Στη δεκαετία του ‘80, ένα διάσημο τηλεοπτικό μήνυμα της εποχής, με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό, Νίκο Παπαναστασίου, μας ζητούσε να επιμένουμε ελληνικά, προβάλλοντας το σύνθημα: «Ο Επιμένων Ελληνικά». Ρεπορτάζ: Γιώργος Λαμπίρης Μέσα από τον τηλεοπτικό δέκτη, αρκετοί ακόμα γνωστοί ηθοποιοί μας καλούσαν να επιμείνουμε ελληνικά με πρωταγωνίστριες κατά καιρούς τις Κατερίνα Γιουλάκη, Έλλη Φωτίου, Μαρία Ιωαννίδου και αρκετούς ακόμα ηθοποιούς. Προσωπικότητες της εποχής συντάχθηκαν με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία με στόχο να αντιστρέψουν την αθρόα εισβολή των εισαγόμενων προϊόντων στην Ελλάδα. Αρκετά χρόνια αργότερα, τα εισαγόμενα προϊόντα έχουν εδραιώσει την κυριαρχία τους στην ελληνική αγορά, αφήνοντας ελάχιστο ζωτικό χώρο στα ντόπια προϊόντα. Παρά την αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία επτά χρόνια σε ποσοστό 27,2%, οι εισαγωγές συνεχίζουν να κερδίζουν ολοκληρωτικά τις εισαγωγές σχεδόν χωρίς καμία αντίσταση. Αν δείτε τα συγκεντρωτικά στοιχεία που έδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος για το 2014, θα παρατηρήσετε ότι οι εισαγωγές ανέρχονται στα 41.330,1 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι εξαγωγές μόλις στα 23.480,2 εκατομμύρια ευρώ. Είδη πρώτης ανάγκης όπως λαχανικά, φρούτα, γαλακτοκομικά, τα οποία θα μπορούσαμε να παράγουμε στην Ελλάδα και να καλύπτουμε το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών μας, προέρχονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από χώρες του εξωτερικού. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει στο ενεργητικό της μία από τις πιο πλούσιες γαλακτοκομικές ιστορίες; Πάνω από 70 διαφορετικά είδη τυριών κατσικίσια, πρόβεια, αγελαδινά αλλά και βουβαλινά καταγράφονται στον παραγωγικό χάρτη της χώρας μας και προέρχονται από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Παρόλα αυτά εμείς συνεχίζουμε να επιμένουμε… γερμανικά, ολλανδικά, ιταλικά, γαλλικά, αλλά και ισπανικά. Οι συνολικές εισαγωγές γαλακτοκομικών από τη Γερμανία έσπασαν το φράγμα των 275,3 εκατομμυρίων ευρώ σε σύνολο 822,6 εκατομμυρίων ευρώ εισαγωγών σε γαλακτοκομικά προϊόντα στη διάρκεια του 2014. Ήδη από τον Ιανουάριο έως και τον Απρίλιο του 2015, η χώρα μας έχει εξάγει 176.638.686 εκατομμύρια ευρώ γαλακτοκομικών, ενώ εισήγαγε αντίστοιχα 233.992.686 εκατομμύρια ευρώ σε αξία γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάξου, Δημήτρης Καπούνης μίλησε στο newsbeast.gr, και έδωσε το δικό του στίγμα για τα δεδομένα στην παραγωγή γαλακτοκομικών. «Εμείς αυτή τη στιγμή εξάγουμε τυρί στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστραλία και μικρές ποσότητες στα Εμιράτα. Οι ποσότητες αυτές ανέρχονται ετησίως στους 80 τόνους. Ωστόσο δεν εξάγουμε μεγάλες ποσότητες, ενώ οι εξαγωγές δεν αποτελούν προτεραιότητά μας. Προσπαθήσαμε παλαιότερα να κλείσουμε μία συμφωνία με τη Ρωσία. Ενώ είχαμε συμφωνήσει, ακολούθησε το εμπάργκο στα γαλακτοκομικά προϊόντα, βάζοντας φρένο σε οποιαδήποτε εμπορική κίνηση από πλευράς μας. Κάτι ανάλογο συνέβη ξανά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και την επόμενη χρονιά». Εμπόδιο η γραφειοκρατία Στο ερώτημα για τους παράγοντες που επηρεάζουν τις ελληνικές εξαγωγές, ο πρόεδρος των Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάξου, αναφέρεται στο εμπόδιο της γραφειοκρατίας. «Αναλογιστείτε ότι για να συμβαδίσουμε με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα κάθε χώρας – αναφορικά με το τι πρέπει να υπάρχει τυπωμένο στη μακέτα, τι στοιχεία πρέπει να στέλνουμε στο κάθε υπουργείο για την έγκριση της πιστοποίησης κλπ – μπορεί να χρειαστούν ακόμα και 6 μήνες έως ότου να λάβουμε τη σχετική βεβαίωση», όπως λέει ο κύριος Καπούνης. «Μέχρι να εκδώσουμε τα δικαιολογητικά, το ένα είχε λήξει ήδη» «Κάποια στιγμή βρεθήκαμε πολύ κοντά στη σύναψη συμφωνίας για εξαγωγή προϊόντων στον Καναδά και αφού είχαμε στείλει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, μετά από 6 μήνες μας ξαναζήτησαν ένα χαρτί, το οποίο είχε ήδη λήξει. Οπότε, εάν ξεκινούσαμε και πάλι τη διαδικασία να το εκδώσουμε θα χρειαζόταν ο ίδιος ακριβώς χρόνος. Έτσι προτιμήσαμε να υποχωρήσουμε». Οι χαμηλές τιμές στα εισαγόμενα τυριά μας στέλνουν στο ένταμ και τη γκούντα Συχνά περισσότεροι από εσάς θα αναζητάτε στη βιτρίνα του σούπερ μάρκετ, την αγαπημένη σας γκούντα, με την προσδοκία ότι θα τη δείτε να λιώνει μέσα στο τοστ που συνοδεύει το πρωινό σας. Είναι γεγονός ότι σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, η αγορά ενός προϊόντος δεν είναι τις περισσότερες φορές ζήτημα… πηγής, αλλά ζήτημα τιμής. «Τα εισαγόμενα προϊόντα είναι φθηνότερα. Οι εγχώριοι αγοραστές, προμηθεύονται το εισαγόμενο τυρί σε πολύ χαμηλή τιμή και γι’ αυτό το λόγο έχουν μεγάλο περιθώριο κέρδους. Ένα κιλό γκούντα εισάγεται με κόστος 2,90 ευρώ. Αντιθέτως, για εμάς τους παραγωγούς, μόνο το κόστος παραγωγής της γραβιέρας Νάξου ανέρχεται στα 7 ευρώ το κιλό», λέει ο Δημήτρης Καπούνης. Το παράδειγμα της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης Η συρρίκνωση στην παραγωγή ζάχαρης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παρά το γεγονός ότι η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης κάλυπτε μεγάλο μέρος της επάρκειας τόσο στο εσωτερικό όσο και στα Βαλκάνια, από το 2006 και μετά ξεκίνησε η καθοδική πορεία της εταιρείας, με αποτέλεσμα να κλείσουν τα περισσότερα από τα εργοστάσιά της. Όπως λέει η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, Χριστίνα Σακελλαρίδου, «θα πρέπει να ανατραπούν φαινόμενα όπως αυτό της ζάχαρης, στην οποία η χώρα μας από καθαρός εξαγωγέας, μετατράπηκε σε καθαρό εισαγωγέα του προϊόντος». Τα καταναλωτικά πρότυπα των Ελλήνων ευθύνονται για τις υψηλές εισαγωγές Η ίδια αποδίδει τις αυξημένες εισαγωγικές συνήθειες της Ελλάδας τόσο στα καταναλωτικά πρότυπα των Ελλήνων όσο και στις εγγενείς αδυναμίες και δυνατότητες της ελληνικής βιομηχανίας. Επισημαίνει μάλιστα ότι διαχρονικά, στη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, οι εισαγωγές ήταν τριπλάσιες και τετραπλάσιες των εξαγωγών της. Μία αναλογία, η οποία όπως λέει έχει ανατραπεί στα χρόνια της κρίσης, δεδομένης της κατάρρευσης της εσωτερικής ζήτησης, αλλά και της αύξησης των εξαγωγών. Θέτοντας δύο ερωτήματα στην κυρία Σακελλαρίδη, της ζητήσαμε να μας απαντήσει για την πηγή του… κακού: – Κυρία Σακελλαρίδου πώς εξηγείτε το γεγονός ότι η Ελλάδα το 2014 προέβη σε εισαγωγές γαλακτοκομικών από τη Γερμανία που ξεπέρασαν σε αξία τα 275,3 εκατομμύρια ευρώ; Παράλληλα εισήγε γαλακτοκομικά συνολικής αξίας 822,6 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ οι εξαγωγές μας σε αυτή την κατηγορία περιορίστηκαν στο ποσό των 477,9 εκατομμυρίων ευρώ; «Η εγχώρια παραγωγή σε πολλές κατηγορίες γαλακτοκομικών, όπως του κρέατος ή και άλλων προϊόντων, όπως η ζάχαρη, δεν επαρκεί για να καλύψει την εγχώρια ζήτηση, βάσει και των ποσοστώσεων παραγωγής που ισχύουν από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η χώρα μας αναγκάζεται να εισάγει αντίστοιχα προϊόντα από ξένες χώρες και ειδικά ευρωπαϊκές. Στην κατηγορία που αναφέρετε εντάσσονται προϊόντα τα οποία δεν παράγονται καν στην Ελλάδα ή αποτελούν πρώτες ύλες για την ελληνική βιομηχανία τροφίμων. Για παράδειγμα τυριά γερμανικού ή ολλανδικού τύπου, όπως γκούντα, έμενταλ κτλ ή γάλα σε σκόνες, είναι εκ των πραγμάτων εισαγόμενα προϊόντα για την ελληνική οικονομία. Αντίστοιχα, δεν μπορεί κάποιος να εγκαλέσει την Ελλάδα για ελλειμματικό ισοζύγιο στην μπανάνα ή τον ανανά ή τη Γερμανία για τις εισαγωγές φέτας, ως επιβαρυντική διαδικασία για το εμπορικό της ισοζύγιο». – Τα στοιχεία που αφορούν στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδος και δίνει στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν ότι για το διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου του 2015 οι εξαγωγές αγαθών ανέρχονται στα 6.721.000.000 ευρώ, ενώ οι εισαγωγές στα 12.552.000.000 ευρώ. Πού αποδίδετε αυτό το γεγονός; Υπάρχει τρόπος να υπερκαλύψουν οι εξαγωγές τις εισαγωγές προϊόντων; «Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις κορυφαίες θέσεις των ελληνικών εισαγωγών βρίσκονται τα πετρελαιοειδή, το φυσικό αέριο, η ηλεκτρική ενέργεια, τα οχήματα, οι μηχανές επεξεργασίας δεδομένων και οι τηλεφωνικές συσκευές (tablets και smartphones), τα φάρμακα, το χοιρινό και βόειο κρέας και τα δημητριακά. Τα προϊόντα αυτά, μεγάλης συνολικής αξίας, επιβαρύνουν σημαντικά το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος που αναφέρατε. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας δεν μπορεί να μειωθεί από τη μία μέρα στην άλλη, ούτε να αναπτυχθεί άμεσα βαριά βιομηχανία παραγωγής αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών, για να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές αυτές. Δε θα ήταν λογικό να αναμένει κάποιος και αντικατάσταση των εισαγωγών tablets και smartphones από ελληνικά αντίστοιχα, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει από ελληνικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, ο ανασχεδιασμός της αγροτικής πολιτικής για την κάλυψη των ελλειμμάτων σε κρέας ή δημητριακά θα μπορούσε να περιορίσει σε ένα βαθμό τις εισαγωγές, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ελληνικών φαρμακευτικών προϊόντων, που ήδη έχουν διεισδύσει σε ξένες αγορές. Με άλλα λόγια, οι υψηλές εισαγωγές της χώρας βασίζονται κατά ένα μέρος στα καταναλωτικά πρότυπα των Ελλήνων και κατά ένα άλλο στις εγγενείς αδυναμίες και δυνατότητες της ελληνικής βιομηχανίας. Η υποκατάσταση των εισαγωγών και η ενίσχυση της εξωστρέφειας θα πρέπει να αποτελεί βασικό πυλώνα του αναπτυξιακού προτύπου της οικονομίας, στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση». Το λάδι… σώζει την παρτίδα Εάν τώρα ανοίξετε τα ντουλάπια της κουζίνας σας, αυτό που ίσως θα δείτε είναι όχι ένα βαζάκι τυποποιημένου ελαιόλαδου, αλλά τον γνωστό τενεκέ των 17 λίτρων που υπάρχει στα περισσότερα ελληνικά σπίτια. Τη στιγμή που το λάδι είναι περιζήτητο για άλλους λαούς του πλανήτη, στην Ελλάδα είναι ένα από τα αγαθά που παρέχονται σε αφθονία. Αποτελεί έναν από τους ελάχιστους τομείς, στον οποίο οι εξαγωγές ξεπερνούν τις εισαγωγές. Κατά το 2014 δώσαμε 260.168.302 ευρώ λαδιού στο εξωτερικό, ενώ αγοράσαμε μόλις 34.127.762 ευρώ προϊόντος, όπως αναφέρουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Εάν αναρωτιέστε ποιες χώρες μας προμηθεύουν τα περισσότερα προϊόντα, τα στοιχεία που ακολουθούν αποδεικνύουν ότι η αγαπημένη εξαγωγική χώρα των Ελλήνων είναι η Ιταλία. Οι Ιταλοί αγόρασαν προϊόντα μας αξίας 1.041.887.137 ευρώ, κατά το πρώτο τετράμηνο του 2015. Αντίστοιχα, η χώρα από την οποία δεχόμαστε το μεγαλύτερο αριθμό εισαγωγών σύμφωνα με τα στοιχεία που αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα, είναι η Γερμανία, καθώς αγοράσαμε προϊόντα αξίας 1.636.038.543 ευρώ. Τα αίτια Αναλύοντας, τους λόγους για τους οποίους οι εισαγωγές κυριαρχούν των εξαγωγών στην Ελλάδα, μιλήσαμε με τον καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδικότητα στο διεθνές εμπόριο, Πάνο Χατζηπαναγιώτου. Ο Έλληνας έκοψε τη φέτα για να δοκιμάσει παρμεζάνα και μπρι «Ο κυριότερος λόγος που εμφανίζεται αυτή η εικόνα είναι ότι έχουμε χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Σημαντικός επίσης ήταν ο ρόλος των καταναλωτικών προτιμήσεων. Χαριτολογώντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Έλληνας πριν από 10 χρόνια, θεώρησε ενδεχομένως ότι είχε φάει αρκετή φέτα και αρκετό κασέρι. Ήθελε λοιπόν να δοκιμάσει και τη γκούντα, το μπρι ή την παρμεζάνα. Αυτό ήταν αναμενόμενο από τη στιγμή που το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων αυξανόταν, χωρίς να έχει σημασία εάν η αύξηση ήταν πλασματική ή πραγματική», εξηγεί ο καθηγητής. Αναφερόμενος σε έναν ακόμα από τους λόγους, αναφέρεται στη σύνθεση των ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων. «Αυτό διαφαίνεται στο ότι η βασική κατηγορία εξαγωγικών προϊόντων της Ελλάδας ήταν τα βιομηχανικά προϊόντα. Τα αγροτικά προϊόντα, μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα τρόφιμα ή οι επεξεργασμένες τροφές όπως το τυρί, τα οποία έρχονταν στη δεύτερη θέση. Συγκεκριμένα, τα βιομηχανικά προϊόντα -χημικά, βιομηχανικά είδη- αντικατοπτρίζουν περίπου το 54% των εξαγωγών της χώρας. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι τα βιομηχανικά προϊόντα αυτά είναι έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας και σε σχέση με τα αντίστοιχα ξένα τα οποία εισάγουμε, υστερούν». Μικρός βαθμός διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις ξένες αγορές «Επίσης σημαντικό και ίσως από τα βασικότερα στοιχεία, είναι το γεγονός ότι ο βαθμός διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων ήταν και παραμένει πάρα πολύ μικρός. Αν εξαιρέσουμε τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε άλλες αγορές όπως η Κίνα, η Αμερική, ο Καναδάς, όπου καλούμαστε να ανταγωνιστούμε άλλα ευρωπαϊκά προϊόντα, η προώθηση των ελληνικών εξαγωγών λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας ή στρατηγικού μάρκετινγκ είναι προβληματική. Στο διεθνές εμπόριο δεν έχει τόση σημασία να παράγει κάποιος ένα καλό προϊόν, αλλά να το πλασάρει σωστά». Το καλό μάρκετινγκ, σημαντικότερο από το καλό προϊόν Ο Πάνος Χατζηπαναγιώτου αναφέρεται στο παράδειγμα της Ιταλίας, η οποία, όπως λέει, αγοράζει χύμα ελαιόλαδο τόσο από την Ισπανία, όσο και από την Ελλάδα. «Πρόκειται για ελαιόλαδα, τα οποία δεν είναι πρώτης ποιότητας. Εντούτοις αφού τα αγοράσει, κάνει διάφορες προσμίξεις και μέσω της οργάνωσης που διαθέτει στον τομέα του μάρκετινγκ, έχει καταφέρει να συζητούν όλοι για το ελαιόλαδο ή το αγνό παρθένο ελαιόλαδο της Ιταλίας και όχι της Ελλάδας ή της Ισπανίας. Στην πραγματικότητα η Ιταλία κάνει το repackaging του προϊόντος με τη δική της ετικέτα και το προωθεί με πολύ μεγάλη επιτυχία. Αντιθέτως οι δύο χώρες οι οποίες αποτελούν το υπόβαθρο αυτής της εξαγωγικής δραστηριότητας, βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα». Αλλάζει το τοπίο στην Ελλάδα; Ωστόσο, όπως επισημαίνει, το τοπίο στην Ελλάδα έχει αρχίσει να μεταβάλλεται. «Η παραγωγή έχει περάσει στα χέρια επιχειρηματιών, που διατηρούν μικρές παραγωγικές μονάδες με περιορισμένη και δυναμική παραγωγή. Οι κύριοι τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται σχετίζονται με τα γαλακτοκομικά, τις ιχθυοκαλλιέργειες, το κρασί, τα βιολογικά προϊόντα. Πρόκειται για πολύ δυνατές μονάδες, οι οποίες κατάφεραν να διεισδύσουν στις ξένες αγορές». Ο ακριβός εξοπλισμός υπερβαίνει το ποιοτικό εξαγόμενο προϊόν Ο καθηγητής επισημαίνει ότι ο σημαντικότερος παράγοντας που συντείνει στη διατήρηση του αρνητικού ισοζυγίου, σχετίζεται με το γεγονός ότι όλες οι ελληνικές εξαγωγές είτε των προϊόντων που προέρχονται απευθείας από τη γη, είτε των τυποποιημένων προϊόντων, έχουν μέσα τους σημαντικό εισαγωγικό περιεχόμενο. «Φανταστείτε έναν σύγχρονο παραγωγό όπως ο Σκούρας, ο Μπουτάρης, ο Χατζημιχάλης, ο οποίος επιθυμεί να βγει δυναμικά στις διεθνείς αγορές. Για να το πετύχει, εκτός από τον ήλιο, το φως και την καλή γη της Ελλάδας, χρειάζονται εργαστήρια και μηχανήματα, ο λεγόμενος κεφαλαιουργικός εξοπλισμός. Με λίγα λόγια είναι αναγκαίες πολύ ακριβές εισαγωγές για την παραγωγή του τελικού εξαγωγικού προϊόντος. Αν συγκρίνετε αυτά τα δύο δεδομένα, θα δείτε ότι πολλές φορές η αξία των ακριβού εξοπλισμού, ενδεχομένως να υπερβαίνει την αξία των προϊόντων εξαγωγής». Γιατί μειώθηκε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο Πάντως, όπως λέει ο κύριος Χατζηπαναγιώτου, λόγω της οικονομικής κρίσης οι ισορροπίες έχουν αλλάξει το τελευταίο διάστημα. «Είναι γεγονός ότι μειώθηκαν τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου. Ενδεικτικό είναι ότι στο διάστημα από το 2004 έως το 2007 το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ήταν της τάξεως του 10%-12% του ΑΕΠ. Το 2012 και το 2013 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 4% του ΑΕΠ, γεγονός, το οποίο οφείλεται στην πτώση της ζήτησης και είναι προσωρινό. Δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση στο ότι άλλαξε η διάρθρωση και η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών μας ή ότι πετύχαμε μεγαλύτερη διείσδυση σε ξένες αγορές, αλλαγές που θα είχαν βαθύ δομικό χαρακτήρα, και θα μπορούσαν να έχουν διάρκεια για τα επόμενα 15-20 χρόνια. Όπως αντιλαμβάνεστε εν καιρώ κρίσης η κατανάλωση μειώνεται κατά κύριο λόγο στα εισαγόμενα προϊόντα. Παράλληλα, αρκετοί παραγωγοί αναγκάστηκαν να στραφούν στο εξωτερικό, δεδομένου ότι μειώθηκε η ζήτηση των προϊόντων τους στο εσωτερικό». Υπάρχει ελπίδα; Πριν από λίγες ημέρες, η διοίκηση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, ανακοίνωσε την επαναλειτουργία των εργοστασίων της σε Ορεστιάδα και Πλατύ Ημαθίας, σε μία προσπάθεια να ανατρέψει τη ζημιογόνο πορεία της επιχείρησης. Το νέο business plan της εταιρείας που αναμένεται να παραδοθεί στο τέλος Ιουλίου, ίσως είναι μία ελπίδα για την επανέναρξη της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση όμως, μία τέτοια κίνηση δεν θα μπορούσε να σημαίνει και πολλά από μόνη της, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να υπάρχει συγκεκριμένο πλάνο για την ανάκαμψη της οικονομίας – στην παρούσα χρονική στιγμή. Άλλωστε και πριν ακόμα έρθουν οι έλεγχοι κεφαλαίων για να δώσουν τη χαριστική βολή στην οικονομία της χώρας μας, ήδη τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έκαναν λόγο για μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 7,5% στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2015, σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2014. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend