Ήταν 3 Δεκεμβρίου του 1957 και κανείς δεν μπορούσε να προετοιμάσει την οικογένεια Ρίντουλφ ότι αυτή θα ήταν η μέρα που θα σημάδευε μια για πάντα τη ζωή τους. Η 7χρονη κόρη τους Μαρία βγήκε να παίξει στην αυλή του σπιτιού της το απόγευμα μαζί με τη φίλη της Κάθι. Τα κορίτσια κυνηγούσαν το ένα το άλλο γύρω από ένα δέντρο στην πόλη Σίκαμορ της πολιτείας του Ιλινόι. Οι χαρούμενες φωνές τους ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας άντρας με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και ένα χαρακτηριστικό κενό στα δόντια του. Πλησίασε μέσα στο σκοτάδι τα κορίτσια, τους είπε ότι τον λένε Τζόνι και τις ρώτησε αν τους άρεσαν οι κούκλες. Η Μαρία πήγε σπίτι της για να του φέρει την αγαπημένη της κούκλα και όταν επέστρεψε η φίλη της έτρεξε στο δικό της σπίτι για να πάρει τα γάντια της και να συνεχίσουν το παιχνίδι τους στο κρύο. Γυρνώντας στο μέρος όπου έπαιζαν η Μαρία και ο Τζόνι είχαν εξαφανιστεί. Η Κάθι έτρεξε στους γονείς της για να τους ενημερώσει ότι δεν έβρισκε πουθενά τη φίλη της. Αρχικά όλοι πίστεψαν ότι αυτό ήταν μέρος του παιχνιδιού των κοριτσιών. Η ώρα περνούσε και η Μαρία ήταν άφαντη. Τότε οι γονείς της Κάθι ενημέρωσαν την οικογένεια της και την αστυνομία και άρχισαν οι έρευνες. Η είδηση της εξαφάνισης πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και έφτασε στο γραφείο του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντουάιτ Άιζενχάουερ, ο οποίος έστειλε το FBI να βοηθήσει την τοπική αστυνομία στις έρευνές της. «Η κόρη μου ήταν ένα νευρικό κορίτσι και μπορούσε να γίνει υστερική αν αισθανόταν ότι κινδύνευε. Αν κάποιος ήθελε να της κλείσει το στόμα θα έπρεπε να τη σκοτώσει. Ήμουν η μοναδική που μπορούσε πάντα να την ηρεμήσει» είπε σε μία συνέντευξη η μητέρα της Φράνσις, αμέσως μετά την εξαφάνισή της. Μετά από μήνες ερευνών στις 26 Απριλίου 1958 ένας συνταξιούχος αγρότης ονόματι Frank Sitar και η γυναίκα του, ψάχνοντας για μανιτάρια, βρέθηκαν μπροστά σε ένα μακάβριο θέαμα: στα απομεινάρια ενός παιδικού ανθρώπινου σκελετού κάτω από ένα μισοπεσμένο δέντρο. Οι χειρότεροι φόβοι της οικογένειας Ρίντουλφ είχαν επιβεβαιωθεί. Ο σκελετός ανήκε πράγματι στη Μαρία και αναγνωρίστηκε από τα ρούχα που φορούσε την ημέρα που εξαφανίστηκε. Το κορίτσι φορούσε ακόμα την μπλούζα της και τις κάλτσες της, αλλά το παντελόνι, το παλτό και τα παπούτσια της δεν βρέθηκαν ποτέ. Το πτώμα βρισκόταν σε αποσύνθεση και έτσι η αυτοψία που έγινε δεν αποκάλυψε τα αίτια θανάτου της 7χρονης. Καμία φωτογραφία δεν τραβήχτηκε από τη σκηνή του εγκλήματος γιατί ο ιατροδικαστής James Furlong δεν ήθελε να διαρρεύσουν στη δημοσιότητα εικόνες του πτώματος. Πενήντα χρόνια αργότερα μια νέα αυτοψία έδειξε ότι η μικρή μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου στο στέρνο και το λαιμό.
Ο εσωστρεφής και ντροπαλός Τζον ή Τζακ
Ο Τζον Τέσιερ γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα εφτά στην Αγγλία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ένα αγόρι ιδιαίτερα συνεσταλμένο και ντροπαλό, που δεν έκανε εύκολα φίλους και δυσκολευόταν να κοινωνικοποιηθεί. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και η μητέρα του είχε ξαναπαντρευτεί και είχε αποκτήσει δύο κόρες με τις οποίες ο Τζον δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις. Είχε ένα μεγάλο όνειρο και αυτό ήταν να καταταχτεί στην πολεμική αεροπορία το οποίο κατάφερε να κάνει πραγματικότητα το 1957 σε ηλικία 17 ετών. Τιμήθηκε με πολλά μετάλλια για τη δράση του στον πόλεμο του Βιετνάμ και το 1974 έφυγε από το στρατό και έγινε αστυνομικός. Παντρεύτηκε δύο φορές αλλά και οι δύο γάμοι κατέληξαν σε διαζύγιο. Το 1982 απολύθηκε από την αστυνομία μιας και κατηγορήθηκε για ανήθικη συμπεριφορά σε μία ανήλικη, η οποία το είχε σκάσει από το πατρικό της και τη φιλοξενούσε στο σπίτι του. Ο Τέσιερ αφέθηκε ελεύθερος υπό περιορισμό και μετά από αυτό το περιστατικό άλλαξε το όνομά του σε Jack McCullough.
Η αποκάλυψη της ετοιμοθάνατης μάνας, το άλλοθι του Τζακ και οι νέες έρευνες μετά από 50 χρόνια
Λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, νικημένη από τον καρκίνο, η μητέρα του Τζακ, Εϊλίν, έκανε μια συνταρακτική αποκάλυψη στην κόρη της Τζάνετ στο νεκροκρέβατό της. Κατονόμασε το γιο της ως το πρόσωπο πίσω από την απαγωγή και τη δολοφονία της 7χρονης Μαρίας. «Αυτά τα δύο κορίτσια… Το ένα που εξαφανίστηκε… Ο Τζον το έκανε και πρέπει να το πεις σε κάποιον» φαίνεται ότι ήταν τα τελευταία της λόγια. Αυτά τα λόγια στοίχειωσαν την Τζάνετ η οποία απευθύνθηκε πολλές φορές στην αστυνομία ζητώντας να ανοίξει ξανά η υπόθεση και να διεξαχθεί έρευνα για τον Τζακ. Οι δύο πρώτες προσπάθειες της γυναίκας έπεσαν στο κενό καθώς η αστυνομία θεωρούσε ότι μια υπόθεση απαγωγής και δολοφονίας δεν μπορούσε να στηριχτεί στο δικαστήριο σε μια εξομολόγηση μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας. Τελικά το 2008 ο φάκελος της δολοφονίας της Μαρίας άνοιξε ξανά και το περιβάλλον του Τζακ, όπως και τα άλλοθί του, μπήκαν στο μικροσκόπιο των Αρχών. Η μοναδική μάρτυρας, η 8χρονη τότε φίλη της Μαρίας, Κάθι, έπρεπε να δει ξανά σε φωτογραφίες όλες τους ύποπτους. Η αστυνομία βρήκε ένα σχολικό λεύκωμα του 1957, αλλά επειδή ο Τζακ είχε αποβληθεί δεν υπήρχε φωτογραφία του. Οι Αρχές προσέγγισαν μια παλιά του φίλη, η οποία, εκτός από τη φωτογραφία τούς έδωσε και ένα εισιτήριο, αυτό που έμελλε να καταρρίψει το ισχυρότερο άλλοθί του Τζακ. Το εισιτήριο τρένου για το Ρόκφορντ που παρείχε η αεροπορία στους φαντάρους είχε ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου και ήταν αχρησιμοποίητο. Εμφανίστηκε επίσης και ένας γνωστός του Τζακ που δήλωσε στην αστυνομία ότι είχε δει το αυτοκίνητο του στο Σίκαμορ την ημέρα της εξαφάνισης. Τώρα υπήρχαν στοιχεία που έδειχναν τον Τζακ ως δολοφόνο. Και την τελική πινελιά έβαλε η Κάθι, που στο πρόσωπο του Τζακ είδε τον απαγωγέα και δολοφόνο της παιδικής της φίλης. Τον Ιούλιο του 2011, μετά από μια τρίχρονη έρευνα, ο Τζακ κλήθηκε να καταθέσει. Στην αρχή ήταν ψύχραιμος και συνεργάσιμος, αλλά όταν ξεκίνησαν οι ερωτήσεις για τη δολοφονία της Μαρίας έγινε επιθετικός. Αφού οι αστυνομικοί τού παρουσίασαν τις καταθέσεις των φίλων του και την αποκάλυψη της μητέρας του και εκείνος δεν απάντησε ποτέ σε καμία άλλη ερώτηση τον συνέλαβαν με την κατηγορία της απαγωγής και δολοφονίας της Μαρίας Ρίντουλφ.
Οι δίκες
Η πρώτη δίκη του Τζακ έγινε την άνοιξη του 2012 και δεν αφορούσε την απαγωγή και δολοφονία της Μαρίας, αλλά το βιασμό της αδερφής του Τζιν. Τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να αποδείξουν την επίθεση που υποστήριζε ότι δέχτηκε η Τζιν. Μάλιστα ένα από τα επιχειρήματα της υπεράσπισης του Τζακ ήταν ότι η Τζιν δεν είχε εκμυστηρευτεί πουθενά το βιασμό της και τον είχε γνωστοποιήσει μόνο όταν ο αδερφός της συνελήφθη για την υπόθεση της Μαρίας. Τελικά ο Τζακ αθωώθηκε. Το Σεπτέμβριο του 2012 άρχισε η δίκη για την απαγωγή και τη δολοφονία της Μαρίας. Οι αντίδικοι υποστήριξαν ότι ο 17χρονος τότε Τζακ ένιωθε έλξη για τη μικρή και αποφάσισε να την απαγάγει, καταλήγοντας όμως να τη σκοτώσει. Μάλιστα παρουσίασαν και τα αποτελέσματα της νεκροψίας που έδειχνε ότι το παιδί είχε μαχαιρωθεί μέχρι θανάτου. Στη δίκη κατέθεσαν ο αδερφός και η αδερφή της Μαρίας, τα αδέρφια του Τζακ, οι αστυνομικοί που είχαν φτάσει στον τόπο του συμβάντος, αλλά και συγκρατούμενοι του δολοφόνου. Μάλιστα οι τελευταίοι υποστήριξαν ότι ο Τζακ τούς είχε αφηγηθεί πώς είχε σκοτώσει τη μικρή. Ένας είπε ότι τη στραγγάλισε με ένα καλώδιο και ο άλλος ότι τη σκότωσε κατά λάθος στην προσπάθειά του να την κάνει να σταματήσει να ουρλιάζει. Καμία όμως από αυτές τις μαρτυρίες δεν συνιστούσε αποδεικτικό στοιχείο και ερχόταν σε αντίθεση με τα αποτελέσματα της νεκροψίας. Τελικά στις 14 Σεπτεμβρίου ο 73χρονος McCullough καταδικάστηκε σε ισόβια για την απαγωγή και δολοφονία της Μαρίας. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend