Τι ακριβώς συμβαίνει όταν ο… μικρός Αλέξης σπάει το αριστερό του χέρι και ο Πάνος Καμμένος, του υπόσχεται να τον μάθει να γράφει και με το δεξί; Τι συμβαίνει όταν η Ζωή Κωνσταντοπούλου δίνει οδηγίες για να της αλλάξουν το λάστιχο με αφορμή το πολυσυζητημένο περιστατικό σε βενζινάδικο της Αιδηψού λίγους μήνες πριν; Γιατί ο Παναγιώτης Λαφαζάνης σταματάει ταξί και του ζητάει να τον οδηγήσει στο Νομισματοκοπείο; Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη – Φωτογραφίες / Βίντεο: Γιάννης Κέμμος Από την άλλη πλευρά ο Αλέξης Τσίπρας και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης βλέπουμε να αναλώνουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στις πολιτικές διαφημίσεις των κομμάτων τους, αναλύοντας η μεν πλευρά του πρώην πρωθυπουργού και του ΣΥΡΙΖΑ όσα έγιναν και πρόκειται να γίνουν και η άλλη πλευρά κατηγορώντας την πρώην κυβέρνηση για όσα δεν έγιναν. Για τον αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε., Μανώλη Χαιρετάκη, ο οποίος ειδικεύεται στην πολιτική διαφήμιση και την επικοινωνία, το λάθος των διαφημίσεων είναι ότι αντιμετωπίζουν τα κόμματα ως εμπόρευμα και τον ψηφοφόρο ως πελάτη. Μιλώντας στο newsbeast.gr, πριν τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, εξηγεί ότι για να μπορέσουν να πείσουν τα κόμματα θα πρέπει να παρουσιάζουν πέντε συγκεκριμένες προτάσεις το κάθε ένα από αυτά. Σε αυτές θα αναλύουν συνοπτικά τα βασικά σημεία του προγράμματός τους, δίνοντας έτσι στον πολίτη να καταλάβει τι θα ψηφίσει και γιατί. Σχολιάζοντας τη… μάχη της ατάκας, στην οποία διαγωνίζονται τα περισσότερα κόμματα για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των πολιτών, λέει χαρακτηριστικά: «Η ατάκα έχει στόχο να μπει στο μυαλό κάποιου, ο οποίος δεν μπορεί να κρίνει» Σε τελική ανάλυση όπως ο ίδιος υποστηρίζει, η τελική απόφαση έρχεται μπροστά από το… ράφι (κάλπη), αφού όμως η διαφήμιση έχει ήδη καλλιεργήσει το έδαφος προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση στο μυαλό του ψηφοφόρου.
Η συνέντευξη του Μανώλη Χαιρετάκη στο newsbeast.gr: – Κύριε Χαιρετάκη θυμάμαι τη διαφήμιση του τότε υποψηφίου για την υπερνομαχία, Γιάννη Τζανετάκου, το 2002, ο οποίος εμφανιζόταν ως το τζιπ, δίπλα στην αντίπαλό του Φώφη Γεννηματά η οποία ήταν ένα μικρό αυτοκινητάκι πόλης. Φτάνοντας στο σήμερα, είδαμε τον Λαφαζάνη να σταματάει το ταξί και να ζητάει να πάει στο Νομισματοκοπείο. Είναι χρήσιμο για τον πολίτη να βλέπει διαφημίσεις που εμπεριέχουν χιούμορ ή θα έπρεπε να είναι περισσότερο ξεκάθαρες πολιτικά, χωρίς παραπομπές σε αυτού του είδους τα υπονοούμενα; Για την ιστορία, το παρατσούκλι του Λαφαζάνη στο ΚΚΕ ήταν καπετάν Φράξιας. Αν πάμε τώρα σε αυτό που με ρωτήσατε, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα: η κριτική για τις διαφημίσεις είναι καθαρά υποκειμενική και ιδεολογική, καθώς ο κόσμος δεν γνωρίζει τους παράγοντες που τις δημιούργησαν . Πρόκειται για το σύνολο γνώσεων που προσφέρει ο πελάτης στη διαφημιστική και λέει: «έχω στόχο αυτούς, θέλω να πω αυτά, με αυτό τον τρόπο, και να αξιοποιήσω αυτά ή τα άλλα μέσα». Αυτό δεν το ξέρουμε. Επομένως, η όποια κρίση, σαφώς ενέχει προκαταλήψεις και είναι υποκειμενική. – Ένας πολίτης, βλέποντάς τα διαφημιστικά μηνύματα των κομμάτων θα μπορούσε να πει: «έχω τα προβλήματά μου, δεν ανέχομαι να βλέπω τους πολιτικούς να μου πουλάνε διαφημιστικά και να κάνουν πλάκα, τη στιγμή που εγώ έχω τόσα προβλήματα να αντιμετωπίσω…». Ποια είναι η γνώμη σας; Το πρόβλημα που έχουν αρκετοί πολιτικοί είναι η αναγνωρισιμότητα. Πρέπει να βγαίνουν στο γυαλί ή στο ραδιόφωνο για να τους ακούει και να τους βλέπει ο κόσμος. Σε διαφορετική περίπτωση θα τεθεί σε λειτουργία το γνωστό σε όλους ρητό: «μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται». Εκτιμώ λοιπόν, ότι οι διαφημίσεις όλων των κομμάτων θα έπρεπε να είναι εντελώς μινιμαλιστικές, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος, ενώ τα μισά χρήματα της δαπάνης θα έπρεπε να δοθούν στους ανθρώπους που πεινάνε και δεν έχουν να φάνε. Δεν βλέπω ποιο είναι το νόημα, να ενταχθεί η πολιτική σε ένα κύμα εμπορευματοποίησης που έχει σχέση με την τηλεόραση, τα media κλπ. – Έχετε παρακολουθήσει φαντάζομαι το μεγαλύτερο φάσμα των πρόσφατων πολιτικών διαφημίσεων. Συγκρίνοντάς τις θα μπορούσαμε να απομονώσουμε κάποια χαρακτηριστικά τους; Κάποιοι για παράδειγμα κατηγορούν τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι παρουσίασαν εντελώς άνευρα διαφημιστικά μηνύματα, τα οποία δεν έχουν σχεδόν τίποτα διαφορετικό να παρουσιάσουν. Η πολιτική διαφήμιση δεν έχει καμία σχέση με τη διαφήμιση των εμπορευμάτων. Πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική περίπτωση. Παρόλ’ αυτά τα κόμματα αναθέτουν -δυστυχώς- τη δημιουργία των διαφημίσεών τους, σε εταιρείες οι οποίες διαφημίζουν εμπορεύματα. Εκεί βρίσκεται η πηγή του κακού. Οι διαφημιστικές εταιρείες βλέπουν τα κόμματα ως εμπορεύματα. Επομένως πού στοχεύουν; Στοχεύουν κυρίως στην παραγωγή χιούμορ, αν και αμφιβάλλω αν το πετυχαίνουν σε ευρεία κλίμακα και σε ατάκες . Είναι δεδομένο πάντως ότι τηλεόραση προάγει στο σύνολό της τη συντηρητική σκέψη. – Άρα και εμείς, ως ψηφοφόροι είμαστε οι πελάτες που καλούμαστε να αγοράσουμε το εμπόρευμα. Έτσι ακριβώς! Πελάτες και όχι πολίτες. Θα έπρεπε τα κόμματα να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως πολίτες και όχι ως πελάτες. Η λογική που λέει: «εμείς έχουμε το καλύτερο προϊόν, ελάτε σ’ εμάς», καλό είναι να σταματήσει κάποια στιγμή. Είναι δεδομένο ότι αυτή η τακτική έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα πολύ μεγάλο αδιέξοδο. Η ατάκα έχει στόχο να μπει στο μυαλό κάποιου, ο οποίος δεν μπορεί να κρίνει, δεν έχει ιδέα από ιστορία και γραπώνεται από αυτόν που προτιμάει, ο οποίος του επαναλαμβάνει όπως τα παιδάκια, τα «τραγουδάκια» της διαφήμισης. – Είτε στην περίπτωση που βλέπουμε τον Τσίπρα ή τον Μεϊμαράκη πρωταγωνιστές, είτε στην περίπτωση που βλέπουμε να συμμετέχουν δέκα πολίτες, είτε στην περίπτωση που βλέπουμε τον Λαφαζάνη, ο οποίος σταματάει το ταξί, μιλάμε καθαρά και μόνο για ένα παιχνίδι επιφάνειας και εντυπώσεων; Έτσι είναι. Ο μοναδικός όμως λόγος, για τον οποίο υπάρχουν τα κόμματα, είναι για να προτείνουν πράγματα στον κόσμο. Εάν δεν προτείνουν πράγματα στον κόσμο, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Οι πολίτες θα έπρεπε να εξετάζουν τις πολιτικές προτάσεις του κάθε κόμματος για να μπορούν να επιλέξουν τι θα ψηφίσουν τελικά. Και όχι να προέχουν οι εμφανίσεις, τα τσιτάτα και οι ατάκες. Αυτό που χρειάζονται οι ψηφοφόροι είναι συνολικές προτάσεις και όχι η πρόταση που έχει να κάνει ο κάθε πολιτικός ξεχωριστά. Πέντε προτάσεις το ένα κόμμα, άλλες πέντε το επόμενο, άλλες πέντε το μεθεπόμενο. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το κριτήριο για να επιλέξει κανείς τι θα ψηφίσει και τι όχι. – Μήπως τελικά η επιφανειακή προσέγγιση των διαφημίσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη και με μία επιφανειακή προσέγγιση και εφαρμογή της πολιτικής, χωρίς να λύνονται βασικά προβλήματα ή να υπάρχουν συγκεκριμένες, χειροπιαστές προτάσεις; Διαιωνίζουν μία κατάσταση που είχε χτιστεί πολλά χρόνια πριν και συγκεκριμένα από την εποχή της χούντας. Η χούντα είχε διαμορφώσει το πεδίο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το κιτς, το ευτελές, το φτηνιάρικο. Η μετάλλαξη του κιτς είναι το lifestyle. Στο μεταξύ οι πολίτες στα σχολεία δεν μαθαίνουν τίποτα από ιστορία. Ή μάλλον, μαθαίνουν κάποια ιστορία μέσα από ονόματα, όπως ο Μέγας Φρειδερίκος, ο οποίος είχε… δύσπνοια το πρωί, και γι’ αυτό έκανε πόλεμο! Μαθαίνουν τα επιφαινόμενα και όχι την ουσία. Επομένως, εάν στεγανοποιήσουμε τον κόσμο από την σκέψη, μπορούμε να του πετάμε ξεροκόμματα όπως είναι οι ατάκες ή άλλα τεχνάσματα και ποτέ ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. – Πετυχαίνουν το στόχο τους, εάν υποθέσουμε ότι ο στόχος είναι να προσελκύσουν ψηφοφόρους; Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος είναι σαν το μάγμα. Όπως το ηφαίστειο που πετάει λάβα και κυλάει αργά προς τα κάτω. Βομβαρδίζεται από πολλές και διαφορετικές απόψεις κυρίως από την τηλεόραση. Αυτό που παρατηρούμε την τελευταία δεκαετία είναι ότι υπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις που έχουν άμεση σχέση με το πώς χρησιμοποιούνται τα Μέσα Ενημέρωσης. Για παράδειγμα υπάρχει η ηλικιακή ομάδα 15-35 ετών, η οποία αποτελείται από αγόρια και κορίτσια, τα οποία χρησιμοποιούν το διαδίκτυο. Πρόκειται για άτομα που διαβάζουν καμία εφημερίδα πού και πού, βλέπουν και καμία εκπομπή, όχι όμως τακτικά. Η ομάδα 35-55 ετών είναι μία ενδιάμεση ζώνη. Πρόκειται για άτομα που έχουν πληγεί σημαντικά από την ανεργία. Και τους ονομάζω ενδιάμεση ζώνη γιατί η ομάδα 55+ είναι αυτή που τροφοδοτείται κυρίως από την τηλεόραση. Για τους τελευταίους η τηλεόραση είναι τα πάντα, ο κόσμος τους. Χωρίς αυτή απλά δεν υπάρχουν, δεν μπορούν να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους και είναι τα καλύτερα θύματα της προπαγάνδας. Οι ηλικίες 15-35 και 55+ είναι κρίσιμες γιατί καθορίζουν δύο διαφορετικούς κόσμους, ενώ είναι ιδιαίτερα αισθητό το χάσμα που υπάρχει μεταξύ τους. Οι δύο αυτές ηλικιακές ομάδες δεν μπορούν να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους. Διαφορετικά σκέφτεται ο 15-35 και διαφορετικά ο 55+. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι το διαδίκτυο είναι καλό και άγιο. Προτείνω όμως στους μαθητές μου, να μην ασχολούνται με τη μονοκαλλιέργεια. Να ενημερώνονται και από το διαδίκτυο και από τα περιοδικά και από την τηλεόραση και από τις εφημερίδες. Συμπερασματικά, το 15-35 ασχολείται τακτικά με όλα τα παραπάνω και αφήνει να εισχωρήσουν κάποιες αντιλήψεις ή προτάσεις, ενώ για το 55+ ισχύει ό,τι λέει η «Αγία Έδρα», που λέγεται τηλεόραση. – Να σας θυμίσω το 1981 όταν το ΠΑΣΟΚ έβγαλε τότε αφίσα με το χιλιάρικο, και τη Μπουμπουλίνα να κρατάει το καλάθι της νοικοκυράς. Τι άλλαξε από τότε έως και σήμερα; Φοβάμαι ότι άλλαξαν ελάχιστα. Αλλά ας το πάμε ανάποδα. Ήδη η διαφήμιση πεθαίνει. Πεθαίνει γιατί πατάει σε εντελώς παρωχημένες πρακτικές. Σήμερα η διαφήμιση των προϊόντων – αλλά και η πολιτική διαφήμιση – θα πρέπει να εστιάζει όχι τόσο στην προώθηση της μάρκας, αλλά κυρίως στο πόσο κάνει. Στο κόστος. Ωστόσο, οι περισσότερες διαφημιστικές εταιρείες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως μιλάνε για την διαμόρφωση ενός φαντασιακού αφθονίας, λέγοντας ότι «είμαστε όλοι μία χαρούμενη οικογένεια» κλπ. Αυτό αντανακλά ταυτόχρονα και στην πολιτική διαφήμιση, η οποία γίνεται από διαφημιστικές εταιρείες, που έχουν ως κύρια δουλειά να πουλάνε διαφημιστικά προϊόντα. – Τι θα έπρεπε να μας πουν δηλαδή για το κόστος ή την εκτίμηση του κόστους; Για παράδειγμα, με ποιο τρόπο θα μειώσουν τις αμυντικές δαπάνες ή τι θα πληρώσουμε για φόρο ακίνητης περιουσίας; Θα έπρεπε να μας πουν τι θα κάνουν, παραθέτοντας και κάποιους αριθμούς. Όχι όμως αλυσίδες αριθμών, αλλά λίγους και συγκεκριμένους. – Με αυτή τη λογική τότε θα σας αναφέρω το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας είχε εξαγγείλει ότι θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, κάτι που τελικά δεν έγινε. Αυτός δεν ήταν ένας συγκεκριμένος αριθμός; Έτσι είναι. Αυτή η εξαγγελία συνδέεται όμως και με την παράλληλη διαπραγμάτευση με τους ισχυρούς της Ευρώπης που ακολουθούν μία δεδομένη πολιτική. Το αστείο είναι ότι η έμφαση αυτών των ευρωπαϊκών κύκλων σε μία συγκεκριμένη πολιτική, άρχισε να έχει προβλήματα. Έτσι, το «πουλόβερ» που λέγεται Ευρώπη, αρχίζει να ξηλώνεται μπροστά στα μάτια μας με επίκεντρο το προσφυγικό. Κάποιος κατεβάζει φράχτες, στρατό με πολυβόλα, προκειμένου να εμποδίσει την είσοδο των προσφύγων. Επομένως, το παραμύθι της Ενωμένης Ευρώπης που χτίστηκε πάνω στο παραμύθι του Καρλομάγνου -για να πάμε στις καταβολές- έχει αρχίσει να παρουσιάζει πολύ μεγάλες ρωγμές. Αυτό όμως που κρύβουν από όλους μας είναι κάτι που ο κόσμος δεν έχει στο νου του. Οι τράπεζες για παράδειγμα, πέρα από την ήδη υπάρχουσα λειτουργία τους, σύμφωνα με την οποία δάνειζαν ή τόκιζαν χρήματα, έχουν εμφανίσει και νέα προϊόντα, τα οποία ονομάζονται παράγωγα. Τα παράγωγα δεν είναι τίποτε άλλο παρά στοιχήματα τοποθετημένα στο μέλλον. Στοιχηματίζουν σήμερα ότι το πετρέλαιο σε δύο χρόνια θα είναι 65 δολάρια και έτσι ουσιαστικά δημιουργούν ένα νέο τραπεζικό προϊόν που είναι βασισμένο στο ιδιωτικό χρήμα. Έτσι λοιπόν η Deutsche Bank έχει χτίσει παράγωγα, ίσης αξίας με το ΑΕΠ ολόκληρης της γης, περίπου 68 τρισεκατομμύρια δολάρια. Όλες οι τράπεζες έχουν κάνει κάτι ανάλογο. Στην ουσία έχουν χτίσει ένα σύνολο από παράγωγα, που αντιστοιχεί σε 1,2 τετράκις τρισεκατομμύρια, το οποίο μπορεί να «σκάσει» οποιαδήποτε στιγμή. Κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για τυπωμένα χρήματα ή χρυσάφι με κάποια υλική υπόσταση, αλλά για στοιχήματα. Εάν σκάσουν τα παράγωγα, τινάζουν τα πάντα στον αέρα. Κι αυτό κρύβουν από τον κόσμο. Ότι δηλαδή οι μεγάλες τράπεζες όπως οι Goldman Sach’s, η UBS, η Deutsche Bank και πολλές ακόμα από τους μεγάλους οργανισμούς, έχουν φτιάξει έναν παράλληλο κόσμο. Αυτός ο παράλληλος κόσμος, διαμορφώνει έναν παράλληλο κόσμο στο μυαλό των πολιτών. Βλέπετε, τα παιδιά βρίσκονται σε έναν παράλληλο κόσμο όπως το Facebook ή το Twitter, αντί να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. Τις προάλλες είδα κάτι που με τρόμαξε: Ήταν δύο παρέες. Μία παρέα κοριτσιών και μία αγοριών και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με το κινητό σε απόσταση τριών μέτρων. Σε αυτόν τον παράλληλο κόσμο οι άνθρωποι μαζεύουν αυτά που τους πίκραναν στον πραγματικό κόσμο και τα μεταφέρουν στον παράλληλο κόσμο. Έτσι ακριβώς λειτουργεί και η πολιτική διαφήμιση, η οποία δεν έχει αλλάξει σε τίποτα από τότε που ξεκίνησε. Μας μεταφέρει σε έναν παράλληλο κόσμο. Γιατί από το ’81 και μετά ο κόσμος έχει αλλάξει 30 φορές. Όχι μία. Έχει μεταβληθεί ραγδαία από κάθε άποψη. Αυτό που θέλουν οι τράπεζες δίνοντας διακοποδάνεια, δάνεια γάμου, δάνεια κάθε μορφής, είναι να δημιουργούν χρέος για να ελέγχουν τον κόσμο. Ο χρεωμένος άνθρωπος, είναι αυτός που συνήθως δεν έχει δυνατότητες αντίστασης, ούτε έχει πού να αποταθεί πολιτικά. Αυτό θα ήταν ένα από τα βασικά που θα έπρεπε να δουν τα κόμματα και όχι οι διάφορες υποσχέσεις, από τις οποίες αρκετές δεν έχουν κανένα νόημα. – Τι είναι αυτό που τραβάει περισσότερο τον κόσμο; Μία διαφήμιση με πρωταγωνιστή έναν πολιτικό αρχηγό ή με πρωταγωνιστή κάποιον από εμάς; Εάν δούμε το παράδειγμα της Αγγλίας, ο Κόρμπιν μίλησε με πολύ απλά λόγια στον κόσμο. Μακριά από το «στιλάκι» των πολιτικών που χρησιμοποιούσαν έως και σήμερα. Το πρόβλημα είναι να μιλήσει κανείς με τρόπο που να γίνεται κατανοητός και οι σκέψεις που θα εκφράσει να έχουν έναν ειρμό, μία συνοχή. Αντίθετα, οι αντίπαλοί του, ο Μπλερ για παράδειγμα, έλεγε κάτι για «εμφύτευση μίας καρδιάς», σαν να απευθύνεται σε πολίτες που πρόκειται να κάνουν αλλαγή καρδιάς. Αυτός που έχει όλα τα πιστοποιητικά για να είναι το… καλό παιδί και ήταν βασικός συνομιλητής του Μπους. Θα σας πω όμως ότι μου άρεσε μία διαφήμιση που είδα να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, και έδειχνε τρία παιδιά να έχουν σκαρφαλώσει σε ένα παράθυρο για να παρακολουθήσουν τι θα πει ο ηγέτης των εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία, Κόρμπιν. Για μία τέτοια γλώσσα μιλάω. Κατανοητή με λογικό ειρμό. – Ο Καμμένος ο οποίος υπόσχεται στον μικρό Αλέξη που έσπασε το χέρι του, ότι θα τον μάθει να γράφει και με το δεξί, είναι μία περίπτωση όπως αυτή που μόλις αναφέρατε, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα κατανοητή, με ειρμό; Είναι μία οπτική. Έχει ένα μικρό χιούμορ. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μία απόπειρα να πει κανείς κάτι με απλό τρόπο. Παρόλ’ αυτά δεν μπορεί να δουλέψει αυτό στην τηλεόραση, γιατί η τηλεόραση κοστίζει. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να παρουσιάσουν τα κόμματα μία ή δύο σελίδες με τα πιο βασικά σημεία από το πρόγραμμά τους. Ο κόσμος έχει αλλάξει και θέλει τα βασικά πια. Έχει ξεφύγει από το μοντέλο της υπερκατανάλωσης. – Πόσο σημαντικές είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί μία πολιτική διαφήμιση; Είναι πάρα πολύ σημαντικές. Και θα πρέπει οι πολιτικοί να συμβουλεύονται όχι μόνο γλωσσολόγους αλλά και ειδικούς που είναι «βουτηγμένοι» στη συγκεκριμένη κουλτούρα. Γιατί μπορεί η ίδια λέξη στη μία κουλτούρα να σημαίνει κάτι και κάτι άλλο εντελώς διαφορετικό σε μία άλλη κουλτούρα. Οι λέξεις είναι από τις βασικές «ατμομηχανές» του μέλλοντος πια. Μαζεύτηκαν για παράδειγμα άνθρωποι από διάφορες ειδικότητες και έφτιαξαν τον τρισδιάστατο εκτυπωτή. Ο τρισδιάστατος εκτυπωτής είναι ο δισδιάστατος συν μία διάσταση επιπλέον. Αυτή η μετάβαση κρύβει όμως από κάτω, επιτελεία ανθρώπων που σκέφτονται όλοι μαζί και προσπαθούν να βρουν μία λύση. Και αυτοί οι άνθρωποι επικοινωνούν με τις λέξεις. Έτσι θα μπορούσε να γίνει και στην πολιτική. Κανείς δεν μπορεί με τον «κουτσαβάκικο» τρόπο, λέγοντας ότι «εγώ θα το λύσω μόνος μου», να τα κάνει όλα. Η ουσία είναι να είναι τα πάντα ανοιχτά και όχι κλειδωμένα. – Σε τελική ανάλυση οι διαφημίσεις μάς στέλνουν ή μας απομακρύνουν από την κάλπη; Τι καθορίζει την τελική μας απόφαση; Εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του ο κάθε πολίτης, ο οποίος έχει υποχρέωση να πει τη γνώμη του. Το πρόβλημα είναι ότι οι κοινωνίες απαρτίζονται από πολίτες και όχι από πελάτες ή υπηκόους. Από τη στιγμή που ο καθένας από εμάς θεωρεί τον εαυτό του πολίτη, οφείλει να εκφράσει την άποψή του μέσω της ψήφου του. Και τα όσα συνήθως λένε περί αποχής, είναι συνήθως η «πίσω αυλή» των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Φουσκώνουν συνήθως τους αναποφάσιστους για να αιτιολογήσουν μετά τα αποτελέσματα, όταν πια φανεί ότι έχουν πέσει έξω. Οι εταιρείες αυτές είναι προέκταση των κομματικών επιτελείων και ανάλογα με το τι πρέπει να επικοινωνήσουν κάθε φορά, βγάζουν και τα ανάλογα νούμερα. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend