Λίγες είναι οι λέξεις που «σηκώνουν» τόσες πολλές ερμηνείες ως προς το τι πραγματικά σημαίνουν. Το ρεμπέτικο είναι μια από αυτές…. Υπήρχε, μάλιστα, μια περίοδος που έφτασε ακόμα και τα όρια της βρισιάς. Ρεμπέτης ήταν ο απείθαρχος, ο παράνομος, ο αλήτης, ο μάγκας ή ο γλεντζές και ο ξενύχτης. Οι ρίζες της λέξης προέρχονται πιθανότατα από την τουρκική γλώσσα (ρεμπέτ σημαίνει ανυπότακτος) ή από τη σερβική (επίσης ρεμπέτ όπου όμως εδώ δίδεται η έννοια του αντάρτη) που ταιριάζει με την βενετική rebelo (αντάρτης) και την ισπανική rebelde (αντάρτης, επαναστάτης). Ό,τι και να σημαίνει, απ’ όπου κι αν προέρχεται η λέξη, πάντως, ένα είναι σίγουρο. Ακόμα και σήμερα, το ρεμπέτικό, αποτελεί το είδος της μουσικής που πολεμήθηκε και κυνηγήθηκε όσο κανένα άλλο στην Ελλάδα. Ειδικά την εποχή του μεσοπολέμου που «έβαλε» τα ναρκωτικά και ιδιαίτερα το χασίς και την πρέζα μέσα στα σπίτια των μικροαστών με όχημα τους στίχους του…
Η γέννηση του ρεμπέτικου
Αν βάλουμε μια μικρή δόση λυρισμού στον λόγο μας θα πούμε πως το ρεμπέτικο ήταν ένα παιδί που κανείς δεν ήθελε να αναγνωρίσει. Οι Τούρκοι το εκδίωξαν ως κάτι ξένο. Νόθο. Οι Έλληνες το αποκήρυξαν ως κάτι τούρκικο. Για την οικονομία της… κουβέντας, λοιπόν, θα πούμε πως το ρεμπέτικο «γεννήθηκε» κάπου ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα. Αν και ούτε αυτό είναι αλήθεια. Η συγκεκριμένη μουσική δημιουργήθηκε στα λιμάνια της Mεσογείου. Στην Eρμούπολη, το Nαύπλιο, τον Πειραιά, την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, την Aλεξάνδρεια και την Θεσσαλονίκη. O Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα που έγραψε το 1900 «O γείτονας με το λαγούτο» μιλάει για έναν… Tουρκομερίτη που ζούσε σε αθηναϊκή γειτονιά και τραγουδούσε μάγκικα (κουτσαβάκικα) τραγούδια. Στην αρχή έμενε κρυμμένο. Ελάχιστοι το γνώριζαν. Σπίτια του ήταν κάποια μικροί, σκοτεινοί και αποπνικτικοί από την μυρωδιά του χασισιού χώροι σε διάφορα ανήλιαγα στενά, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των οργάνων της τάξης. Χώροι που έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως τεκέδες ή καβάτζες. Οι χώροι αυτοί, ειδικά στα πρώτα βήματα του ρεμπέτικού, μπορεί να ήταν ακόμα και σπηλιές! Όσο πιο πολύ, αυτό το ανυπότακτο είδος μουσικής, γοητευόταν από τα ναρκωτικά τόσο πιο πολύ έμενε κρυμμένο και τόσο περισσότερο το κυνηγούσε η εξουσία.
Ρεμπέτικο και ναρκωτικά
Αυτό που είναι γνωστό για την ιστορία του ρεμπέτικου και δεν επιδέχεται της παραμικρής αμφιβολίας είναι πως η μουσική αυτή γιγαντώθηκε στις κακόφημες γειτονιές του Πειραιά και άξιος πρεσβευτής της ήταν ο σπουδαίος Μάρκος Βαμβακάρης. «Πήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο από την Προύσα. Μόλις πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και συλλογιζόμουνα πώς ν’ ανέβω τώρα το γκρεμό να φύγω; Αρχίνησα με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφτασα ως πίσω από το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών και δεν ερχόντουσαν μαζί στη σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχαν δικό τους νταραβέρι…», γράφει στην αυτοβιογραφία του ο σπουδαίος ρεμπέτης, περιγράφοντας μια εμπειρία του στη σπηλιά του Κουλού, ένα απόκρημνο μέρος στην ακτή της Δραπετσώνας.
Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, αυτές οι εικόνες ήταν η καθημερινότητα στη ζωή των ρεμπέτηδων. Και όπως ήταν φυσικό οι εικόνες αυτές έκαναν έντονη την παρουσία τους και στα τραγούδια τους. Εκείνη ήταν η εποχή που τα «χασικλίδικα» έζησαν μια τεράστια άνθηση. Τόσο μεγάλη που «τρύπωσαν» ακόμα και στα σπίτια των αστών. Αυτών που δεν είχαν καμία σχέση με τα ναρκωτικά αλλά λίγο η περιέργεια, λίγο η γοητεία της παρανομίας έκαναν το περιθωριακό ρεμπέτικο να πουλάει χιλιάδες δίσκους ακόμα και σε ανθρώπους που δεν είχαν τότε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν… γραμμόφωνο! Εκείνη την εποχή βγήκαν μερικά από τα σπουδαιότερα ρεμπέτικα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ. Υπεύθυνοι γι’ αυτό, εκτός από τον Βαμβακάρη, ήταν ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Εϊτζιρίδης (περισσότερο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς), ο Ανέστος Δελιάς, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου και ο Στράτος Παγιουμτζής. Ακολούθησαν ο Μπαγιαντέρας, ο Κερομύτης, ο Παπαϊωάννου.
Η απαγόρευση, η λογοκρισία και οι εξορίες επί δικτατορίας Μεταξά
Τον Αύγουστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς εγκαθιδρύει τη δικτατορία του και ένα από τα πρώτα μέτρα που επιβάλει είναι η λογοκρισία σε πρώτη φάση και η πλήρης απαγόρευση στη συνέχεια των «χασικλίδικων». Θεωρούσε τους ρεμπέτες ζωύφια και «τουρκόσπορους» οι οποίοι με τη μουσική τους, τη χασισοποτεία τους και την περιθωριακή συμπεριφορά τους παρασέρνουν κι άλλους στην… ακολασία. Επέβαλε την πρώτη λογοκρισία, στις 31 Αυγούστου του 1936, με μια νομοθεσία που προσαρμοζόταν στις επιταγές της «εθνικής ιδεολογίας» προκειμένου να υπερασπιστεί τις «ελληνικές αρχές». Λέγεται, μάλιστα, πως το πρώτο τραγούδι που απαγορεύθηκε ήταν το «πρέζα όταν πιεις», το οποίο είχε πρωτοερμηνεύσει η Ρόζα Εσκενάζυ το 1934. Τους στίχους είχε γράψει ο Αιμίλιος Σαββίδης και τη μουσική ο Σώσος Ιωαννίδης. Το τραγούδι αυτό έγινε και πάλι γνωστό το 1977 όταν κυκλοφόρησε με ερμηνεύτρια την Χάρις Αλεξίου και την λέξη «ούζο» να έχει πάρει τη θέση της λέξης «πρέζα»!
Η «Επιτροπή προληπτικής λογοκρισίας» απαγόρεψε τα λεγόμενα «μπεμόλια», τα ημιτόνια, δηλαδή τις διέσεις και τις υφέσεις, τους αμανέδες και, τέλος πάντων, οτιδήποτε μπορούσε να θυμίζει Ανατολή. Οι συνθέτες κλήθηκαν να «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις». Κάποιοι όπως ο Δελιάς, ο Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιοβάν Τσαούς προτίμησαν να σιγήσουν. Κάποιοι άλλοι, με πόνο ψυχής, προτιμούσαν να γράφουν πλέον άλλου είδους τραγούδια. Ο σπουδαίος Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του έγραφε: «Εσταμάτησα. Έγραφα εκείνα που έπρεπε να γράψω. Ό,τι έλεγε ο Μεταξάς έπρεπε να γίνει». Η λογοκρισία και η απαγόρευση, ωστόσο, ήταν το λιγότερο. Όσοι συλλαμβάνονταν κατά τη διάρκεια εφόδων της αστυνομίας μέσα σε τεκέδες και καβάτζες έτρωγαν ανελέητο ξύλο και διαπομπεύονταν δημόσια. Αλλά και πάλι… Αυτοί ήταν τυχεροί.
Κάποιοι άλλοι, στέλνονταν ακόμα και στην εξορία! Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έγραψε το τραγούδι «Με πιάσαν επί Μεταξά», το οποίο είναι… αυτοβιογραφικό δεδομένου πως έκανε εξορία στην Ίο μαζί με τον Ανέστη Δελιά. Και οι δυό τους ως «δημόσιοι επικίνδυνοι». Χασισοπότης ο Γενίτσαρης, πρεζάκιας ο Δελιάς. Ο Γενίτσαρης (όπως και άλλοι ρεμπέτες της εποχής) έκανε πολλές προσπάθειες για να βοηθήσει τον Δελιά να κόψει την πρέζα… Δυστυχώς, οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν και έτσι ο μικρός σε ηλικία Ανέστος Δελιάς έγινε ο μοναδικός ρεμπέτης που έχασε τη ζωή του από τα ναρκωτικά.
Η πτώση και η θριαμβευτική επάνοδος πριν το οριστικό τέλος
Την περίοδο του πολέμου και της κατοχής, και έχοντας ήδη δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τις διώξεις του Μεταξικού καθεστώτος, όπως είναι φυσικό, τα «χασικλίδικα» αλλά και γενικότερα η ρεμπέτικη μουσική γνώρισαν μια πρωτοφανή πτώση στη δημοτικότητά τους. Σχεδόν εξαφανίστηκαν. Με την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ήταν αυτός που προσπάθησε να τα «αναστήσει» και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Το καλοκαίρι του 1946 το ανακαινισμένο εργοστάσιο δίσκων της Columbia στον Περισσό ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν καθιερωθεί εκ νέου μηχανισμός λογοκρισίας. Αυτό ήταν και το τελευταίο ξέσπασμα των χασικλίδικων. Οι δισκογραφικές εταιρείες ήξεραν πως τα συγκεκριμένα τραγούδια ήταν εμπορικά και τα επανέφεραν στην κυκλοφορία μέσα από την εκπληκτική δουλειά του Τσιτσάνη, ο οποίος και αυτός είχε προλάβει να γράψει κάποια «χασικλίδικα» πριν την δικτατορία του Μεταξά (γνωστότερο όλων το «σ΄ ένα τεκέ σκαρώσανε»). Η επιβολή της νέας λογοκρισίας, ωστόσο, τον αναγκάζει να αλλάξει στίχους προκειμένου να επανακυκλοφορήσει τα τραγούδια του. Έτσι το «στης μαστούρας το σκοπό» έγινε «στης αγάπης το σκοπό», το «είχε ο δόλιος να φουμάρει μέρες αργιλέ» έγινε «είχε ο δόλιος για ν΄ ακούσει μέρες μια πενιά»… Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος για τα χασικλίδικα. Στη συνέχεια θα επικρατούσε το λαϊκό τραγούδι με βασικούς πυλώνες τον ίδιο τον Τσιτσάνη αλλά και τους Mανώλη Xιώτη, Γιώργο Mητσάκη και Aπόστολο Kαλδάρα. Ήδη από τις αρχές του 1950 ακόμα το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να παίρνει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Κάτι που επικυρώθηκε την επόμενη δεκαετία όπου κυριάρχησαν τραγουδιστές όπως ο σπουδαίους Στέλιος Καζαντζίδης και το είδος του λαϊκού τραγουδιού που αυτός υπηρετούσε. Πεθαίνει, ωστόσο, ότι ξεχνιέται και η αλήθεια είναι πως τα χασικλίδικα ρεμπέτικα ουδέποτε ξεχάστηκαν. Ακόμα και σήμερα τραγουδιούνται και οι δημιουργοί τους υμνούνται ως σπουδαίοι καλλιτέχνες. Είναι αυτά τα τραγούδια που θα τα ακούσει κανείς ακόμα και σε μεγάλα club να «ανάβουν» το κέφι στις παρέες νέων ανθρώπων. Και είναι η απόδειξη πως καμία λογοκρισία δεν μπορεί -στο τέλος- να επικρατήσει ακόμα κι αν προσωρινά φαίνεται πως τα καταφέρνει… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend