα μονοπάτια της περιοχής, γιατί πριν από τρεις μήνες είχε κάνει εγχείρηση by pass και μετά από προτροπή των γιατρών περπατούσε καθημερινά γύρω στα δέκα χιλιόμετρα… «Κατά τις 5.30 περίπου το απόγευμα της Δευτέρας βλέπαμε τις φλόγες να φουντώνουνε και προέτρεψα τη γυναίκα μου να φύγουμε. Όπως ήμασταν φορέσαμε κάτι πρόχειρο, πήραμε τα αυτοκίνητά μας και φύγαμε. Είδα ότι η φωτιά είχε φτάσει στη ρεματιά. Εγώ είμαι ψηλά. Στο ρέμα έχουν χτίσει σπίτια. Όταν είδα να “βουτάει” το ελικόπτερο μέσα στη ρεματιά κατάλαβα ότι η φωτιά είναι εκεί πέρα και σε λίγο είδα τον καπνό να ανεβαίνει επάνω κατακόκκινος. Οπότε φύγαμε. Πήραμε τα αυτοκίνητα και δεν πήγαμε προς την “Αργυρά Ακτή”. Επειδή ξέρω καλά την περιοχή και τα μονοπάτια, δεν πήγαμε από εκεί πέρα γιατί από εκεί ήταν η φωτιά, αλλά κατευθυνθήκαμε προς τη Ραφήνα. Μπροστά πήγαινε η γυναίκα μου με το αυτοκίνητό της και πίσω εγώ με το δικό μου. Αφού διανύσαμε περίπου 100 μέτρα είδαμε μπροστά από το αυτοκίνητο της γυναίκας μου να πετιούνται φλόγες σαν να έβγαιναν από φλογοβόλο με ύψος ενάμισι-δύο μέτρων οπότε σταμάτησε. Προσπάθησα να γυρίσω με το αυτοκίνητο πίσω, αλλά είδα το ίδιο να συμβαίνει και πίσω μας. Οπότε κατέβηκα από το αυτοκίνητο, έβγαλα τη γυναίκα μου έξω από το αυτοκίνητό της κι αρχίσαμε να τρέχουμε από μονοπάτια που γνώριζα επειδή τα είχα περπατήσει, φύγαμε από ένα δρομάκι και ήταν κι άλλος κόσμος εκεί. Περίπου 25 άτομα. Τους προέτρεψα και ήρθαν μαζί μας, παρότι μία κυρία με τον άνδρα της επέμενε να πάμε προς άλλη κατεύθυνση. Βρισκόμασταν 2-3 οικόπεδα κοντά στο σημείο όπου οι 25 συμπολίτες μας κάηκαν όλοι μαζί. Από εκεί τους οδήγησα σε ένα μονοπάτι που βγαίνει μεν στην ακτή, αλλά έχει ύψος γύρω στα οκτώ με δέκα μέτρα και δεν είναι εύκολα προσβάσιμη η παραλία. Είναι για κατσίκια. Αναγκαστικά όμως έπρεπε να κατεβούμε από εκεί για να σωθούμε. Κάθισα εγώ πρώτος στο έδαφος, από πίσω μου η γυναίκα μου με κύκλωσε σαν “ψαλιδιά”, βάζοντας τα πόδια της γύρω από τη μέση μου και με τον ίδιο τρόπο ακολούθησαν οι υπόλοιποι -όπως χορεύαμε παλιά γιάνκα- ο ένας πίσω απ’ τον άλλον κι αρχίσαμε τσουλώντας να κατεβαίνουμε προς την ακτή όπου δεν υπήρχε αμμουδιά αλλά βράχια. Στο μέσον της διαδρομής χάλασε η “αλυσίδα” και ορισμένοι άρχισαν να κατρακυλούν και να πέφτουν στη θάλασσα. Τελικά φτάσαμε όλοι στο νερό στο “παρά πέντε” γιατί αμέσως έφτασαν οι φλόγες στην ακτή. Παρότι ήμασταν μέσα στη θάλασσα δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί επειδή ερχόντουσαν επάνω μας οι καύτρες και μας έκαιγαν οπότε αναγκαστήκαμε και κολυμπήσαμε περίπου 15 μέτρα όπου είχε έναν βράχο. Ανεβήκαμε επάνω στον βράχο κι εκεί μείναμε περίπου τρεισήμισι ώρες. Κατά τις 9.30 το βράδυ ήρθαν μερικά βαρκάκια μας πήρανε και μας πήγανε στο μεγάλο σκάφος του Λιμενικού που βρισκότανε πιο βαθειά και το οποίο μας αποβίβασε στη Ραφήνα». «Η φωτιά κι ο καπνός ερχότανε από πάνω μας και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Γι’ αυτό αναγκαζόμασταν να βουτάμε στη θάλασσα με το κεφάλι και βγαίνοντας πάνω από το νερό βάζαμε τις βρεγμένες μπλούζες μας στη μύτη μας ώστε να μπορούμε να αναπνέουμε. Παράλληλα κάναμε οι άντρες έναν κλοιό -σαν αλυσίδα δίπλα στον βράχο- και στη μέση ήταν οι γυναίκες και τα παιδάκια», ανέφερε ακόμα, συνεχίζοντας: «Τα πόδια μας ακουμπούσανε στον βράχο και με τα χέρια μας κάναμε αλυσίδα και ο τελευταίος κρατούσε τον βράχο και τα παιδιά και οι γυναίκες κάθονταν στους μηρούς μας. Όταν καταλάγιασε η φωτιά βγήκαμε προς τη βραχώδη ακτή και βλέπαμε τα σκάφη με τα φώτα αλλά δεν πλησίαζε κανένα γιατί προφανώς ψάχνανε γι’ αυτούς που κολυμπούσανε πιο μέσα. Μετά ήρθανε τα βαρκάκια γιατί είχε πολλά βράχια εκεί και μεγαλύτερα σκάφη δεν μπορούσανε να πλησιάσουνε. Παίρνανε τέσσερα πέντε άτομα και τα μετέφεραν στο σκάφος του Λιμενικού».