Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα, σχεδόν πριν από μία δεκαετία, όταν ένα Airbus A320 απογειώθηκε από το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης στη Λέσβο. Μια μικρή ομάδα παρισταμένων, ανάμεσά τους και επίσημοι και δημοσιογράφοι, παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι μέχρι που το αεροσκάφος έστριψε αριστερά πάνω από το Αιγαίο και η επιγραφή της Alitalia χάθηκε στον ορίζοντα. Στο εσωτερικό του βρισκόταν ο πάπας Φραγκίσκος, ο οποίος είχε μείνει στη Λέσβο λιγότερο από πέντε ώρες, σε ένα νησί που τότε βρισκόταν στο επίκεντρο της προσφυγικής κρίσης στις ανατολικές πύλες της Ευρώπης.

Όπως αναφέρει ο Guardian, η αστραπιαία επίσκεψή του ήταν γεμάτη συμβολισμούς, αλλά αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη ήταν οι συνεπιβάτες του. Λίγο μετά την είσοδο του πάπα στο αεροσκάφος, εμφανίστηκαν και 12 πρόσφυγες, περνώντας χαμογελαστοί τον διάδρομο απογείωσης, με έκδηλη ανακούφιση, η πρώτη γεύση ελευθερίας μετά την κράτησή τους στο κέντρο υποδοχής του νησιού.

«Ο πάπας θέλησε να κάνει μια πράξη φιλοξενίας προς τους πρόσφυγες, συνοδεύοντας με το αεροπλάνο του τρεις οικογένειες από τη Συρία, 12 άτομα συνολικά, εκ των οποίων έξι παιδιά», ανέφερε εκπρόσωπος της Αγίας Έδρας. «Οι δύο οικογένειες προέρχονται από τη Δαμασκό και η τρίτη από την Ντέιρ εζ-Ζορ. Τα σπίτια τους είχαν βομβαρδιστεί. Το Βατικανό αναλαμβάνει την ευθύνη της υποδοχής και της φροντίδας τους», είχε τονίσει.

Ήταν 16 Απριλίου 2016. Ο Φραγκίσκος είχε αναλάβει το αξίωμα του πάπα πριν από τρία χρόνια, έναν μήνα και τέσσερις ημέρες. Μέχρι τη στιγμή της επίσκεψής του, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν διασχίσει τη Λέσβο με προορισμό την Ευρώπη, κυρίως από τη Συρία, αλλά και από άλλες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.

Το νησί είχε συνδεθεί με τη μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι παραλίες του γεμάτες με σωσίβια και φουσκωτές βάρκες, απομεινάρια επιβίωσης και θανάτου. Οι τοπικές αρχές είχαν χάσει τον λογαριασμό των πνιγμένων. «Πριν να είναι αριθμοί, οι πρόσφυγες είναι πρώτα και κύρια άνθρωποι», είχε πει ο πάπας σε εκδήλωση με παρόντες τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και άλλους αξιωματούχους, πριν ρίξει ένα στεφάνι στη θάλασσα στη μνήμη των θυμάτων.

Γιος Ιταλών μεταναστών στην Αργεντινή, ο πρώην Ιησουίτης ιερέας είχε από την αρχή θέσει την υπεράσπιση των προσφύγων ως ακρογωνιαίο λίθο της παποσύνης του, με την πρώτη ποιμαντική του επίσκεψη εκτός Ρώμης τον Ιούλιο του 2013 να είναι στη Λαμπεντούζα.

Το μικρό νησί είχε γίνει σημείο διέλευσης κυκλωμάτων διακινητών από τη Βόρεια Αφρική. Σε μια αυθόρμητη απόφαση, ο Φραγκίσκος επισκέφθηκε το νησί μετά από θανάτους μεταναστών. Οι κάτοικοι, που φώναζαν «βίβα ιλ πάπα», δεν πίστευαν ότι ο επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας θα πήγαινε σε ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος για να αφιερώσει την περιοδεία του αποκλειστικά στους μετανάστες και τους πρόσφυγες.

Η επίσκεψη είχε στόχο. Για τον πάπα, αποτελούσε συμβολική αγκαλιά προς τους περιθωριοποιημένους και τους φτωχούς. Όπως και στη Λέσβο, έτσι και στη Λαμπεντούζα, στόχος του ήταν να εκφράσει συμπόνια όχι μόνο για τους νεκρούς, αλλά και για τους επιζώντες. «Ποιος έκλαψε για αυτούς τους ανθρώπους που ήταν στο πλοίο;» ρώτησε σε υπαίθρια λειτουργία, ρίχνοντας ένα στεφάνι στη θάλασσα. «Για τις νέες μητέρες με τα μωρά τους; Για τους άνδρες που ήθελαν να ζήσουν με τις οικογένειές τους; Είμαστε μια κοινωνία που ξέχασε να κλαίει», είχε τονίσει χαρακτηριστικά.

Αργότερα, εξομολογήθηκε ότι η τραγωδία στη Λαμπεντούζα τον έκανε να νιώσει την «υποχρέωση να ταξιδεύει» για να αναδεικνύει το προσφυγικό ζήτημα και να σκορπίζει «σπόρους ελπίδας».

Το θέμα αυτό επανήλθε το 2015, όταν ο πάπας Φραγκίσκος έγινε ο πρώτος ποντίφικας που μίλησε στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, κάνοντας αναφορά στο δικό του μεταναστευτικό υπόβαθρο και καλώντας τους νομοθέτες να αγκαλιάσουν και όχι να φοβηθούν τους πρόσφυγες. Επανειλημμένα δήλωνε πως η Ευρώπη είχε ηθική υποχρέωση να στηρίξει τις χώρες προέλευσης των μεταναστών.

Τον Δεκέμβριο του 2021, ταξίδεψε ξανά στις παρυφές της Ευρώπης με πενθήμερη περιοδεία σε Κύπρο και Ελλάδα. Παρότι οι καθολικοί ήταν «μικρές κοινότητες» και στις δύο χώρες, θεωρούσε απαραίτητο αυτό το ταξίδι όχι μόνο για να «πιει από τις αρχαίες πηγές της Ευρώπης», αλλά και για να εστιάσει σε όσους προσέρχονταν στις ακτές τους. Πριν πετάξει για την Κύπρο, είχε δεσμευτεί να μετεγκαταστήσει 50 ευάλωτους αιτούντες άσυλο στην Ιταλία.

Όμως, πέντε χρόνια μετά την έκπληξη της επιστροφής του από τη Λέσβο με 12 πρόσφυγες, ήταν εμφανές ότι οι παγκόσμιες μεταναστευτικές πολιτικές είχαν σκληρύνει. Οι κυβερνήσεις εφάρμοζαν ολοένα και πιο βίαιες μεθόδους, όπως επαναπροωθήσεις.

Ο Φραγκίσκος χαρακτήρισε τη Μεσόγειο «θάλασσα θανάτου» και καταδίκασε τη στάση της Ευρώπης. «Ας σταματήσουμε αυτό το ναυάγιο του πολιτισμού», είπε μπροστά στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά τη δεύτερη αστραπιαία επίσκεψή του στη Λέσβο. «Απευθύνω έκκληση σε κάθε άντρα και γυναίκα να ξεπεράσουμε την παράλυση του φόβου, την αδιαφορία που σκοτώνει, την κυνική περιφρόνηση που καταδικάζει τους περιθωριοποιημένους».

Στην Κύπρο, προχώρησε ακόμα περισσότερο, καταδικάζοντας τη «δουλεία» και τα «βασανιστήρια» που υφίστανται συχνά οι πρόσφυγες. «Θυμίζει την ιστορία του περασμένου αιώνα, τον ναζισμό και τον Στάλιν», είπε, με έκπληκτους τους παρευρισκόμενους στην προσευχή στη διχοτομημένη Λευκωσία. «Και αναρωτιόμαστε πώς συνέβη αυτό», συμπλήρωνε.

Μπροστά σε τέτοια «σκληρότητα», η γλώσσα του πάπα έγινε πιο αυστηρή. Το 2024, χαρακτήρισε τη «συστηματική εργασία» των κυβερνήσεων για αποτροπή μεταναστών ως «σοβαρό αμάρτημα». Νωρίτερα φέτος, κατηγόρησε την κυβέρνηση Τραμπ για την καταστολή των μεταναστών, λέγοντας πως τα μαζικά σχέδια απέλασης «πλήττουν την αξιοπρέπεια πολλών ανδρών και γυναικών». Σε μια ασυνήθιστη κίνηση, επέκρινε τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς για τη θεολογική του υπεράσπιση των απελάσεων, τον οποίο συνάντησε ανήμερα το Πάσχα, λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του.

Στις παρυφές της Ευρώπης, η κρίση ίσως έχει μειωθεί, αλλά στη Λέσβο και αλλού, όπου οι αφίξεις συνεχίζονται, οι κάτοικοι και οι πρόσφυγες γνωρίζουν ότι με τον θάνατο του πάπα Φραγκίσκου έχασαν έναν από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές τους.