Ο Σπύρος Τσισκάκης έζησε το Μαρούσι πριν το αποψιλώσουν. Ανάμεσα σε πράσινο και χώμα, χωρίς τσιμέντο και άσφαλτο. Στο κτίριο του ΟΤΕ είχε ελαιώνες. Στο γειτονικό οικόπεδο εκτάσεις με αχλαδιές. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες-βίντεο: Γιάννης Κέμμος Άφηνε το κοπάδι του να βοσκάει στη συνοικία του Αγίου Θωμά στο Μαρούσι, στο σημείο που σήμερα διαπερνά η Αττική Οδός. Εκεί που χτίστηκαν πολλά νεοκατοίκητα σπίτια την τελευταία εικοσαετία. Από τα Χανιά και την επαρχεία Σελίνου, ορμώμενος, μπήκε σε μικρή ηλικία στο λιμενικό. Σήμερα τον συναντάει κανείς στο κέντρο του Αμαρουσίου. Το… βοσκοτόπι που αφήνει ελεύθερες τις κατσίκες του κάθε πρωί, συνορεύει με το αστεροειδές μέγαρο του ΟΤΕ. «Η Αθήνα ήρθε στη ζωή μου καθώς πήγα στο λιμενικό. Αργότερα έζησα για κάποια χρόνια στην Κάρυστο και μετατέθηκα στον Πειραιά. Κι έτσι έμεινα μόνιμα στην Αθήνα. Πού να πήγαινα; Είχα τέσσερα παιδιά…», αφηγείται. «Διάλεξα να επιστρέψω στο χωριό με τον τρόπο μου. Γι’ αυτό και βόσκω τα λιγοστά ζώα μου σε ένα κομμάτι πράσινο που απέμεινε ανάμεσα σε πολυόροφες κατοικίες. Τις γίδες τις κρατάω περισσότερο από χόμπι. Να μην ξεχνάω το επάγγελμα. Περισσότερο μ’ αρέσει η επαφή με τη φύση. Παλιά είχα μεγάλο κοπάδι. Όταν ζούσα στην Εύβοια είχα καμιά πενηνταριά πρόβατα και καμιά δεκαπενταριά κατσίκες. Και στο Μαρούσι αργότερα. Εκατό κομμάτια πρόβατα. Στο κέντρο του Αμαρουσίου, στον Άγιο Κοσμά. Τα αμολούσα και γέμιζε ο τόπος». Για εκείνον τα ζώα καταλαβαίνουν καλύτερα από τον άνθρωπο. «Πιο καλά τα βρίσκω μαζί τους παρά με τους ανθρώπους. Ηρεμώ». Εκείνα καταλαβαίνουν από μακριά κάθε φορά που πλησιάζει κι έρχονται κοντά του. Τις δένει στα πιο κοντινά δέντρα για να βοσκήσουν και να προλάβει τις αποκοτιές τους, μην τυχόν βγουν στο δρόμο. Καμιά φορά αφήνει τις κατσίκες στο χωράφι και τις βρίσκει στο δρόμο. Ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σε βιαστικούς οδηγούς, σε περαστικούς με το βλέμμα στραμμένο στο πεζοδρόμιο. Όλοι κινούνται βιαστικά και δεν βλέπουν παρά μόνο πώς θα φτάσουν πιο σύντομα στον προορισμό τους. Ζει μόνιμα τα τελευταία σαράντα χρόνια στο Μαρούσι. Το θυμάται και νωρίτερα. Τότε που περιστασιακά πηγαινοερχόταν στην πόλη. «Ήταν η εποχή που φτιάχτηκε το κτίριο του ΟΤΕ επί δικτατορίας. Το οικόπεδο αυτό ήταν ελαιώνες. Πιο κάτω είχε αχλαδιές. Κάμπος σωστός! Ήταν γεμάτη κτήματα όλη η περιοχή. Η Κηφισίας υπήρχε αλλά ήταν ένας στενός δρόμος. Μία λωρίδα στο ανέβασμα, μία στο κατέβασμα. Κηφισιώτες και Μαρουσιώτες πηγαινοέρχονταν με άμαξες. Και το γαϊδουράκι με τον πάγο που γέμιζε τα ψυγεία πηγαινοερχόταν στην περιοχή». Κάθε πρωί κατεβαίνει την ίδια ώρα. Με ευλαβική συνέπεια. Από τις εργατικές πολυκατοικίες που μένει με τη γυναίκα και τους τρεις γιους του στα διακόσια μέτρα δρόμο για το αστικό του χωράφι. Ετοιμάζει καφέ αξημέρωτα ακόμα και αναζητά μία καλή σκιά κάτω από το φύλλωμα κάποιου δέντρου. «Η γυναίκα μου κρατάει το σπίτι. Ταΐζει τους τρεις γιους μας κι εμένα. Δεν έχουν φύγει ακόμα από το σπίτι. Είναι οι τρεις άνεργοι». Μιλάει για την Αθήνα που άλλαξε και είναι ξένη στα δικά του μάτια. «Αυτό που δεν μ’ αρέσει σήμερα είναι ότι έχει αγριέψει πολύ η πρωτεύουσα. Οι άνθρωποι είναι πολύ προβληματισμένοι. Με δυσκολία τα βγάζουν πέρα οι περισσότεροι. Αν είχα τα κουράγια θα ξαναγύριζα στην Κρήτη. Υπάρχει ακόμα το πατρικό μου. Τα ντουβάρια δηλαδή. Θέλει φτιάξιμο όμως. Απ’ την άλλη τι να πάω να κάνω κι εκεί… Δεν υπάρχει άνθρωπος το χειμώνα…», λέει ισορροπώντας στην αντίφαση της νοσταλγίας με την πραγματικότητα. Κατά καιρούς τελεί υπό διωγμό. Από γείτονες που συχνά ενοχλούνται όταν βλέπουν την προσομοίωση της επαρχίας στο κέντρο της πολυσύχναστης πρωτεύουσας. Πώς να δεχτεί κανείς ότι η εξοχή θέλει να τρυπώσει ανάμεσα στα τσιμέντα; Οι κατσίκες στο Μαρούσι εκτός από αξιοθέατο, είναι για ορισμένους εξοργιστική. Ασύμβατη με την αισθητική του τσιμέντου της πόλης. «Τι κάνουν τα ζώα μέσα στην πόλη;», αναρωτιούνται κάποιοι. «Μερικές φορές με έχουν κυνηγήσει. Ένας μου φώναζε ότι μυρίζουν οι γίδες. “Εσείς βρωμάτε”, του απάντησα. Ένας πιτσιρικάς από την απέναντι πολυκατοικία ήταν. Φώναξε, γκρίνιαξε… Τελικά του πέρασε. Οι περισσότεροι όμως τα ταΐζουν. Έρχονται κοντά στην περίφραξη με ένα κομμάτι ψωμί και απλώνουν το χέρι προς το μέρος τους». Το οικόπεδο της βοσκής είναι πάνω στο ρέμα που διασχίζει την περιοχή. Γι’ αυτό και μέχρι στιγμής γλίτωσε από την αστικοποίηση. «Δεν έχει αγοραστική αξία, γι’ αυτό δεν έχουν χτίσει ακόμα», εξηγεί με απλότητα ο κύριος Σπύρος.
Περιγράφει την καθημερινότητά του. Για εκείνον είναι ρουτίνα. Αυτή του κτηνοτρόφου που ζει στην πόλη. Η καθημερινότητά που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα απαρέγκλιτα, χωρίς εκπλήξεις. «Έζησα σαν ταλαίπωρος, φτωχός. Το καφενείο το έκοψα. Πηγαίνω όμως τα βράδια και πίνω τα κρασάκια μου σε μια ταβέρνα εδώ κοντά. Βάζουμε δυο μισόκιλα με ένα φίλο στο τραπέζι. Αφού πιούμε και ανταλλάξουμε δυο κουβέντες, φεύγουμε για το σπίτι. Το πρωί ξυπνάω στις 5.30 και έρχομαι εδώ. Αφήνω τις κατσίκες ελεύθερες, πίνω τον καφέ μου, το απολαμβάνω. Χορεύουν τα κατσίκια από δω, χορεύουν από ‘κει, απολαμβάνοντας την ελευθερία τους». Στο τέλος γυρίζει φιλοσοφικά την κουβέντα… «Δε βαριέσαι», μονολογεί. «Διαβάτες είμαστε. Περαστικοί της ζωής. Όταν ξυπνάω λέω πάντα ότι “σήμερα είμαι, για αύριο δεν ξέρω”. Αλλά και οι νέοι το ίδιο πρέπει να σκέφτονται. Όταν έχουμε στο νου ότι είμαστε προσωρινοί δεν μπορούμε να πειράξουμε το διπλανό μας. Δεν έχουμε ανάγκη και δεν θα επιδιώξουμε να τον βλάψουμε. Στο τέλος άλλωστε θα τα αφήσουμε όλα πίσω μας. Κι ο Ωνάσης είχε περιουσία μεγάλη. Και τι έγινε; Έμεινε εδώ; Ζει κανένα από τα παιδιά του; Μόνο η εγγονή του ζει, κι αυτή δυστυχισμένη. Τα λεφτά είναι απαραίτητα όσο φτάνουν για τις ανάγκες μας. Όλα τ’ άλλα είναι ανεμομαζώματα και διαολοσκορπίσματα». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend