Σουτζουκάκια σμυρναίικα με συνταγή της γιαγιάς. Ντακάκια με κοπανιστή Μυκόνου. Γλυκιά κολοκυθόπιτα με φύλλο. Μεζεδάκια, κυρίως πιάτα, επιδόρπια, λικεράκια, γιαούρτι με μέλι και τόσες άλλες «λιχουδιές» που συνηθίζονται, κάποιες λιγότερο κι άλλες περισσότερο, σε ένα ελληνικό τραπέζι, κυριάρχησαν στη συζήτησή μας με τις food bloggers Άρτεμις Τσίπη και Ευγενία Μακρογιαννέλη. Γιατί και οι δύο μαζί ένωσαν τις μαγειρικές δυνάμεις τους, τη φαντασία, την όρεξή τους και την αγάπη τους για την ελληνική κουζίνα, και τη «διαφημίζουν» στην πιο σπιτική και φιλόξενη εκδοχή της στο supper club «Eat Like A Greek». Μπορεί για τους αμύητους το supper club να είναι κάτι πιθανώς άγνωστο, είναι όμως κάτι που ήδη συνηθίζεται εδώ και χρόνια στο εξωτερικό. Για τους ταξιδιώτες -και όχι τόσο για τους τουρίστες- τα supper clubs είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταξιδιωτικής εμπειρίας τους και της γνωριμίας τους με τον τόπο που επισκέπτονται. Όχι γιατί δεν μπορούν να βρουν καλά εστιατόρια. Προφανώς. Αλλά επειδή αναζητούν κάτι άλλο, κάτι παραπάνω από ένα γεύμα ή δείπνο ή μάλλον μια πιο «σπιτική» εκδοχή του. Προσδοκούν με αφετηρία αυτό το γεύμα να μάθουν για τα υλικά του, την παραγωγή τους, την προέλευσή τους. Και να το γευτούν σε χώρο φιλικό, ζεστό, προσιτό, με μια λέξη σπιτικό. Να φάνε σαν ντόπιοι, δηλαδή. Αυτό ακριβώς προσφέρουν η Άρτεμις και η Ευγενία στο εύγλωττο Eat Like A Greek: ελληνική κουζίνα σε αυθεντική εκδοχή και με σπιτική πινελιά που αναβαθμίζει όλη την εμπειρία. Δεν είναι μόνο ένα γεύμα. Είναι η ελληνική φιλοξενία.
Τις συναντήσαμε στο Μοσχάτο, στο σπίτι της Ευγενίας όπου γίνονται τα περίφημα «τραπεζώματα». Καθώς ετοιμάζονταν να υποδεχθούν ένα ζευγάρι Αμερικανών στο τραπέζι τους, μίλησαν στο newsbeast.gr για τα supper clubs, τα blog τους Wonderfoodland και Eat Yourself Greek, το Eat Like A Greek αλλά και τις ζωές τους, που με αφετηρία την Επικοινωνία για τη μία και τη Μετάφραση για την άλλη, τις οδήγησαν βήμα βήμα στο food blogging και την κουζίνα. – Τι είναι τα Supper Clubs; Μας θυμίζουν λίγο κάτι σαν AirBnB αλλά στον τομέα του φαγητού… Ευγενία: Κάπως έτσι ξεκίνησε, τουλάχιστον. Στην Αγγλία τα Supper Clubs σημαίνουν σπιτικό και πιο οικονομικό φαγητό, γιατί στο Λονδίνο, εάν θέλεις να φας έξω, το καλό φαγητό είναι αρκετά ακριβό. Το ξεκίνησαν οι food bloggers που άνοιγαν το σαλόνι τους για τους followers τους, οι οποίοι είχαν δοκιμάσει τις συνταγές τους, τους άρεσαν πολύ, και ρωτούσαν «πού μαγειρεύεις;». Οι food bloggers μαγείρευαν ερασιτεχνικά, δεν ήταν σεφ, οπότε έλεγαν «ωραία, ελάτε σπίτι να φάμε». Όπως μαζεύονται δηλαδή φίλοι ή η οικογένεια. Άρτεμις: Και το εξέλιξαν κιόλας κι έγιναν Supper Clubs θεματικά, για παράδειγμα έλεγαν θέλουμε θεματική μπάρμπεκιου… Ευγενία: Ή και πιο εξειδικευμένα μενού για χορτοφάγους, που στην αρχή δεν έβρισκες έξω και τόσο εύκολα. – Υπάρχει γενικότερα μια στροφή στο σπιτικό φαγητό, καταγράφεται κι αυτή στην άνθιση των Supper Clubs; Άρτεμις: Απλώς εδώ ο κόσμος είναι πιο επιφυλακτικός, λέει «γιατί να πάω στο σπίτι του άλλου και να μην φάω σπίτι μου ή να μην καλέσω κόσμο σπίτι μου» οπότε εμείς μέχρι στιγμής έχουμε δει ενδιαφέρον μόνο από ξένους. Επίσης ίσως για τον Έλληνα το κόστος να θεωρείται λίγο πιο υψηλό, επειδή δεν είμαστε εστιατόριο, οπότε και μόνο τα ψώνια μας, ας πούμε, είναι πιο ακριβά. Ίσως του έρχεται πιο φτηνά να φάει σε ένα εστιατόριο. Βέβαια κι εμείς δεν προσφέρουμε μόνο ένα πιάτο φαγητό… Ευγενία: Στο τραπέζι θα βγάλουμε ορεκτικά και σαλάτες και το κυρίως και γλυκό και κρασί… Άρτεμις: Και μετά και λικεράκι, και γλυκό του κουταλιού, και φρούτα και γιαούρτι και ό,τι μας έρθει. Γι’ αυτό μπορεί να έχουμε στο νου μας πως το τραπέζι θα κρατήσει ένα δίωρο αλλά αυτό μπορεί να ξεφύγει εντελώς. Για παράδειγμα, το τελευταίο ζευγάρι που μας ήρθε, έφτασε κατά τις 8 κι έφυγαν γύρω στις 12μιση τη νύχτα, κι αυτό για να προλάβουν το τρένο. Μετά το φαγητό καθίσαμε στο σαλονάκι, ήπιαμε το λικέρ μας, τους δώσαμε το δωράκι τους, έγραψαν στο βιβλίο εντυπώσεων, συζητούσαμε για ένα σωρό θέματα. Δεν είναι δηλαδή πως παρέχουμε ένα γεύμα και μετά φύγατε. Να έχουν κάτι να θυμούνται, κάτι να τους μείνει. Επίσης εμείς καθόμαστε παρέα, δεν τους σερβίρουμε και φεύγουμε, είμαστε εδώ και τρώμε μαζί τους, πίνουμε το κρασί μας, είμαστε παρέα. Δεν ξέρω αν θα ενδιαφερθούν γι’ αυτό οι Έλληνες, ίσως με μια καθυστέρηση δέκα ετών… Ευγενία: Οι άνθρωποι που έρχονται δεν είναι αυτό που σκεφτόμαστε όταν λέμε «τουρίστες», είναι πιο πολύ ταξιδιώτες και εντάσσουν την εμπειρία του φαγητού στη γενικότερη ταξιδιωτική εμπειρία και τη γνώση του μέρους που επισκέπτονται. – Πάμε τον χρόνο λίγο πιο πίσω. Εσύ Άρτεμη είχες δουλέψει για χρόνια στον τομέα της Επικοινωνίας και του Μάρκετινγκ. Η Ευγενία είναι μεταφράστρια. Το μαγείρεμα και το food blogging πώς προέκυψε; Ευγενία: Είμαι ακόμα μεταφράστρια, δουλεύω ως free lancer. Ασχολούμαι με το food blogging κατά κύριο λόγο, κάνω και φωτογραφίσεις και κείμενα και για άλλους, είμαι content provider, και ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη μαγειρική. Άρτεμις: Εγώ δεν μπόρεσα να ζήσω μόνο από το blogging, οπότε αποφάσισα να κάνω μια δουλειά που να είναι κοντά στο φαγητό, αυτή που κάνω τώρα. Μακάρι να μπορούσα να ζω μόνο με ό,τι προκύψει από το blog αλλά είναι πολύ δύσκολο γιατί οι δουλειές που προκύπτουν είναι περιστασιακές. Ευγενία: Το supper club το βλέπουμε πιο πολύ σαν διασκέδαση, να σου πω την αλήθεια, γιατί έχουμε πάντα ξένους, μας λένε την εμπειρία τους, μας ρωτάνε πού αλλού να πάνε… – Και πώς σας έχουν βρει; Ευγενία: Από το site μας, το Eat like a Greek, τη σελίδα μας στο Facebook αλλά και σε κάποιες πλατφόρμες, το Travel Spoon και το Vizeat… – Τι feedback έχετε συνήθως για τα supper clubs; Άρτεμις: Τους φαίνεται πολύ νορμάλ, δεν τους κάνει κάποια εντύπωση γιατί είναι κάτι που ξέρουν ήδη. Είναι άνθρωποι που τους αρέσει το φαγητό και θέλουν να δοκιμάσουν κάτι που πιστεύουν- και καλά το πιστεύουν- πως δεν θα έβρισκαν έξω. Ευγενία: Και όντως μας ρωτούν πολλές πληροφορίες για τα υλικά, το λάδι, τις ελιές, πού μπορούν να βρουν για να πάρουν μαζί τους. Άρτεμις: Δεν είναι οι κλασικοί τουρίστες, είναι άνθρωποι που ψάχνονται λίγο παραπάνω. Θέλουν να δουν πώς είναι το σπίτι κάποιου ντόπιου, τι κάνεις, πώς ζεις. Ενδιαφέρονται και για τέτοια πράγματα και για την ελληνική κουζίνα, να μάθουν για τα υλικά και πώς μαγειρεύονται. – Ποια είναι η διαδικασία για κάποιον που θέλει να κάνει κράτηση; Ευγενία: Μπαίνει στο Eat Like a Greek, υπάρχει μια φόρμα που πρέπει να συμπληρώσει με πολύ βασικές πληροφορίες, ονοματεπώνυμο και email, τέτοια. Είναι καλό αυτό να γίνει τουλάχιστον τρεις με τέσσερις ημέρες πριν την ημέρα του γεύματος, γιατί πρέπει κι εμείς να κανονίσουμε το πρόγραμμά μας. Άρτεμις: Αν και συνήθως γίνεται πολύ νωρίτερα, το ζευγάρι που περιμένουμε τώρα, για παράδειγμα, είχε κάνει την κράτηση έναν μήνα πριν. Ευγενία: Κανονίζουμε πως όντως θα βρεθούμε τη συγκεκριμένη ημερομηνία και στη συνέχεια η πληρωμή γίνεται μέσω Paypal. – Συνήθως το κόστος πού κυμαίνεται; Άρτεμις: Συνήθως έρχονται δύο με τέσσερα άτομα, ανάλογα πώς ταξιδεύουν… Ευγενία: Κι εμείς δεν βάζουμε μαζί ανθρώπους που δεν γνωρίζονται και δεν ξέρουμε αν θα ήθελαν να συνυπάρξουν με άλλους ταξιδιώτες. Κατά μέσο όρο το κόστος είναι στα 45-50 ευρώ το άτομο, ανάλογα το μενού. – Ποιοι είναι οι προμηθευτές σας; Ευγενία: Χρησιμοποιούμε μικρούς παραγωγούς, τα τυριά μας είναι πχ από τη Νάξο, η κοπανιστή που χρησιμοποιούμε σήμερα στα ντακάκια είναι Μυκόνου… Άρτεμις: Και με αφορμή αυτά τα υλικά λέμε και δύο πράγματα γι’ αυτά στο τραπέζι. Πού και πώς παράγεται κάτι, ποια εποχή και από ποιον. Για παράδειγμα, σε ένα τραπέζι βγάλαμε μαστιχόνερο και λικέρ μαστίχα, οι φιλοξενούμενοί μας δεν ήξεραν τίποτα για τη μαστίχα, ούτε για τη Χίο, ούτε για τα μαστιχόδεντρα. Οπότε κάναμε ολόκληρη συζήτηση. Ναι, και το γλυκό που θα σερβίρουμε απόψε είναι γλυκιά κολοκυθόπιτα. Με το φύλλο, όπως κάνουμε εμείς εδώ τις πίτες, σιροπιαστή και με κανελογαρίφαλο και σταφίδες, είναι κάτι που δεν έχουν ξαναδοκιμάσει. – Ποιες συνταγές χρησιμοποιείτε; Της μαμάς; Της γιαγιάς; Ευγενία: Ναι, για παράδειγμα τα σουτζουκάκια είναι με συνταγή της γιαγιάς μου, σμυρναίικη. Άρτεμις: Και γενικά δεν πειραματιζόμαστε, φροντίζουμε να είναι φαγητά που ξέρουμε ή αν θέλουμε να δοκιμάσουμε μια νέα συνταγή τη φτιάχνουμε πρώτα για μας. Μια φορά θέλαμε να φτιάξουμε κάτι χωρίς κρέας και καταλήξαμε στα μανιτάρια φρικασέ, είναι κάτι που είχα ξαναφτιάξει εγώ στο σπίτι μου και το ήξερα. Χρησιμοποιούμε δοκιμασμένες συνταγές, της μαμάς, της γιαγιάς, κι αυτές των φαγητών που τρώμε εμείς. – Υπάρχει κάποιο γεύμα που θυμάστε; Κάποιος φιλοξενούμενος που για κάποιο λόγο ξεχώρισε; (γελάνε και οι δύο) Άρτεμις: Ναι, αλλά δεν είχε να κάνει με τον καλεσμένο, είχε να κάνει με μας. Ήταν ένα ωραίο καλοκαιρινό βράδυ, η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και πέταξε κάτι προς τα μέσα. Εγώ καθόμουν και μιλούσα και βλέπω μπροστά μου την καλεσμένη μας να μου λέει έντρομη πως έχω κάτι στα μαλλιά μου. Ο νους μου πήγε στη μεγάλη μου φοβία, την κατσαρίδα. Και σηκώνομαι πάνω ουρλιάζοντας κι αρχίζω να τρέχω γύρω από τη ροτόντα φωνάζοντας «πάρτε το από πάνω μου!» Αλλά δεν σηκώθηκε κανείς, η Ευγενία είχε ξεσπάσει σε γέλια, οι άλλοι με κοιτούσαν. Κάποια στιγμή σταμάτησα γιατί κανείς δεν μου έδινε σημασία και τότε πέταξε η πεταλουδίτσα, γιατί πεταλουδίτσα ήταν, από τα μαλλιά μου… Ε, μετά κλαίγαμε από τα γέλια για μισή ώρα… – Πώς είναι να υποδέχεσαι άγνωστο κόσμο στο σπίτι σου; Ευγενία: Μου αρέσει πάρα πολύ σαν εμπειρία, γνωρίζεις πάντα κάποιον που έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική κουζίνα, αυτό είναι το κοινό μας με τους ανθρώπους που έρχονται, έρχονται να φάνε κάτι και να ακούσουν γι’ αυτό και να μιλήσουν γι’ αυτό. Έχω κι εγώ περιέργεια να μάθω πού πήγαν, τι έκαναν, πώς πέρασαν. Οπότε για μένα είναι πολύ ενδιαφέρον και δεν έχω καθόλου κάποιον φόβο. Άλλωστε αυτό είναι και μέρος της ελληνικής φιλοξενίας, να δέχεσαι κάποιον στο σπίτι σου. Το έκανα πολύ και όταν έμενα στο Λονδίνο, για παράδειγμα ετοίμαζα ελληνική κουζίνα για τους φίλους μου εκεί. Και όταν γύρισα, όταν επισκεπτόντουσαν την Ελλάδα πάλι κάναμε κάτι τέτοιο, πάντα είχε μια μορφή ξενάγησης αυτό. Είναι ωραία εμπειρία. – Ποια εικόνα υπάρχει εκεί έξω για την ελληνική κουζίνα; Άρτεμις: Νομίζω τα τυποποιημένα. Ευγενία: Το γνωστό τρίπτυχο μουσακάς, σουβλάκι, τζατζίκι, που είναι πολύ γνωστό και καθιερωμένο και όλοι το αγαπάμε. Αλλά γενικά η ελληνική κουζίνα προωθείται πολύ αργά. Τώρα γίνονται κάποιες κινήσεις, στο Λονδίνο που ταξιδεύω συχνά βλέπω να ανοίγουν ελληνικά delicatessen αλλά και στα Harrod’s μπαίνουν ελληνικά προϊόντα που δεν τα έβρισκες εύκολα παλιότερα, και σιγά σιγά όλο και περισσότερα πράγματα. – Έχουν συμβολή οι food bloggers στο να φαίνεται και να γίνεται η κουζίνα πιο προσιτή; Ευγενία: Ναι, τον τελευταίο καιρό και ακολουθώντας τη στροφή προς το σπιτικό φαγητό, είναι πολύ σύνηθες κάποιος να μπαίνει και να ψάχνει μια συνταγή. Άρτεμις: Ειδικά τα ελληνικά blog που γράφουν και στα αγγλικά έχουν μεγαλύτερη διάχυση προς τα έξω. Είναι πολύ εύκολο για κάποιον στο εξωτερικό, που ψάχνει ένα ελληνικό φαγητό, να μπει σε ένα blog με ελληνικές συνταγές και να μάθει περισσότερα πράγματα. – Έναν χρόνο μετά την έναρξη λειτουργίας του Eat Like a Greek, πώς το βλέπετε να εξελίσσεται ή πού θα θέλατε να πάει; Άρτεμις: Θα ήθελα να ζω μόνο από το blog μου, που σημαίνει να φωτογραφίζω, να γράφω, να έχω κάποιες στάνταρ συνεργασίες με κάποιες εταιρείες που να μου αρέσουν. Να έχω την ελευθερία να συνεχίσω να εκφράζομαι όπως θα ήθελα, να διατηρήσω το στιλ μου στη φωτογραφία, τον λόγο που έχω, όταν γράφω, να μαγειρεύω με τη φαντασία μου και με αυτό που θα με εμπνεύσει. Θα ήθελα όλα να τα προσαρμόσω στα δικά μου δεδομένα και να τα κάνω όπως μου αρέσουν. Και αν μπορώ και να πληρώνομαι γι’ αυτό, τι καλύτερο! Έχει γίνει εν μέρει, το παλεύω, μακάρι να μπορέσει να γίνει συνολικά. Ευγενία: Θέλω να δω το blog μου να μεγαλώνει, να έχω μεγαλύτερο κοινό, να μπορώ να μαγειρεύω και να το ευχαριστιέμαι το μαγείρεμα, το ψάχνω. Επειδή το δικό μου blog έχει ως θέμα τις ελληνικές συνταγές θα ήθελα να το πηγαίνω από περιοχή σε περιοχή, να δω την ελληνική κουζίνα σε μεγαλύτερο βάθος και να μπορώ και να συντηρούμαι και από αυτό. Γιατί έχει πολλή δουλειά από πίσω, πολύ τρέξιμο. Πάντως το Eat Like a Greek καλά πάει, αν σκεφτείς πως είναι τόσο μικρό, τόσο καινούριο πρότζεκτ, έχει απήχηση και είναι κάτι που μας χαροποιεί πάρα πολύ. Άρτεμις: Εγώ θα ήθελα κάποια στιγμή να κάνουμε και κάτι πιο συγκεκριμένο, το έχω φανταστεί με τους Έλληνες να έχει λίγο διαφορετική μορφή, ίσως να είναι κάτι πιο εξειδικευμένο. Να είναι για παράδειγμα ένα γεύμα μόνο πίτες, να μην είναι γενικά ένα τραπέζι αλλά κάτι θεματικό, με πιάτα που κάποιος δεν έχει ξαναφάει ή έχει ξαναφάει αλλά θέλει να εντρυφήσει. Σε ό,τι αφορά τους ξένους θα μπορούσε να έχει κι άλλες μορφές, για παράδειγμα μαθήματα μαγειρικής.