Η 13χρονη Falmata αφήνεται στα χέρια των υπόλοιπων γυναικών. Είναι έτοιμη για μία πλήρη περιποίηση ομορφιάς, μια σκούρα χένα αρχίζει να κοσμεί τα πόδια της με περίτεχνα σχέδια.
Μόλις το σχέδιο στεγνώσει, μια άλλη γυναίκα αναλαμβάνει τα μαλλιά της. Με τη χτένα στο χέρι τα ξεμπερδεύει, τα λειαίνει και ισιώνει τις μπούκλες της.
«Μπορούσαμε να επιλέξουμε ότι σχέδιο θέλαμε για τη χένα και ό,τι χτένισμα θέλαμε για τα μαλλιά» θυμάται η Falmata. «Με τη χένα ζωγραφίζαμε στα χέρια, τα πόδια και καμιά φορά ακόμα και τον λαιμό μας».
Η Falmata ξέρει πως θα είναι πολύ όμορφη. Είναι ούτως ή άλλως πολύ όμορφη, έχοντας όλη τη ζωή μπροστά της, άγουρη γοητεία στο χείλος της ωριμότητας, στα 13 της χρόνια.
Ξέρει πως θα είναι πολύ όμορφη, αλλά υπάρχει κάτι που δεν ξέρει: Πως θα είναι και θανάσιμη. Γιατί μόλις τελειώσει η περιποίηση, θα της φορέσουν μία ζώνη με εκρηκτικά και θα την στείλουν να σκοτώσει- και να σκοτωθεί.
Η Falmata είναι ένα από τα εκατοντάδες κορίτσια που απήχθησαν από μαχητές στη Νιγηρία και εξαναγκάστηκαν να εκτελέσουν «αποστολές» αυτοκτονίας, να γίνουν «μάρτυρες». Είναι ταυτόχρονα από τα ελάχιστα κορίτσια που επέζησαν.
Ήταν μόλις 13 ετών όταν δύο άνδρες πάνω σε μηχανή την απήγαγαν ενώ περπατούσε προς το σπίτι κάποιου συγγενούς, κοντά στα σύνορα της χώρας με το Καμερούν. Οδηγούσαν για ώρες, με τη Falmata στριμωγμένη ανάμεσα στον οδηγό και τον συνεπιβάτη. Κάποια στιγμή βγήκαν από τον δρόμο και μπήκαν μέσα σε πυκνό δάσος.
Ύστερα από ώρα έφτασαν στον προορισμό τους, έναν τεράστιο αυτοσχέδιο καταυλισμό. Η Falmata δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού βρισκόταν. «Υπήρχαν πολλές σκηνές και καλύβες» αφηγείται στο BBC. «Τα μικρά κορίτσια τα έβαζαν στις σκηνές. Στη δική μου ήμαστε εννέα και κοιμόμασταν σε μεγάλα στρώματα».
Ο καταυλισμός άνηκε στη Μπόκο Χαράμ, την ένοπλη οργάνωση που επιχειρεί να δημιουργήσει το δικό της «ισλαμικό κράτος» στη βόρεια Νιγηρία. «Στην αρχή ήθελα να δραπετεύσω αλλά δεν είχα καμία ελπίδα», συνεχίζει. Υπήρχαν άνδρες γύρω από όλο τον καταυλισμό, για να πιάνουν όποιον επιχειρούσε να ξεφύγει.
Δεν άργησε πολύ και η ώρα της Falmata, να κάνει μια πολύ δύσκολη επιλογή: Είτε να παντρευτεί έναν μαχητή είτε να αναλάβει μία «αποστολή». Εκείνη αρνήθηκε να παντρευτεί. «Τους είπα πως ήμουν πολύ μικρή» θυμάται. Αλλά κανείς δεν της είχε πει τι θα ήταν η «αποστολή» που θα αναλάμβανε.
Εξαρχής η Falmata θεωρούσε τον καταυλισμό τρομακτικό. Οι συνθήκες ήταν σκληρές και οι αιχμάλωτοι, γυναίκες, κορίτσια και αγόρια, φοβόντουσαν πως θα μπλεχτούν, χωρίς να το θέλουν, στον πόλεμο ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τη στρατιωτική οργάνωση. Ειδικά οι γυναίκες. «Φοβόμαστε πως οι στρατιώτες θα ορμούσαν στον καταυλισμό ανά πάσα στιγμή και δεν θα μας ξεχώριζαν από τους ενόπλους, γιατί θα νόμιζαν πως είμαστε οι σύζυγοί τους» εξηγεί. Μόλις εμφανιζόταν στον ουρανό ένα ελικόπτερο ή αεροπλάνο, όλοι πανικοβάλλονταν, βέβαιοι πως ο καταυλισμός επρόκειτο να βομβαρδιστεί από τις νιγηριανές δυνάμεις. «Μόλις τα βλέπαμε πολλοί βάζαμε τα κλάματα, κάποιοι κρύβονταν ακόμα και μέσα στο χώμα».
Η ζωή στον καταυλισμό ήταν πολύ μονότονη. Ξύπνημα, προσευχή, φαγητό, καθάρισμα, προσευχή, φαγητό, καθάρισμα και πάλι από την αρχή όλη τη μέρα. Καθημερινά γίνονταν θρησκευτικά μαθήματα, πολύωρες αναγνώσεις αποσπασμάτων από το Κοράνι. Η Falmata λέει πως παρότι μισούσε τα πάντα, τα θρησκευτικά μαθήματα της άρεσαν.
Μια μέρα, η μονοτονία της καθημερινότητάς της διακόπηκε. Ένοπλοι άνδρες την πλησίασαν και της έδωσαν εντολή να ετοιμαστεί για κάτι σημαντικό. Είχε έρθει η ώρα τα πόδια της να στολιστούν με χένα, τα μαλλιά της να ισιώσουν. Αναρωτιόταν αν την προετοίμαζαν για τον γάμο της. Θα την πάντρευαν άραγε, τελικά, παρά τη θέλησή της, με κάποιον μαχητή;
«Η φίλη μου Hauwa είχε συμφωνήσει να παντρευτεί, ελπίζοντας έτσι να μείνει ζωντανή. Ήθελε να βρει τρόπο να αποδράσει» θυμάται η Falmata. «Τα άλλα κορίτσια τη μισούσαν που είχε παντρευτεί, και στην αρχή κι εγώ. Αλλά μετά την κατάλαβα κι ένιωθα να τη λυπάμαι επειδή ήταν δυστυχισμένη».
Οι γυναίκες βοήθησαν τη 13χρονη να ετοιμαστεί για ό,τι έμελλε να της συμβεί. «Το μόνο που σκεφτόμουν είναι αν θα με πήγαιναν για γάμο. Αλλά δεν μπορούσα να ρωτήσω γιατί μου το έκαναν αυτό. Απλώς οι φίλες μου με παρηγορούσαν και μου έλεγαν να κάνω υπομονή».
Δύο ημέρες αργότερα, την προσέγγισαν οι μαχητές και της έβαλαν δια της βίας μια ζώνη με εκρηκτικά στη μέση της. Της είπαν πως αν σκότωνε άπιστους, θα πήγαινε κατευθείαν στον παράδεισο. Όπως συνέβη και με άλλες γυναίκες και κορίτσια, στόχος της θα ήταν κάποια αγορά ή άλλο μέρος με πολύ κόσμο. «Φοβόμουν τόσο που άρχισα να κλαίω. Αλλά εκείνοι μου έλεγαν να κάνω υπομονή, να αποδεχθώ πως αυτός είναι ο σκοπός της ζωής. Μου έλεγαν πως φτάνοντας στον παράδεισο, όλα θα ήταν καλύτερα».
Φόρεσαν ζώνες με εκρηκτικά σε ακόμα δύο κορίτσια από τον καταυλισμό, και όλα μαζί μεταφέρθηκαν έξω από ένα χωριό. Τους έδωσαν εντολή να περπατήσουν προς κάποιο σημείο με πολύ κόσμο και τις προειδοποίησαν πως κάποιος θα τις παρακολουθούσε από απόσταση. Στα χέρια τους κρατούσαν μικρούς αυτοσχέδιους πυροκροτητές. Μέσα τους όμως, ακουγόταν κάποια φωνή που τους έλεγε να μην προχωρήσουν. Κάποια σπίθα, το ένστικτο της επιβίωσης ίσως, ή η ίδια η λαχτάρα για τη ζωή. Καθώς βάδιζαν στο χωριό, συζητούσαν το εάν έπρεπε να εκτελέσουν την «αποστολή» τους ή να την εγκαταλείψουν. Θα έπρεπε να κάνουν ό,τι τους είχαν πει ή να αδράξουν την ευκαιρία για να διαφύγουν;
Τελικά αποφάσισαν να μην προχωρήσουν στην υλοποίηση της αποστολής, κι αφού ζήτησε από έναν άγνωστο να της αφαιρέσει τη ζώνη με την οποία ήταν ζωσμένη, η Falmata βρέθηκε να περπατά σε έναν σκονισμένο δρόμο. Δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί όταν συνάντησε δύο άνδρες. Αυτό που δεν ήξερε ήταν πως και εκείνοι ανήκαν στην Μπόκο Χαράμ, αλλά σε άλλη «μονάδα». Κι έτσι η απήχθη για δεύτερη φορά.
Η Sanaa Mehaydali πιστεύεται πως ήταν η πρώτη γυναίκα καμικάζι αυτοκτονίας στη σύγχρονη ιστορία.
Η 16χρονη πυροδότησε τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένη σκοτώνοντας τον εαυτό της και δύο Ισραηλινούς στρατιώτες σε επίθεση αυτοκτονίας στον Λίβανο το 1985.
Ήταν μια θλιβερή αρχή, την οποία ακολούθησαν κι άλλοι. Χεζμπολάχ, ΡΚΚ, οι τίγρεις Ταμίλ στη Σρι Λάνκα, η Χαμάς και οι «μαύρες χήρες» στην Τσετσενία, όλοι χρησιμοποίησαν γυναίκες και κορίτσια για να εκτελέσουν τις «αποστολές» τους.
Αλλά η Μπόκο Χαράμ ξεπέρασε κάθε άλλη οργάνωση μακράν, σε ό,τι αφορά την κλίμακα της βαναυσότητας, σύμφωνα με την Elizabeth Pearson από το Royal United Service Institute του Λονδίνου. Εκτιμά πως εκατοντάδες κορίτσια εξαναγκάστηκαν να υλοποιήσουν επιθέσεις αυτοκτονίας τα τελευταία τρία χρόνια στη Νιγηρία, το Καμερούν, το Τσαντ και τον Νίγηρα. Έως το τέλος του 2017, 454 γυναίκες και κορίτσια είχαν χρησιμοποιηθεί ή συλληφθεί σε 232 επιθέσεις, από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 1.225 άνθρωποι.
Σύμφωνα με τη Pearson, που έχει συντάξει μελέτη σχετικά με τη χρήση κοριτσιών ως βομβιστών αυτοκτονίας από τη Μπόκο Χαράμ, η πρώτη φορά που η οργάνωση χρησιμοποίησε γυναίκα για μια επίθεση αυτοκτονίας ήταν τον Ιούνιο του 2014.
Η επίθεση σημειώθηκε λίγο μετά την απαγωγή 276 μαθητριών από το Τσιμπόκ – από τις οποίες ακόμα δεν έχουν επιστρέψει όλες, ούτε γνωρίζουμε την τύχη όλων τους. Με τη χρήση κοριτσιού για το χτύπημα, η Μπόκο Χαράμ είχε μεγαλύτερη δημοσιότητα απ’ ό,τι είχε στο παρελθόν, όταν χρησιμοποιούσε νεαρά αγόρια. Γι’ αυτό, εξηγεί η Pearson, συνέχισε να χρησιμοποιεί κορίτσια.
Η Fatima Akilu είναι ψυχολόγος και διευθύντρια του ιδρύματος Neem Foundation, που παρέχει ψυχολογική υποστήριξη σε κοινότητες που δέχθηκαν χτυπήματα από την Μπόκο Χαράμ. Όπως εξηγεί, αρχικά ήταν κυρίως νεαροί άνδρες εκείνοι που έφερναν εις πέρας τις επιθέσεις της οργάνωσης, άνθρωποι που εμπνέονταν από την ιδεολογία και τη ρητορική της.
«Προσφέρονταν εθελοντικά κυρίως επειδή πίστευαν πως όντως θα πήγαιναν κατευθείαν στον παράδεισο. Αλλά όταν οι επιθέσεις του νιγηριανού στρατού εντάθηκαν, η “δεξαμενή” των νέων ανδρών περιορίστηκε σημαντικά. Έτσι, η Μπόκο Χαράμ άρχισε να καταφεύγει σε απαγωγές νεαρών κοριτσιών. Και δεν φαίνεται πλέον να υπάρχει κανένα όριο σε αυτή την αγριότητα. Τον Δεκέμβριο του 2016, δύο κορίτσια ηλικίας επτά ή οκτώ χρονών χρησιμοποιήθηκαν σε διπλή επίθεση αυτοκτονίας σε αγορά στη βορειοανατολική Νιγηρία.
Έχοντας απαχθεί για δεύτερη φορά, η Falmata οδηγήθηκε και πάλι πίσω στο δάσος. Αυτή τη φορά σε ένα διαφορετικό στρατόπεδο. Εάν οι απαγωγείς της γνώριζαν πως είχε μόλις παρακούσει τις εντολές των «συναδέλφων» τους και είχε εγκαταλείψει την αποστολή που έπρεπε να εκτελέσει, πιθανότατα θα την είχαν σκοτώσει.
Η ζωή στον νέο καταυλισμό ήταν λίγο πολύ ίδια. Φαγητό, καθάρισμα, προσευχή, ανάγνωση του Κορανίου για ώρες, ύπνος.
Σύμφωνα με το Neem Foundation, γυναίκες και παιδιά που διασώζονται από ενόπλους, πολλές φορές υιοθετούν τις πεποιθήσεις της Μπόκο Χαράμ το διάστημα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της.
«Πολλοί από τους ανθρώπους που συναντούμε, που έχουν περάσει από τέτοιους καταυλισμούς, δεν είχαν καμία εκπαίδευση πιο πριν, ούτε δυτική ούτε ισλαμική» εξηγεί η Akilu. «Οι περισσότεροι μαθαίνουν για το Κοράνι για πρώτη φορά όταν βρίσκονται σε αιχμαλωσία από την Μπόκο Χαράμ. Έχουν εκατοντάδες ανθρώπους στους καταυλισμούς, και δεν έχουν κανέναν τρόπο να τους κρατήσουν απασχολημένους όλη μέρα, οπότε καταλήγουν οι θρησκευτικές διδασκαλίες να διαρκούν τέσσερις και πέντε ώρες. Θεωρούν πως η θρησκεία είναι ένα είδος στρατηγικής για να ανταπεξέλθουν σε όλο αυτό».
Έπειτα από περίπου έναν μήνα στον νέο καταυλισμό, η Falmata βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με το ίδιο δίλημμα: γάμος ή αποστολή.
Για ακόμα μία φορά αρνήθηκε να παντρευτεί. Αλλά αυτή τη φορά, ήξερε τι ήθελε να κάνει. Στολίστηκε με τη χένα, της έδωσαν ένα ωραίο φόρεμα και μια μαντίλα. Της έδεσαν στην κοιλιά μια ζώνη με εκρηκτικά. Αλλά εκείνη έτρεξε στο δάσος αμέσως μόλις οι μαχητές την άφησαν για να εκτελέσει την «αποστολή» της.
«Συνάντησα κάποιους αγρότες και τους ζήτησα να με βοηθήσουν να βγάλω τη ζώνη. Τους είπα πως με είχαν εξαναγκάσει να εκτελέσω μία αποστολή, και πως εγώ δεν ήθελα να το κάνω» αφηγείται. Αφήνοντας πίσω της τους αγρότες, πέρασε πολλές μέρες στο δάσος προσπαθώντας να βρει τον δρόμο της για να επιστρέψει στο Μαϊντουγκούρι – και την οικογένειά της.
Καθ’ οδόν συνάντησε μια ομάδα κυνηγών, που την πήραν μαζί τους για να διασχίσουν το δάσος. Έγιναν όμως στόχος μαχητών της Μπόκο Χαράμ. Μέσα στη σύγχυση, η Falmata κατάφερε και πάλι να διαφύγει στο δάσος.
«Δεν γνώριζα το δάσος, κάθε μικρός ήχος με τρομοκρατούσε κι έτσι μετακινούμουν συνεχώς. Κοιμόμουν πάνω στα δέντρα, όταν μπορούσα» λέει η ίδια για την περιπέτειά της. «Νομίζω πως είχα μείνει για μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς φαγητό. Έπινα νερό όπου έβρισκα και με το νερό αυτό έπλενα τα χέρια μου και τα πόδια μου, όταν προσευχόμουν. Προσευχόμουν δύο και τρεις φορές την ημέρα, όποτε έβρισκα νερό. Ήμουν τόσο φοβισμένη… Αλλά ο θεός με βοήθησε να φτάσω σε μία πόλη».
Εκεί μία οικογένεια τη φιλοξένησε για λίγες μέρες και μετά τη βοήθησε να επιστρέψει στο Μαϊντουγκούρι.
Η Falmata κρυβόταν επί μήνες μετά την απόδρασή της. Φοβόταν πως οι αρχές θα την ανακάλυπταν και θα την έπιαναν.
Η Fatima Akilu συνάντησε πολλά νέα παιδιά σαν την Falmata και εξηγεί πως και μετά την επιστροφή τους χρειάζονται πολύ χρόνο για να αποκαταστήσουν τους οικογενειακούς τους δεσμούς.
«Ήταν μακριά από την οικογένειά της για πολύ καιρό, μπορεί να έχει αλλάξει στο διάστημα αυτό. Αλλά και η οικογένειά της είναι πιθανό να είναι διαφορετική, να έχει τα δικά της τραύματα» λέει.
Όπως συνέβη σε πολλές οικογένειες στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας, και η οικογένεια της Falmata χωρίστηκε στη διάρκεια της σύρραξης. Η νεαρή κοπέλα ζει τώρα με τη μητέρα της σε έναν καταυλισμό για εκτοπισμένους. Οι συνθήκες είναι δύσκολες, αλλά τουλάχιστον κανείς δεν γνωρίζει την ιστορία της.
Τα κορίτσια όπως η Falmata αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες. Αφού καταφέρουν να μην εκτελέσουν την «αποστολή» τους και να μην πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά τους, συλλαμβάνονται από τις δυνάμεις ασφαλείας και μεταφέρονται σε κέντρα «απο-ριζοσπαστικοποίησης».
Αυτά τα διοικεί ο στρατός και πολύ λίγα ξέρουμε για το τι πραγματικά συμβαίνει εκεί.
Τον Ιανουάριο, ο στρατός ανακοίνωσε πως είναι πλέον ελεύθερη η πρώτη ομάδα «από-ριζοσπαστικοποιημένων» πολιτών, αλλά δεν είναι σαφές το πού βρίσκονται τώρα.
Τα κορίτσια που δεν καταφέρνουν να επιστρέψουν στην κοινότητά τους χωρίς να γίνει γνωστή η ιστορία τους, παραμένουν στη σκιά. Πολλές φορές τα αποκαλούν «annoba», που σημαίνει κάτι σαν «επιδημία».
Πολλοί μάλιστα, λέει η Akilu, θεωρούν πως κάθε κορίτσι που έχει μείνει κάποιο διάστημα με τους ενόπλους είναι πλέον και το ίδιο σώμα από το σώμα της Μπόκο Χαράμ.
«Πολλοί μένουν στο γεγονός και προσπερνούν το κορίτσι, την προσωπικότητα. Βλέπουν το κορίτσι και πιστεύουν πως θέλει να εξολοθρεύσει όλη την κοινότητά τους, οπότε, λένε, πώς να το δεχθούν πίσω;». Για άλλους, τα κορίτσια αυτά είναι μια διαρκής υπενθύμιση του τρόμου που βίωσαν.
Η Μπόκο Χαράμ θεωρείται μια από τις πλέον φονικές ένοπλες οργανώσεις στη σύγχρονη ιστορία. Από το 2009, οι μαχητές της έχουν σκοτώσει πάνω από 27.000 αθώους ανθρώπους- ανάμεσά τους και μουσουλμάνους!- μόνο στη Νιγηρία. Πολλά περισσότερα είναι τα θύματά τους στο Καμερούν, το Τσαντ και τον Νίγηρα, ενώ οι εκτοπισμένοι, εξαιτίας των μαχών, είναι πάνω από δύο εκατομμύρια.
«Η Μπόκο Χαράμ έχει με κάποιο τρόπο πλήξει σχεδόν το 90% των κοινοτήτων στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας. Είτε έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα είτε χάθηκαν ολόκληρες οικογένειες» εξηγεί η Akilu.
«Οπότε, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν, είναι σχεδόν σαν ένα δεύτερο τραύμα, μια νέα πληγή πάνω στην παλιά. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με το στίγμα που φέρουν. Δεν ασχολούμαστε αρκετά με τη δική τους οπτική γωνία, δεν βλέπουμε τα κορίτσια ως θύματα, που είναι».
Τη δεύτερη φορά που η Falmata βρέθηκε ζωσμένη με εκρηκτικά, ήταν στα 14 της. Δεν είχε δει την οικογένειά της για πάνω από έναν χρόνο. Είχε βρεθεί αιχμάλωτη εξτρεμιστών, είχε υποστεί έντονο προσηλυτισμό. Είχε γευτεί την ελευθερία, αλλά μόνο για λίγο. Οπότε, γιατί δεν πυροδότησε τα εκρηκτικά στη ζώνη της, να βάλει ένα τέλος σε όλα;
«Ήθελα να ζήσω» είναι η απλή και εντελώς αφοπλιστική της απάντηση. «Το να σκοτώνεις δεν είναι καλό. Αυτό μου έμαθε η οικογένειά μου και το πιστεύω κι εγώ».