Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι δεν υπήρξε συγκρότημα που να ενέπνευσε, να πούλησε και να σημάδεψε περισσότερο τους Έλληνες από τους Πυξ Λαξ. Τρεις ταλαντούχοι καλλιτέχνες έγραφαν μουσική, ερμήνευαν και με τα τραγούδια τους χάραξαν ανεξίτηλα μια ολόκληρη γενιά ακροατών.
Ποιος δεν έχει τραγουδήσει το «Μοναξιά μου όλα», το «Λένε για μένα», το «Γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις», το «Με στέλνεις» και τόσα άλλα ακόμη. Κανείς τους δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το φακό και την τηλεόραση και έγιναν γνωστοί μέσα από τα τραγούδια τους και τις συναυλίες τους.
Αρχές του 1990 και δύο νεαροί μουσικοί, ο Φίλιππος Πλιάτσικας και ο Μπάμπης Στόκας, χτυπούν τις πόρτες δισκογραφικών εταιρειών με ένα ντέμο στο χέρι για να τις δουν να κλείνουν άκομψα. Σε μια από τις εταιρίες συναντήθηκαν με τον Μάνο Ξυδούς. Η γνωριμία τους έμελλε να είναι καθοριστική για την πορεία της μπάντας, αφού ο Ξυδούς όχι μόνο τους βοήθησε να βγάλουν τον πρώτο τους δίσκο και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα, αλλά έγινε μέλος του συγκροτήματος.
Το άστρο τους δεν έλαμψε από την αρχή. Τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα για τους Πυξ Λαξ. Αναγκάστηκαν να κάνουν πολλές δουλειές για ένα μεροκάματο και έδωσαν συναυλίες χωρίς ακροατήριο. Όμως δεν το έβαλαν στιγμή κάτω. Θα έπρεπε να κάνουν υπομονή και να περιμένουν να μπει για τα καλά το ’90 για να μεσουρανήσουν. Έτσι κι έγινε.
Τότε ήταν που άρχισαν να πωλούν χιλιάδες δίσκους και να γεμίζουν θέατρα σε όλη την Ελλάδα. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι την πρώτη φορά που γέμισαν τον συναυλιακό χώρο στην Λειβαδιά δεν πίστευαν ότι όλος αυτός ο κόσμος είχε έρθει για αυτούς, αλλά για τον Γιώργο Μαργαρίτη που εμφανιζόταν σε διπλανό κέντρο!
Πέρα όμως από τις μουσικές μπαλάντες τους που μας ταξιδεύουν, τους στίχους που μιλούν στην ψυχή και είναι βγαλμένοι από την καθημερινότητα υπήρχε όμως και κάτι άλλο που έκανε αυτό το συγκρότημα ξεχωριστό.
Όσο αβίαστα συναντούσαν μουσικά τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Παύλο Σιδηρόπουλου, τους αδελφούς Κατσιμίχα, τόσο εύκολα θα έμπαιναν στο στούντιο με τον Βασίλη Καρά ή τον Πασχάλη Τερζή, την Χάρις Αλεξίου. Ήταν αυτή η αδιαφορία για τις ταμπέλες που εκτιμήθηκε, αγαπήθηκε και τους έκανε τόσο μοναδικούς.
Όταν το 1993 αναζητούσαν μια λαϊκή φωνή να ερμηνεύσει για τους Πυξ Λαξ το τραγούδι «Άστη Να Λέει», οι ειδικοί των δισκογραφικών εταιριών τους θεωρούσαν κάπως τρελούς. Μάλιστα δεν δίστασαν να τους προειδοποιήσουν πως μία τέτοια «πρωτοτυπία» δεν θα τους έβγαινε σε καλό και θα την πλήρωναν με την καριέρα τους.
Ο Ξυδούς γράφοντας το τραγούδι είχε στο μυαλό του τον Στράτο Διονυσίου. Αυτή η βαριά λαϊκή φωνή, τη μαγκιά και τα σουφρωμένα φρύδια θα έκανε ένα άνοιγμα στη νεολαία και έμελλε να δούμε πού θα έβγαινε αυτό…
Ωστόσο ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής έφυγε από τη ζωή και δεν πρόλαβε να το τραγουδήσει. Όμως οι ίδιοι δεν ήθελαν να ηχογραφήσουν το τραγούδι με τις δικές τους φωνές κι έτσι έψαξαν την αμέσως επόμενη λαϊκή φωνή και την βρήκαν.
Ήταν ο Βασίλης Καρράς, ένας τραγουδιστής με δική του ταυτότητα και χαρακτήρα, ένας ερμηνευτής που ανδρώθηκε στα καθαρόαιμα μπουζουξίδικα της Σαλονίκης μέχρι να κατέβει στην Αθήνα και να γεμίσει τα πιο απαιτητικά στέκια.
Η στιβαρή λαϊκή φωνή του που ξεχωρίζει από τα πρώτα μόλις λόγια του τραγουδιού φαίνεται πως τους έπεισε ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος για το τραγούδι. Επιπλέον τον εκτιμούν γιατί τον θεωρούν «έντιμο λαϊκό τραγουδιστή». Ο Καρράς ακούει το τραγούδι και αρχικά του φαίνεται κάπως… προχωρημένο. Φεύγει για Θεσσαλονίκη και μερικές μέρες μετά επιστρέφει στην Αθήνα. Ξενυχτισμένος πηγαίνει το πρωί στο στούντιο με ένα ουίσκι να τον περιμένει, ήταν ο όρος του για να πει το τραγούδι, και ξεκινάει η ηχογράφηση.
Ο άρχοντας της πίστας τραγουδάει το «Άστην να λέει, εκείνη μόνο ξέρει και μέσα της θα κλαίει», το κομμάτι ηχογραφήθηκε μέσα σε 6 λεπτά και ο κόσμος από κάτω μέχρι και σήμερα συμπάσχει με τους στίχους και παραληρεί…