Η συνάδελφος στο απέναντι γραφείο είναι και πάλι εκνευριστική. Μιλάει ακατάπαυστα για έναν τόπο, τον τόπο της, που αδιαφορώ να γνωρίσω. Η εμμονή της με κάνει να τον αντιπαθήσω χωρίς να έχω κανένα λόγο να το κάνω. Γράφει η Ειρήνη Μιχαλούδη Τα πυκνά, σγουρά μαλλιά της πέφτουν άναρχα στους ώμους της, γελάει δυνατά, έχει πυκνά φρύδια, σκουρόχρωμη επιδερμίδα και σε κάθε πρόταση επαναλαμβάνεται σε ρυθμό τικ, μια και μόνο λέξη: «Ικαρία». Ας πρόσεχες! Ποιος σου είπε να γίνεις κολλητή με το απέναντι γραφείο! Νήσος Μύκονος, εισιτήρια check, επτά ώρες, πρώτα Σύρος, Μύκονος, χαπάκι για τη ζαλάδα -το Ικάριο είναι «σκληρό» πέλαγος- και μετά ο αντιπαθητικός τόπος που λέγαμε. Στροφές, κι άλλες στροφές, βουνά και πράσινο και ταξί χωρίς ταξίμετρο, κάτοικοι χωρίς ρολόγια – «παππού, αλλάζει η ώρα την Κυριακή!» – «και ποιος πηγαίνει με την ώρα;» – χωριά, βράχια, παραλίες, Γιαλισκάρι, Μεσακτή (ή Μεσαχτή), το ταξίμετρο δε γράφει, οι πρώτες εντυπώσεις λίαν καλώς. Περνά επιεικώς τις εξετάσεις. Η ζωή είναι εκεί ψηλά στα βουνά οπότε εκείνο το τιραντάκι μη μπεις στον κόπο να το βγάλεις από τη βαλίτσα. Εδώ «παίζουν» δυο-τρία ρούχα: σορτσάκι, μακρύ τζιν, φούτερ, μαγιό για όταν κατέβουμε στις παραλίες, καθαρό από μακιγιάζ πρόσωπο. Η περιέργεια του τουρίστα περνά ευτυχώς γρήγορα, ώρα για το ψητό, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κρεατοφαγία, ξενύχτι, κρασί, ο ήλιος που δύει στο Αιγαίο, απέραντο γαλάζιο, θέα από τα βουνά, πράσινο και ύπνος τυλιγμένος σε κουβέρτες και παπλώματα. Έχει πανηγύρι σήμερα, κοιμήσου λίγο παραπάνω… Το πέτρινο σπίτι με τα κεραμίδια έχει φωλιάσει σε ένα ξέφωτο και έχει εξωπραγματική θέα στο χωριό και «πιάτο» τη θάλασσα. Τι άλλο θες για να πειστείς πως έτσι ίσως είναι ο παράδεισος; Το κλειδί μένει πάνω στο αυτοκίνητο, το κλειδί της πόρτας πάνω στην κλειδαριά -άχρηστη!- «εδώ δεν κλειδώνουμε, ποιος να μπει;» Ποια Αθήνα είπαμε; Ο νους ξεδιαλύνει και όσο πυκνώνει η ομίχλη τόσο ο πνεύμονας, η καρδιά, ο εγκέφαλος, η ψυχή μαλακώνουν, γαληνεύουν, αποστραγγίζουν κάθε ζιζάνιο που έχει ριζώσει μέσα τους.
Έχουμε και λέμε. Ξενύχτι μέχρι το πρωί ή μεσημέρι. Άφθονο κρασί, ατελείωτος χορός, κατσίκι ντόπιο. Μάλλον κάτι λάθος κάνουν οι γιατροί και συμβουλεύουν για τα αντίθετα. Η κοινωνική ζωή είναι το παν. Να μπλέκεις τα χέρια σου με φίλους, συγχωριανούς και «ξένους». Θες μια ιστορία; Ένα τηλεοπτικό συνεργείο της αλλοδαπής, αναζητούσε στους ντόπιους το περίφημο ικαριώτικο DNA της «αθανασίας». Την αποστομωτική απάντηση έδωσε μια 85χρονη όταν τη σταμάτησαν στο δρόμο. «Μη με χασομεράτε… έχω να πάω φαγητό στη μητέρα μου». Η Κυρά του Αργαλιού πάλι, όπως είναι γνωστή η κυρία Ιωάννα, είναι 106 ετών και ξακουστή υφάντρα. Διατηρεί στον Άγιο Δημήτρη εργαστήριο αργαλιού. «Έρχονται να με δουν απ’ όλον τον κόσμο για να μάθουν γιατί ζω ακόμη». «Και λοιπόν;». «Και με χαζομεράνε, πουλάκι μου!» Η κυρία Σοφία στα 90 πια, δε θέλει να τη βλέπουν οι συγχωριανοί της με το ακουστικό στο αυτί «θα πουν πως μεγάλωσα». Αγέρωχη, με ένα μελένιο βλέμμα, αρνείται να παραδεχτεί στον εαυτό της κυρίως, πως τα χρόνια της «τσαλάκωσαν» δέρμα και σώμα. Εντάξει, δεν είναι όλα τόσο τέλεια και ιδανικά. Υπάρχουν και αρρώστιες και μαυρίλες στην ψυχή και δύσκολοι χειμώνες και και και…