Τα σκορ που μας έχει συνηθίσει ο «μαγικός» κόσμος του ΝΒΑ, είναι συνήθως υψηλά, πάνω από 100 πόντους για κάθε ομάδα και 200 στο σύνολο και από τις δύο. Άλλωστε, οι Αμερικανοί είναι υπέρμαχοι του ρητού το θέαμα να έχει μεγαλύτερη σημασία από το αποτέλεσμα, αν και ταυτοχρόνως έχουν ως μότο τους πως ο πρώτος είναι τα πάντα και οι υπόλοιποι… τίποτα.
Για να φτάσουμε όμως στο σημείο να δούμε αποτελέσματα όπως το 186-184 (με τρεις παρατάσεις), που αποτελεί ρεκόρ για το κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ του πλανήτη, αλλά και το 162-158 στη διάρκεια ενός και μόνο 48λέπτου, χρειάστηκε να περάσουμε και από ένα 19-18, που αποτελεί ιστορικό χαμηλό για τη διοργάνωση. Ουσιαστικά, αυτό ήταν το ματς που άλλαξε τη μορφή του μπάσκετ στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού (και όχι μόνο), για να τη φέρει σε αυτήν που γνωρίζουμε σήμερα.
Τα στοιχεία που υπάρχουν για τη συγκεκριμένη αναμέτρηση, η οποία έγινε στις 22 Νοεμβρίου του 1950, κάνουν λόγο για κακοποίηση του αθλήματος. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του αγώνα από τους δύο αντιπάλους ήταν απόλυτα σύννομη με τους τότε κανονισμούς. Πριν από περίπου επτά δεκαετίες, στο μπάσκετ δεν υπήρχε χρονικό όριο για την ολοκλήρωση μιας επίθεσης, οπότε εάν κάποια ομάδα είχε στα χέρια της την μπάλα, θα μπορούσε να την κρατήσει για μεγάλο διάστημα, εάν φυσικά το επιθυμούσε και μπορούσε να το πετύχει…
Ο μόνος τρόπος για να νίκησε…
Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Κάποτε στη Μινεάπολις, όπως θα ξεκινούσε την ιστορία ένας κλασικός Αμερικανός, οι πρωταθλητές Λέικερς (η τωρινή ομάδα του Λος Άντζελες) υποδέχονταν τους Φορτ Γουέιν Πίστονς (που πλέον εδρεύουν στο Ντιτρόιντ). Ο προπονητής των φιλοξενούμενων, Μάρεϊ Μέντενχολ, ήξερε καλά πως η ομάδα του δεν έχει το ταλέντο να ανταγωνιστεί τον ισχυρό της αντίπαλο, ο οποίος είχε κερδίσει τα τελευταία 29 παιχνίδια στο «σπίτι» του. Έτσι, αποφάσισε να εφαρμόσει μια τακτική που θα γλίτωνε τους παίκτες του από αγωνιστικό εξευτελισμό και θα τους έδινε κάποιες παραπάνω πιθανότητες για νίκη.
Η στρατηγική ήταν απλή: οι αθλητές του να κρατούν όσο περισσότερο την μπάλα μπορούν, να εκδηλώνουν επιθέσεις όσο αργότερα γίνεται και να μην αφήνουν τους Λέικερς να τροφοδοτούν το μεγάλο τους αστέρι, τον Τζορτζ Μίκαν. Και πράγματι, όταν οι Λέικερς έκαναν επίθεση και οι Πίστονς έπαιρναν το ριμπάουντ, ο Λάρι Φόουστ έμενε με την μπάλα κάτω από το κέντρο, με τους αντιπάλους του να περιμένουν πότε εκείνος θα εκδηλώσει επίθεση. Εάν κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, ο Τζόν Κούντλα (προπονητής των «λιμνανθρώπων») έδινε την οδηγία να πάνε σε man to man άμυνα, με σκοπό να κερδίσουν πίσω την κατοχή.
Το πρώτο δωδεκάλεπτο έληξε με τα «πιστόνια» να βρίσκονται μπροστά στο σκορ με 8-7, αλλά το δεύτερο τέταρτο του ματς ήταν ακόμη χειρότερο από άποψη θεάματος και οι ομάδες πήγαν στην ανάπαυλα με 13-11 υπέρ των γηπεδούχων. Στο ενδιάμεσο, όλο αυτό το σκηνικό έκανε τους παραπάνω από 7.000 θεατές να αντιδράσουν με αποδοκιμασίες και γιουχαρίσματα. Στο στόχαστρό τους, φυσικά, βρέθηκε η φιλοξενούμενη ομάδα…
Η τακτική έβγαλε αποτέλεσμα και το «θαύμα» ήρθε
Η κατάσταση στο τρίτο δωδεκάλεπτο δεν άλλαξε. Όπως και στο δεύτερο, έτσι και σε εκείνο, σημειώθηκαν ξανά μόλις 9 πόντοι συνολικά: οι 5 από τους φιλοξενούμενους και 4 από τους γηπεδούχους, οι οποίοι είχαν προσαρμοστεί πλήρως στο στιλ παιχνιδιού που είχαν επιβάλει οι αντίπαλοί τους. Ο αγώνας κινούταν σε τεντωμένο σχοινί και η υπεροχή που δεδομένα είχαν οι Λέικερς, δεν μπορούσε να αποτυπωθεί στο παρκέ.
Ο Μίκαν σημείωσε τους 15 από τους 18 πόντους των «λιμνανθρώπων», έχοντας ευστοχήσει στις 7 από τις 11 προσπάθειες που πήρε σε ολόκληρο το παιχνίδι, ενώ μόλις άλλες 6 σε 48 λεπτά πήραν οι άλλοι τέσσερις συμπαίκτες του. Το ποιος έκανε… κουμάντο στην ομάδα του φαινόταν, ενώ στα «πιστόνια» οι προσπάθειες μοιράστηκαν σαφώς πιο δίκαια. Βεβαίως, 15 όλα κι όλα ήταν τα σουτ που επιχείρησαν οι παίκτες του Μέντενχολ, αλλά φρόντισαν να ευστοχήσουν στα 11 από αυτά.
Λίγα δευτερόλεπτα πριν τη λήξη της αναμέτρησης, ο Φόουστ είχε ξανά την μπάλα στα χέρια του. Μόνο που αυτήν τη φορά θα έπρεπε να βιαστεί, γιατί η ομάδα του ήταν πίσω στο σκορ με 18-17. Κόντρα σε ό,τι είχε κάνει σε όλα τα υπόλοιπα 47 και πλέον λεπτά, κινήθηκε αστραπιαία, πραγματοποίησε διείσδυση στην αντίπαλη άμυνα και μπροστά στα σηκωμένα χέρια του Μίκαν κατάφερε να βρει καλάθι, μόλις 6” πριν αυτή η κακόγουστη -ομολογουμένως- παράσταση έριχνε αυλαία.
Το μήνυμα ήταν σαφές: το άθλημα έπρεπε να αλλάξει μορφή
Μετά το χαμηλότερο σκορ στην ιστορία του ΝΒΑ, ο Κούντλα ήταν έξαλλος. «Έτσι όπως παίζετε, θα σκοτώσετε το επαγγελματικό μπάσκετ», είπε προς τους αντιπάλους του, οι οποίοι ωστόσο έφευγαν με ένα σημαντικό για εκείνους αποτέλεσμα, από μια έδρα που δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θα περνούσαν νικηφόρα. Και μπορεί όλο αυτό το σκηνικό να μην θορύβησε τους Πίστονς, αλλά οι άνθρωποι του ΝΒΑ ήξεραν πλέον ότι έπρεπε πλέον κάτι να κάνουν.
Η αλήθεια είναι πως δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά τέτοιο σκορ, ούτε τις επόμενες αγωνιστικές της σεζόν 1950-51, ούτε και τα επόμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας αγώνας με λιγότερους από 100 πόντους συνολικά δεν έχει καταγραφεί στην ιστορία του θεσμού, πέραν της παρθενικής αγωνιστικής χρονιάς, 1946-47. Το αμέσως επόμενο παιχνίδι με… χαμηλές πτήσεις από δύο ομάδες ήταν ένα 52-50 μεταξύ των Ιντιανάπολις Ολίμπιανς και τους Μιλγουόκι Χοκς, στις 13 Μαΐου του 1953.
Πάντως, η λήψη μέτρων για τη σωτηρία του μπάσκετ ήταν επιτακτική και ας μην πόνεσαν ποτέ τα μάτια των θεατών τόσο πολύ, όσο εκείνη την κρύα φθινοπωρινή ημέρα. Ο πρόεδρος του ΝΒΑ, Μόρις Πόντολοφ, κάλεσε τους άλλους αρμόδιους για να ζητήσουν και να χαράξουν μια νέα στρατηγική. Οι πρώτες σπασμωδικές κινήσεις δεν έφεραν αποτέλεσμα και τη σεζόν 1953-54 είχαν μείνει μόλις εννέα ομάδες στο πρωτάθλημα, με τους φίλαθλους να αδειάζουν ταυτοχρόνως τα γήπεδα. Μία από αυτές -τις λίγες- ομάδες ήταν οι Σίρακιουζ Νάσιοναλς της Νέας Υόρκης (οι σημερινοί Φιλαδέλφια 76ers), με ιδιοκτήτη τον Ντάνι Μπιαζόνε…
Τη λύση έδωσε ένας Ιταλός…
Ο ιταλικής καταγωγής μπασκετάνθρωπος αποδείχθηκε κομβικός για το μέλλον τόσο του θεσμού όσο και γενικότερα του αθλήματος. Έριξε την ιδέα να μπει ρολόι στο γήπεδο, προκειμένου να ολοκληρώνονται οι επιθέσεις σε έναν αρκετά συντομότερο χρόνο. Έχοντας μελετήσει πολλά ματς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε κάθε παιχνίδι πρέπει να γίνονται συνολικά 120 σουτ, 60 από κάθε ομάδα. Έτσι, διαίρεσε τα 2.880 δευτερόλεπτα (που αντιστοιχούν σε 48 λεπτά) με το 120 και έβγαλε τον αριθμό 24!
Η πρώτη πιλοτική χρήση του χρονομέτρου έγινε στις Σιρακούσες της Νέας Υόρκης. Εκεί ο Μπιαζόνε, μαζί με τον Λέο Φέρις, δοκίμασαν τη χρήση του σε ένα ματς επίδειξης, το οποίο είχε αποτελέσματα πολύ πιο ενθαρρυντικά του αναμενόμενου. Τότε ήταν που οι άνθρωποι της Λίγκας πείστηκαν να υιοθετήσουν την ιδέα του και να την εισάγουν στο πρωτάθλημα της σεζόν 1954-55.
Έτσι, στις 30 Οκτωβρίου του 1954, σε έναν αγώνα ανάμεσα στους Ρότσεστερ Ρόγιαλς (Σακραμέντο Κινγκς τους γνωρίζουμε σήμερα) και τους Μπόστον Σέλτικς το ρολόι που μετρά αντίστροφα τον χρόνο της επίθεσης έκανε ντεμπούτο. Σε εκείνο το παιχνίδι οι Ρόγιαλς επικράτησαν 98-95, ενώ οι «πράσινοι» της Βοστώνης έγιναν στη συνέχεια η πρώτη ομάδα που ξεπέρασε τον μέσο όρο των 100 πόντων ανά παιχνίδι.
Το σκορ που «εκτοξεύτηκαν» και το παιχνίδι της μοίρας με Πίστονς
Αυτό που το ΝΒΑ χρειαζόταν, αποτελούσε πλέον γεγονός και μια πραγματικότητα στην οποία καλούνταν όλοι να προσαρμοστούν όσο το δυνατόν καλύτερα. Μάλιστα, τη δεκαετία του 80′ και στις αρχές αυτής του ’90, τα σκορ έφτασαν σε… δυσθεώρητα επίπεδα. Η ζωή έχει σχεδόν πάντα διάθεση για πλάκα και για τον λόγο αυτό το παιχνίδι με τους πιο πολλούς πόντους στην κορυφαία μπασκετική Λίγκα του πλανήτη, είχε το όνομα της ομάδας που φρόντισε να δούμε το ματς με τους λιγότερους. Ο λόγος φυσικά για τους Πίστονς, οι οποίοι τη σεζόν 1983-84 επικράτησαν με 186-184 (συνολικά 370 πόντοι) των Ντένβερ Νάγκετς στο Κολοράντο, έπειτα από τρεις παρατάσεις. Το ημερολόγιο έγραφε 13 Δεκεμβρίου του 1983…
Το αμέσως επόμενο παιχνίδι με το υψηλότερο σκορ στο ΝΒΑ ήρθε ξανά έπειτα από τρεις παρατάσεις. Ήταν 6 Μαρτίου του 1982, όταν οι Σαν Αντόνιο Σπερς επικρατούσαν με 171-166 των Μιλγουόκι Μπακς. Όσο για τον αγώνα που εμφανίστηκε το μεγαλύτερο σκορ, χωρίς τη… βοήθεια του έξτρα χρόνου, ήταν το Ντένβερ Νάγκες-Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς 158-162, στις 2 Νοεμβρίου του 1990. Κοινό στοιχείο με το ματς της κορυφής στη λίστα; Μα φυσικά το γήπεδο στο Κολοράντο. Το ίδιο που φιλοξένησε και την τέταρτη αναμέτρηση της σχετικής λίστας, στη νίκη των Νάγκετς με 163-155 επί των Σαν Αντόνιο Σπερς, στις 11 Ιανουαρίου του 1984. Άλλωστε, όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι «δεν γίνεται στην υψηλότερη κορυφή (το Κολοράντο) να μην εμφανιστεί και το highest pick…».