Θυμάται ξεκάθαρα, σαν να ήταν χθες, την ημέρα που εξαφανίστηκε ο άνδρας της. Ήταν μια μέρα του Νοεμβρίου του 2008 και ο 32χρονος Michael είχε επισκεφθεί έναν φίλο του στο Imphal, την πρωτεύουσα του κρατιδίου Manipur της Ινδίας, στα βορειοανατολικά σύνορα της με τη Μιανμάρ.
Η Νeena Ningombam ήταν στο σπίτι, οι δυο γιοι τους είχαν ήδη κοιμηθεί. Στις τρεισήμισι το απόγευμα χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Michael, της είπε πως τον έπιασαν κομάντο της αστυνομίας ενώ επέστρεφε στο σπίτι και της ζήτησε να ειδοποιήσει έναν υψηλόβαθμο αστυνομικό, γνωστό της οικογένειας, για να βοηθήσει να αφεθεί ελεύθερος. Η γραμμή κόπηκε απότομα και η γυναίκα κατάφερε να ξαναμιλήσει με κάποιον, στο κινητό του συζύγου της, δύο ώρες αργότερα. Ο άγνωστος της είπε πως ο Michael ήταν στην τουαλέτα και πως θα τον ενημερώσει για το τηλεφώνημά της. Ο Michael δεν τηλεφώνησε ξανά και όσο εκείνη τον αναζητούσε, το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο.
Ταραγμένη και μπερδεμένη κάθισε μπροστά στην τηλεόραση. Η νύφη της είχε φύγει για να βρει τον αστυνομικό και να τον ειδοποιήσει, αλλά δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Η Νeena περίμενε χαζεύοντας τις ειδήσεις στο τοπικό κανάλι. Στις 9 το βράδυ έγινε διακοπή του προγράμματος για μια έκτακτη είδηση.
Μπροστά στα μάτια της, είδε τον άνδρα της, σε μια λίμνη αίματος, πεσμένο κάτω και νεκρό. Δίπλα του υπήρχε μια κινεζικής κατασκευής χειροβομβίδα. Ο εκφωνητής των ειδήσεων είπε πως η αστυνομία είχε σκοτώσει ακόμα έναν στασιαστή. Η Ningombam κοιτούσε την οθόνη παγωμένη. Η οδύνης της ήταν ταυτόχρονα και φόβος. «Θυμάμαι πως έκλαιγα ασταμάτητα. Κάποιος έτρεξε κι έβγαλε το καλώδιο της τηλεόρασης. Ο γαμπρός μου πήγε στο νεκροτομείο και τον αναγνώρισε» αφηγείται στο BBC.
Η νεκροψία έδειξε πως ο Michael Ningombam είχε πεθάνει από αιμορραγικό σοκ λόγω των τραυμάτων που είχε από όπλα στους πνεύμονες και το ήπαρ.
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Michael και δύο φίλοι του κινούνταν με μοτοσικλέτα όταν τους σταμάτησαν εποχούμενοι κομάντο σε δάσος, στην άκρη της πόλης. Ο ένας επιβάτης είχε πυροβολήσει το όχημα και ο Michael είχε πετάξει χειροβομβίδα στους κομάντο που στη συνέχεια τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν ευρισκόμενοι σε αυτοάμυνα, σύμφωνα πάντα με την περιγραφή της αστυνομίας. Η αστυνομία ανακοίνωσε επίσης πως ο Michael ήταν ένοπλος μαχητής και εκβιαστής.
«Ο άνδρας μου αγωνιζόταν κάνοντας διάφορες δουλειές. Ήταν χρήστης ναρκωτικών και προσπαθούσε να απεξαρτηθεί. Αλλά δεν ήταν αντάρτης» λέει η 40χρονη. Είχαν γνωριστεί στο κολέγιο, είχαν ερωτευτεί, κλεφτεί και παντρευτεί.
Η Ningombam, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία, έπιασε δουλειά σε σχολή οδήγησης για να ζήσει τους γιους της. Και ταυτόχρονα άρχισε μόνη της να δίνει τον αγώνα της για δικαιοσύνη, υποβάλλοντας επίσημες καταγγελίες, συλλέγοντας έγγραφα και κάνοντας ατελείωτες αιτήσεις στην κυβέρνηση και τα δικαστήρια. Παράλληλα προσπαθούσε να πείσει έναν πιθανό μάρτυρα- κλειδί να καταθέσει.
Επί ένα μήνα, πήγαινε κάθε μέρα στην άκρη της πόλης, εκεί όπου ένας ηλικιωμένος καταστηματάρχης είχε δει τους κομάντο της αστυνομίας να περνούν με ένα SUV με τον άνδρα της μέσα. Μετά άκουσε τον ήχο πυροβολισμών, σε απόσταση.
«Έπειτα από μέρες που τον προσέγγιζα και γνώριζα την οικογένειά του, συμφώνησε να καταθέσει και έγινε ο βασικός μου μάρτυρας. Έτσι βρίσκουμε μερικές φορές το δίκιο μας στο Manipur. Το κράτος δεν σε βοηθά» εξηγεί.
Τέσσερα χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 2012, το τοπικό δικαστήριο αποφάνθηκε, βάσει αποδείξεων, πως ο Michael είχε πέσει νεκρός από πυρά των κομάντο της αστυνομίας και πως δεν είχε υπάρξει καμία ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στους αστυνομικούς και το θύμα τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση και επιδίκασε στη Νeena αποζημίωση 500.000 ρουπίες- ήτοι περίπου 7.800 δολάρια.
Ο Michael Ningombam δεν ήταν ο μόνος που είχε τέτοιο τέλος. Οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα εκτιμούν πως από το 1979 έως το 2012, τουλάχιστον 1.528 άνθρωποι δολοφονήθηκαν σε συνθήκες κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης καθήκοντος από την αστυνομία. Στην πλειονότητά τους ήταν άνδρες, χαμηλού εισοδήματος και άνεργοι. Μεταξύ των δολοφονημένων ήταν 98 ανήλικοι και 31 γυναίκες. Το γηραιότερο θύμα ήταν μια 82χρονη γυναίκα. Το νεαρότερο ένα 14χρονο κορίτσι.
Το πιο «γνωστό» θύμα αυτών των δολοφονιών ήταν η 32χρονη Thangjam Manorama Devi, που βιάστηκε ομαδικά και στη συνέχεια δολοφονήθηκε από παραστρατιωτικούς το 2004. Ο φόνος της προκάλεσε μια μοναδική στην ιστορία γυμνή διαμαρτυρία, που σόκαρε τον κόσμο. Μητέρες και γιαγιάδες έβγαλαν όλα τα ρούχα τους και καλύφθηκαν μόνο με το πανό που έγραφε «Ο ινδικός στρατός μας βιάζει», σε μια κοινωνία που οι γυναίκες έχουν καλυμμένους μέχρι και τους αστραγάλους τους.
Κάποιοι από τους φόνους ερευνήθηκαν από ομοσπονδιακή οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που επιδίκασαν αποζημιώσεις για τις οικογένειες κάποιων εκ των θυμάτων. Ωστόσο ούτε ένας αστυνομικός ή στρατιωτικός δεν οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης ως σχετιζόμενος με τους φόνους.
«Άρπαζαν ανθρώπους, τους χαρακτήριζαν αντάρτες και τους σκότωναν. Αυτό το κλίμα ατιμωρησίας σημαίνει πως η αστυνομία πολλές φορές δεν καταγράφει τις υποθέσεις. Πρέπει να αποδοθούν ευθύνες, δεν μπορείς απλά να αφαιρείς το δικαίωμα στη ζωή και να σκοτώνεις ανθρώπους» δηλώνει ο Babloo Loitongbam, ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πριν από οκτώ χρόνια, οι οικογένειες των θυμάτων ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους ακτιβιστές για να μπορέσουν επιτέλους να δράσουν συλλογικά έναντι στην «κουλτούρα ατιμωρησίας της αστυνομίας, του στρατού και των παραστρατιωτικών». Τον Ιούλιο του 2009 συγκεντρώθηκαν σε ένα σπίτι στο Imphal, μοιράστηκαν τις ιστορίες τους και έγιναν μια γροθιά. Και τον περασμένο Ιούλιο, ανταποκρινόμενο σε αίτημα των οικογενειών, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση – ορόσημο, ζητώντας από τους αιτούντες να συγκεντρώσουν περισσότερες πληροφορίες για τους φόνους. Οι δικαστές αποφάνθηκαν πως ακόμα και όταν οι έρευνες έδειχναν πως το θύμα ήταν «εχθρός και απρόκλητος δράστης» θα έπρεπε να ξεκαθαριστεί το εάν «χρησιμοποιήθηκε υπερβολική ή εκδικητική βία για την εξόντωσή του».
Έτσι οι «πολίτες- ερευνητές» άρχισαν να δημοσιεύουν αγγελίες και εκκλήσεις στα τοπικά μέσα ενημέρωσης και να συλλέγουν πληροφορίες- και πιθανές αποδείξεις- για τους φόνους. Ανταποκρίθηκαν περίπου 900 (!) οικογένειες, καταθέτοντας τις επίσημες καταγγελίες που είχαν κάνει στην αστυνομία, εκθέσεις νεκροψίας- νεκροτομής, αρχεία κηδειών και δικαστικές αποφάσεις που συνδέονταν με τους φόνους. Εθελοντές- φοιτητές και συγγενείς των θυμάτων- έφτασαν και στις εννιά περιφέρειες του ορεινού κρατιδίου, συλλέγοντας πληροφορίες. Δικηγόρος, που εργαζόταν pro bono, τους βοηθούσε με το νομικό κομμάτι.
Έναν χρόνο αργότερα, τα ερμάρια του γραφείου τους είχαν γεμίσει με πάνω από 1.500 φακέλους, έναν για κάθε φόνο. Τον Απρίλιο οι οικογένειες των θυμάτων κατέθεσαν στο δικαστήριο λεπτομέρειες για 748 φόνους, δουλεύοντας παράλληλα και άλλες υποθέσεις. Μέσα στο μήνα το δικαστήριο αναμένεται να εκδώσει την απόφασή του σχετικά με τη διερεύνηση ή όχι των υποθέσεων αυτών.
«Αγωνιζόμαστε για να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Μετά, μόλις μεγαλώσουν, πέφτουν νεκρά από πυρά. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν θέλουμε πια να βλέπουμε τα παιδιά μας στο νεκροτομείο» είχε δηλώσει μια ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, συμπυκνώνοντας τον σχεδόν καθημερινό τρόμο που βίωναν οι πολίτες του Manipur.
Άνδρες εξαφανίζονταν ή τους άρπαζαν οι δυνάμεις ασφαλείας ενώ πήγαιναν στην αγορά, ενώ περπατούσαν, ενώ περίμεναν στη στάση το λεωφορείο. Άλλοι δολοφονήθηκαν πηγαίνοντας να συναντήσουν τις συντρόφους τους, την ώρα που ψάρευαν ή την ώρα που έτρωγαν σε κάποιο εστιατόριο. Μια γυναίκα έπεσε νεκρή την ώρα που τάιζε το μωρό της. Κάποιες φορές οι δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλλαν στα σπίτια, έσερναν έξω τους «υπόπτους» μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους και τους σκότωναν.
Αυτό έγινε και με τον 29χρονο Ngangban Naoba Singh, φοιτητή θεολογίας, το καλοκαίρι του 2009. Είχε επιστρέψει στο σπίτι με την αδελφή του αργά το βράδυ. Έβλεπαν μια ταινία στην τηλεόραση, συντροφιά με τη μητέρα τους Kamalini. «Αυτές οι μεταμεσονύχτιες ταινίες δεν είναι για τους ηλικιωμένους, πήγαινε για ύπνο!» έκανε ο Naoba πλάκα στη μητέρα του. Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Γύρω στα μεσάνυχτα, η γυναίκα ξύπνησε από βίαια χτυπήματα στην πόρτα. Μετά άκουσε φωνές, κάποιοι προσπαθούσαν να μπουν στο σπίτι. Έτρεξε στο δωμάτιο του γιου της, τον ξύπνησε και προσπάθησε να τον βγάλει από την πίσω πόρτα. «Ήξερα πως συνέβαινε κάτι κακό. Ο Naoba ακόμα κοιμόταν, δεν νομίζω πως καταλάβαινε τι γινόταν» αφηγείται κλαίγοντας.
«Μόλις βγήκαμε από την πίσω πόρτα, κάποιος μας σταμάτησε». Η γυναίκα είδε τουλάχιστον δέκα φιγούρες μέσα στο σκοτάδι. Κάποιος φώναξε στον Naoba πού πάει, κι εκείνος του είπε πως η μητέρα του του είχε ζητήσει να βγει έξω.
Τα πράγματα βγήκαν γρήγορα εκτός ελέγχου μέσα στην πυκνή νύχτα.
Οι άνδρες άρπαξαν τον Naoba σπρώχνοντας τους γονείς του πίσω στο σπίτι. Τους πήραν τα τηλέφωνα και τους αμπάρωσαν τις πόρτες από έξω. Ειπώθηκαν κάποια λόγια, κάποιες εντολές. Μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί. «Σταματήστε τον! Σταματήστε τον!» φώναξε κάποιος. Ένα όχημα έβαλε μπροστά.
Η Ngangban ήλπιζε πως ο γιος της είχε καταφέρει να διαφύγει. Ήταν πολύ σκοτεινά και η οικογένεια έμεινε κλειδωμένη μέσα στο σπίτι για όλη τη νύχτα. Μόλις χάραξε η αυγή, πληροφορήθηκαν πως ο γιος τους είχε δολοφονηθεί στην πίσω αυλή του σπιτιού και πως είχαν πάρει τη σορό του μέσα σε ένα όχημα. «Μέχρι και σήμερα δεν ξέρω γιατί τον δολοφόνησαν. Θέλω να μάθω την αλήθεια. Αν έκανε κάτι κακό και προσπάθησε να διαφύγει θα μπορούσαν να τον είχαν πυροβολήσει στο πόδι» λέει.
Η αστυνομία ανακοίνωσε πως απέκλεισε το σπίτι εκείνη τη νύχτα για να αναζητήσει τον Naoba, ο οποίος ήταν, λέει, μέλος παράνομης οργάνωσης ανταρτών και εκβιαστής. Τρία χρόνια μετά, δικαστική αναφορά κατέγραφε το γεγονός πως δεν υπήρχε καμία ένδειξη πως ήταν είτε το ένα είτε το άλλο…
Ο δικαστής αποφάνθηκε μάλιστα πως οι κομάντο της αστυνομίας «είχαν ανοίξει πυρ αδιακρίτως χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια να συλλάβουν τον Naoba, τηρώντας τον νόμο που ισχύει σε αυτή τη δημοκρατική χώρα». Η υπόθεση έχει φτάσει ήδη στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αναμένεται να αποφασίσει εάν θα αποζημιωθεί η οικογένεια.
Ακόμα όμως και άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι τους δεν γλίτωσαν από την αστυνομική και στρατιωτική ασυδοσία. Η Oinam Amina Devi, για παράδειγμα, δολοφονήθηκε την ώρα που τάιζε την ενός μηνός κόρη της, στο σπίτι της, τον Απρίλιο του 1996. Οι στρατιώτες κυνηγούσαν, λέει, έναν ύποπτο στασιαστή που είχε κρυφτεί στο μικρό σπίτι της, κάτω από το κρεβάτι. Η Amina, που καθόταν έξω, πανικοβλήθηκε μόλις είδε τους στρατιώτες να εισβάλουν στο σπίτι της κι έτρεξε μέσα. Την ώρα που προσπαθούσε να κλείσει την πόρτα για να προστατευτεί, εκείνοι άνοιξαν πυρ. Μια σφαίρα διαπέρασε το σώμα της και χτύπησε και το μωρό της. Αιμορραγώντας το βρέφος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου οι χειρουργοί κατάφεραν να αφαιρέσουν τη σφαίρα από το μικροσκοπικό σώμα του. Ο θάνατος της μητέρας του ήταν ακαριαίος΄
Στην περιοχή ξέσπασαν διαδηλώσεις και η οικογένεια αρνήθηκε να δεχθεί τη σορό της Amina μετά τη νεκροψία. Η σορός μεταφέρθηκε και πάλι στο αστυνομικό τμήμα και αργότερα αποτεφρώθηκε. Δεχόμενη μεγάλη πίεση, η κυβέρνηση ανακοίνωσε πως η υπόθεση θα διερευνηθεί και η έρευνα έδειξε πως οι πυροβολισμοί ήταν «απρόκλητοι, αδιάκριτοι και αδικαιολόγητοι». Το Ανώτατο Δικαστήριο επιδίκασε στην οικογένεια αποζημίωση 50.000 ρουπίες.
Το βρέφος που διασώθηκε τότε είναι σήμερα η 20χρονη Oinam Sunita Devi και ζει με τον πατέρα της, ο οποίος έχει ξαναπαντρευτεί. «Δεν μπορώ να εξηγήσω τη θλίψη μου. Μου λείπει η μητέρα μου και μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς επέζησα. Αυτή είναι η μοίρα μου» λέει.
Η αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας επιμένουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, πως τα θύματα ήταν κακοποιοί που σκοτώθηκαν στη διάρκεια επιχειρήσεων κατά της τρομοκρατίας ή κατά στασιαστών.
Η κυβέρνηση επέμεινε, πέρσι, ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, πως «περίπου 5.000 μαχητές κρατούν ομήρους τους 2,3 εκατ. πολίτες του Manipur και συντηρούν το καθεστώς διαρκούς φόβου». Κατέθεσε μάλιστα πως μεταξύ 2000 και 2012 είχαν σκοτωθεί 365 αστυνομικοί και παραστρατιωτικοί από πυρά ανταρτών.
Τα πράγματα πήραν όμως άλλη τροπή όταν ένας κομάντο της αστυνομίας, ο Herojit Singh, παραδέχθηκε πέρσι του Ιανουάριο πως είχε σκοτώσει έναν άοπλο ύποπτο μέσα σε κτίριο του Imphal το 2009. Με ψυχραιμία και κυνισμό που σοκάρουν, παραδέχθηκε πως είχε σκοτώσει πάνω από εκατό ανθρώπους και πως κρατούσε «λογαριασμό» των φόνων του στα σημειωματάριά του.
«Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες» απάντησε στο BBC όταν ρωτήθηκε πόσους ανθρώπους είχε σκοτώσει. Ήξερε όμως πως ήταν πάνω από εκατό. Δήλωσε πως δεν μετανιώνει για κανέναν φόνο και πως είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε τιμωρία. «Έκανα απλώς το καθήκον μου, ακολουθούσα εντολές των ανώτερών μου. Ομολόγησα επειδή πίστευα πως ήταν σημαντικό να πω την αλήθεια» πρόσθεσε. Τη μέρα περνά χρόνο με τα παιδιά του και τα βοηθά στα μαθήματά τους. Οι νύχτες όμως είναι δύσκολες. «Τις τρέμω» περιγράφει, «θα ήθελα να είχα τον δικό μου ήλιο, να τον βάζω στον ουρανό και να μην υπάρχει καθόλου σκοτάδι».
«Μπλοφάρει» σχολιάζει ο πρώην επικεφαλής της αστυνομίας του Manipur που είναι σήμερα αναπληρωτής υπουργός στη νέα κυβέρνηση του κρατιδίου. «Μπορεί να ενεπλάκη σε 10- 15 περιστατικά αλλά λέει πως σκότωσε τόσους ανθρώπους. Ας αφήσουμε τα δικαστήρια να τον ρωτήσουν σε πόσες υποθέσεις ήταν παρών» δηλώνει. «Μπορεί να υπήρξαν μερικές περιπτώσεις εξώδικων φόνων αλλά δεν πιστεύω πως είναι τέτοιο το μέγεθός του, όπως περιγράφεται. Εάν είχαν σκοτωθεί παράνομα 1.500 άνθρωποι, θα είχαν γίνει περισσότερες διαδηλώσεις» τόνισε μιλώντας στο BBC.
Ως επικεφαλής της αστυνομίας ο Yumnam Joykumar Singh είχε ενισχύσει την αστυνομία- από 20.000 είχε 34.000 άνδρες- και την ανέδειξε σε κύρια δύναμη κατά των εξεγερμένων. Έλεγε πως η ένοπλη δράση και οι εκβιασμοί είχαν οδηγήσει στο χείλος της κατάρρευσης τη δημόσια τάξη στο κρατίδιο και στους άνδρες του είχε πει: «Αν έχεις όπλο, μπορείς να ανταποδώσεις τους πυροβολισμούς».
Η μάχη των οικογενειών των θυμάτων δεν έχει τέλος και δεν είναι εύκολη. Πιθανά στοιχεία χάνονται με τα χρόνια, η ελπίδα άλλοτε μαραζώνει κι άλλοτε ξαναζωντανεύει. Ο χρόνος επουλώνει τις πληγές αλλά επιτρέπει και να θέσει κανείς νέους στόχους. Έτσι, οι οικογένειες των θυμάτων, ενισχυμένες από την παρέμβαση του Ανώτατου δικαστηρίου, ρίχνονται λυσσαλέα στην προσπάθεια να βρουν δικαιοσύνη, πολλές φορές χρόνια μετά την απώλεια των οικείων τους. Οι φόνοι σταμάτησαν αλλά ακόμα δεν έχουν υπάρξει ποινές για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν.
Πολλοί από τους πολίτες που παλεύουν λένε πως δεν το κάνουν επειδή ελπίζουν στην αργοκίνητη δικαιοσύνη της χώρας τους αλλά επειδή δεν θέλουν τα παιδιά και οι οικογένειές τους να ζήσουν με το στίγμα των ψεύτικων καταγγελιών για τους πατεράδες τους, τα αδέλφια τους, τους γιους, τις κόρες και τις συζύγους τους. Ξέρουν πως το «έγκλημα» μέλους μιας οικογένειας μπορεί να στιγματίσει όλους τους συγγενείς του.
«Συνεχίζω να παλεύω για τους γιους μου. Δεν θέλω ο κόσμος να λέει πως είναι τα παιδιά ενός στασιαστή. Έπρεπε να καθαρίσω το όνομα του άνδρα μου για να τους προστατεύσω» λέει η Neena Nongmaithem. «Και, ναι, τους πεθαμένους δεν πρέπει να τους ξεχνάμε εντελώς…».