Σήμερα θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους όλων των εποχών και οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο γνωρίζουν τουλάχιστον ένα από τα διάσημα έργα του. Οι πίνακές του συγκαταλέγονται στα ακριβότερα έργα τέχνης παγκοσμίως και στον αντίστοιχο κατάλογο της Wikipedia φιγουράρουν μεταξύ πολλών άλλων πονημάτων του τα «Πορτραίτο του γιατρού Gachet», «Πορτραίτο του Joseph Roulin», «Ίριδες», «Αυτοπροσωπογραφία χωρίς μούσι». Εκτός από τα ίδια τα έργα του άφησε πίσω του και σημαντική επίδραση στα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού και γενικά της αφηρημένης τέχνης. Η ζωή του όμως απείχε πολύ από την αναγνώριση και την καταξίωση που του επεφύλασσε η μοίρα μετά θάνατον. Γιατί στη σύντομη παρουσία του στον κόσμο μας -έζησε μόνο 37 χρόνια- ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ πάλεψε με τη μελαγχολία, με ψυχολογικά προβλήματα, με αλλεπάλληλες αποτυχίες, με την απόλυτη φτώχεια, με τους «δαίμονές» του που τον έκαναν να ξεψυχήσει λέγοντας, σύμφωνα με τον αδελφό του: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα». Γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1853 και μέχρι την τρίτη δεκαετία της ζωής του δεν είχε αντιληφθεί την καλλιτεχνική κλίση του. Έκανε διάφορες δουλειές ενώ συχνά ήταν άνεργος. Η ασυνέχεια στη ζωή του αντανακλάται και στη σύντομη παραμονή του σε διάφορα μέρη, από την Ολλανδία ως το Παρίσι και το Λονδίνο. Είναι το 1880, σε ηλικία 27 ετών, όταν με την παρότρυνση του αδελφού του Theo (που ήταν οικονομικός υποστηρικτής του και γενικά στήριγμά του σε όλη τη ζωή του) αποφασίζει να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, στις Βρυξέλλες, δίπλα στον ζωγράφο Αντόν Μωβ. Το 1886 έγινε δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, διακόπτει ωστόσο πολύ σύντομα τα μαθήματά του καθώς αποβάλλεται. Έτσι μετακομίζει στο Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του- επιτυχημένο έμπορο έργων τέχνης πια- στη Μονμάρτρη. Εκεί έρχεται σε επαφή με το ιμπρεσιονιστικό κίνημα από το οποίο επηρεάζεται ειδικά σε ό,τι αφορά τη χρήση του χρώματος. Δύο χρόνια αργότερα, κουρασμένος από τη ζωή στην πόλη, φεύγει για την Προβηγκία, όπου τον επισκέπτεται ο Πωλ Γκωγκέν. Ήταν στο διάστημα της παρουσίας του Γκωγκέν εκεί που ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του. Έδεσε στη συνέχεια την πληγή του, τύλιξε το κομμένο αυτί σε χαρτί και το παρέδωσε σε μία πόρνη, σε οίκο ανοχής που επισκέπτονταν συχνά και ο ίδιος και ο Γκωγκέν. Τι ακριβώς προηγήθηκε είναι άγνωστο και ο ίδιος ο Ολλανδός καλλιτέχνης δεν θυμόταν καθόλου τα γεγονότα – εκτιμάται πως είχε υποστεί ψυχωτικό επεισόδιο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ωστόσο ο Γκωγκέν είπε πως είχε δεχθεί αλλεπάλληλες απειλές εκείνη την ημέρα και δεν είναι απίθανο ο Γκωγκέν να είχε συνειδητοποιήσει πως εκείνος θα έφευγε. Η αλληλογραφία του Βαν Γκογκ εκείνης της εποχής δείχνει πως το επεισόδιο δεν αποτέλεσε έκπληξη. Είχε υποστεί νευρικό κλονισμό και τρία χρόνια πριν, στην Αμβέρσα, και ήδη από το 1880 ο πατέρας του είχε προτείνει την εισαγωγή του σε άσυλο. Στην γαλλική Αρλ ο Βαν Γκογκ εμπνέεται από το τοπίο, το φως και τη ζωή των κατοίκων, θέματα που αποτυπώνονται και στα έργα του. Στη ζωγραφική του χρησιμοποιεί κίτρινο, βαθύ γαλάζιο και μαβί χρώματα ενώ στην καλλιτεχνική δημιουργία του κυριαρχούν σκηνές της αγροτικής ζωής. Στην περίοδο αυτή του ανήκουν πίνακες όπως «Ο παλιός μύλος». Είναι η εποχή που εκφράζεται χρησιμοποιώντας την τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο- με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την «Έναστρη Νύχτα». Στη φάση αυτή της ζωής του, μεταξύ 1888 και 1889 ανήκουν διάσημοι πίνακές του όπως «Το δωμάτιο στην Αρλ», «Το κόκκινο αμπέλι», «Το Cafe Terrace τη νύχτα», «Έναστρη νύχτα πάνω από τον Ροδανό», «Βάζο με δώδεκα ηλιοτρόπια». Το 1889 εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική όπου και παρέμεινε για ένα χρόνο ενώ τον Μάιο του 1890 εγκαταστάθηκε κοντά στο Παρίσι. Εκεί τον παρακολουθεί ο γιατρός Πωλ Γκασέ, ο «πρωταγωνιστής» του ομώνυμου πίνακα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιούλιο του 1890 έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, αυτοπυροβολούμενος στο στήθος. Η σφαίρα φαίνεται να χτύπησε σε κάποιο πλευρό του και να πέρασε χωρίς να προκαλέσει ζημιά στα όργανά του. Είναι χαρακτηριστικό πως πήγε περπατώντας (!) στους γιατρούς που τον εξέτασαν αλλά χωρίς χειρουργό παρόντα, δεν μπορούσαν να του προσφέρουν και πολλά και κυρίως δεν μπορούσαν να αφαιρέσουν τη σφαίρα. Οι γιατροί τον φρόντισαν όσο καλύτερα μπορούσαν και τον άφησαν μόνο του στο δωμάτιό του, να καπνίζει την πίπα του. Το επόμενο πρωί έσπευσε να τον επισκεφθεί ο αδελφός του, που είχε εντωμεταξύ ενημερωθεί, και τον βρήκε σε απροσδόκητα καλή κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν όμως, ο 37χρονος καλλιτέχνης άρχισε να καταρρέει λόγω της λοίμωξης που είχε υποστεί. Πέθανε εκείνο το απόγευμα, 29 ώρες μετά τον αυτοτραυματισμό του… Ο διάσημος δημιουργός με το κινηματογραφικό τέλος γνώρισε ψήγματα αναγνώρισης όσο ζούσε- καταξίωση που σε κάθε περίπτωση απέχει παρασάγγας από την παγκόσμια αποδοχή που θα ακολουθούσε, μετά το θάνατό του. Το 1885 υπήρξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τα έργα του. Τον Μάιο εκείνου του χρόνου ο Βαν Γκογκ ολοκλήρωσε αυτό που θεωρήθηκε το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του, τους «Παπατοφάγους», και τον Αύγουστο εκτέθηκε στο χώρο του εμπόρου έργων τέχνης Leurs στη Χάγη. Την εποχή εκείνη τα έργα του χαρακτηρίζονταν από γήινα χρώματα, σκούρα καφέ, που σε τίποτα δεν προοιώνιζαν τον πολύχρωμη ολοζώντανη πανδαισία που θα ακολουθούσε. Όταν ο Βίνσεντ παραπονέθηκε στον αδελφό του Theo πως δεν κατέβαλλε αρκετή προσπάθεια για να πουλήσει τους πίνακές του στο Παρίσι, πήρε την απάντηση πως είναι πολύ σκοτεινοί και δεν συμβαδίζουν με το ρεύμα της εποχής, τις λαμπερές δημιουργίες των Ιμπρεσιονιστών. Το 1887 συμμετείχε σε έκθεση στη Μονμάρτρη ενώ το 1890, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, ο Albert Aurierστο «Mercure de France» τον χαρακτήριζε «μεγαλοφυία». Κι όμως, αυτή η «μεγαλοφυία» της ζωγραφικής πούλησε όσο ζούσε μόλις έναν πίνακα. Ήταν το «Κόκκινο Αμπέλι», μια δημιουργία της «φωτεινής» περιόδου του στην Αρλ . Τον αγόρασε το 1890, τη χρονιά του θανάτου του Βαν Γκογκ, η ζωγράφος Anna Boch, αδελφή του Βέλγου ζωγράφου Eugene Boch με τον οποίο ο Βίνσεντ είχε γνωριστεί δύο χρόνια νωρίτερα. Το αντίτιμο ήταν 400 φράγκα… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend