Ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί το αδιαμφισβήτητο φαβορί για το χρίσμα του ρεπουμπλικανικού κόμματος ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024. Επίσης, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις τον δείχνουν όχι μόνο να έχει καλύψει τη διαφορά με τον Τζο Μπάιντεν, αλλά και να αποκτά σταδιακά προβάδισμα έναντι του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ και ηγέτη του Δημοκρατικού κόμματος.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις ο Ντόναλντ Τραμπ προηγείται του Τζο Μπάιντεν, η δημοτικότητα του οποίου βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο της προεδρίας του. Τα ποσοστά αποδοχής του είναι τα χειρότερα σε σχέση με αυτά των προκατόχων του.
Τα αποτελέσματα προκαλούν μεγάλη ανησυχία στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Καθώς οι ΗΠΑ οδεύουν προς την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, πολλοί είναι αυτοί που εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν ο υπερήλικας Πρόεδρος μπορεί πραγματικά να επανεκλεγεί.
Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζει μια εξαιρετική ανθεκτικότητα, καταγράφοντας ανοδική τάση στη δημοφιλία του. Κερδίζει, μάλιστα, στους ισπανόφωνους ψηφοφόρους και στους νέους, παραδοσιακές δεξαμενές ψήφων για τους Δημοκρατικούς. Ακόμη και μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων μόνο το 63% δηλώνει την υποστήριξή του στον Μπάιντεν, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές ήταν 87%.
Το μόνο θετικό για τον πρόεδρο των ΗΠΑ είναι πως ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των απογοητευμένων πολιτών δηλώνει πως θα υποστηρίξει κάποιον τρίτο υποψήφιο και όχι τον Ντόνταλντ Τραμπ.
Είναι γεγονός πως ο Τζο Μπάιντεν ουδέποτε αποτέλεσε μια ισχυρή επιλογή για τους Αμερικανούς. Η νίκη του βασίστηκε κυρίως στο «αντι-Τραμπ» μέτωπο και οι επιδόσεις του ως πρόεδρος, πρωτίστως στην οικονομία, δεν ενίσχυσαν το προφίλ του. Το αντίθετο. Η δυσαρέσκεια, σε συνδυασμό με τον διχασμό στην αμερικανική κοινωνία και τα νομικά προβλήματα του γιου του, Χάντερ Μπάιντεν, εξαπλώνεται και στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος.
Όλα τα φώτα στο Ανώτατο Δικαστήριο
Αν και απομένει ακόμη αρκετός πολιτικός χρόνος και πολλά από τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαν να ανατραπούν, σε αυτή τη φάση το μεγαλύτερο πρόβλημά για τον επελαύνοντα Ντόναλντ Τραμπ είναι οι δικές του περιπέτειες με τη Δικαιοσύνη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ θα αποφασίσει εάν ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορεί να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2024, καθώς ελέγχεται για το ρόλο του στα γεγονότα της αιματηρής εισβολής στο Καπιτώλιο το 2021. Ένας όχλος υποστηρικτών του, υποκινούμενος από τους ισχυρισμούς του για εκλογική νοθεία, εισέβαλε στο κτήριο που συνέρχονται να νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων), επιχειρώντας την ανατροπή του αποτελέσματος των εκλογών, τις οποίες κέρδισε ο Τζο Μπάιντεν.
Οι ανώτατοι δικαστές αναγνωρίζουν την ανάγκη να ληφθεί άμεσα μια απόφαση, ώστε να ξεκαθαρίσει οριστικά το πολιτικό τοπίο. Η υπόθεση θα εκδικαστεί τον Φεβρουάριο και η τελική κρίση, η οποία θα έχει ισχύ σε εθνικό επίπεδο, αναμένεται να ανακοινωθεί πριν από τη «Σούπερ Τρίτη», στις 5 Μαρτίου, όταν οι ψηφοφόροι θα κληθούν να επιλέξουν τους εκλέκτορες, οι οποίοι στη συνέχεια θα αποφασίσουν για το χρίσμα των υποψηφίων στο Ρεπουμπλικανικό και Δημοκρατικό κόμμα.
«Τα περισσότερα μέλη του οργάνου θα προτιμούσαν σίγουρα τα φώτα της δημοσιότητας να μην είχαν στραφεί πάνω τους. Σε μία πολιτική στιγμή έντονης πόλωσης και 24ωρης ειδησεογραφικής κάλυψης, όμως οι δικαστές γνωρίζουν ότι θα αντιμετωπίσουν κριτική, εάν δυσαρεστήσουν τη μία ή την άλλη πλευρά του ιδεολογικού φάσματος», τονίζει ο καθηγητής νομικής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Ρίτσαρντ Πίλντες.
Το επίμαχο άρθρο του Συντάγματος
Υπενθυμίζεται πως το δικαστήριο του Κολοράντο και η κυβέρνηση του Μέιν αποφάσισαν, με επίκληση στο άρθρο 3 της 14ης τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ, τον αποκλεισμό του Ντόναλντ Τραμπ από τις εκλογές σε πολιτειακό επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις, το επιχείρημα ήταν πως ο δισεκατομμυριούχος είναι ακατάλληλος για το κορυφαίο αξίωμα, διότι ενεπλάκη στην «ανταρσία» στο Καπιτώλιο, η οποία σημειώθηκε ως απότοκο της αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος από τον ίδιο.
Η 14η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος υιοθετήθηκε το 1868, στοχεύοντας στον αποκλεισμό από κάθε δημόσιο αξίωμα των οπαδών της Συνομοσπονδίας των Νοτίων, οι οποίοι είχαν ηττηθεί στον εμφύλιο πόλεμο (1861-1865) και κατηγορούνταν για ανταρσία, ενώ είχαν ορκιστεί πίστη στο Σύνταγμα.
Η πλευρά του Ντόναλντ Τραμπ υπογραμμίζει πως το άρθρο 3 της 14ης τροπολογίας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην υπόθεση του. Οι λόγοι που παραθέτουν είναι πως πρώτον ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ακόμη πρόεδρος όταν συνέβησαν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021, δεύτερον τα γεγονότα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εξέγερση» ή «ανταρσία» και τρίτον, ακόμη κι αν αναγνωριστούν ως τέτοια «επ’ ουδενί ο ίδιος δεν συμμετείχε».
Η «συντηρητική» σύνθεση του Δικαστηρίου
Οι αποφάσεις σε Κολοράντο και Μέιν, που καταγγέλθηκαν από την πλευρά του Τραμπ ως «αποτρόπαιες» και «αντιδημοκρατικές», μπορούν να ανατραπούν από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. H σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ γέρνει υπέρ των Ρεπουμπλικάνων. Σύμφωνα με έρευνα της Martin – Quinn, από τα εννέα μέλη τα έξι κατατάσσονται ιδεολογικά στον συντηρητικό χώρο και επιπλέον τρία εξ αυτών έχουν διορισθεί από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ.
Ωστόσο αυτό σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει την τελική κρίση. Ακόμη και οι τρεις δικαστές που έχουν διοριστεί από τον Τραμπ, οι Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, Νιλ Γκόρσατς και Μπρετ Κάβανο, έχουν αποφανθεί στο παρελθόν εναντίον του σε αγωγές που σχετίζονται με τις εκλογές του 2020 και την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, καθώς και στις προσπάθειές του να διατηρήσει κρατικά έγγραφα στην κατοχή του. Από την άλλη οι τρεις εν λόγω δικαστές συνέβαλαν καθοριστικά στην ανατροπή του συνταγματικού δικαιώματος στην άμβλωση και στη διεύρυνση των δικαιωμάτων της οπλοκατοχής.
Ο διχασμός δυναμώνει τον Τραμπ
«Το μόνο που θέλω είναι δικαιοσύνη. Ελπίζω απλώς ότι οι δικαστές θα είναι δίκαιοι», είπε ο Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια προεκλογικής του ομιλίας, ενώ οι διώξεις σε βάρος του φαίνεται πως έχουν λειτουργήσει υπέρ του σε κάποιο βαθμό. Ο Τραμπ γνωρίζει όσο ελάχιστοι να «κερδίζει» από τον διχασμό. Όπως έχουν επισημάνει αναλυτές «ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του είναι να εκμεταλλεύεται τις επιθέσεις που δέχεται». Παίζοντας τον ρόλο του θύματος έχει καταφέρει πολλές φορές στο παρελθόν να στρέψει τις εις βάρος του κατηγορίες ενάντια στους πολιτικούς του αντιπάλους και ο ίδιος να εμφανίζεται ως «επαναστάτης» και «αγωνιστής» ενάντια σε ένα πολιτικό κατεστημένο.
Σημειώνεται πως είναι η πρώτη φορά που το δικαστήριο θα εξετάσει την εφαρμογή και το εύρος της διάταξης της 14ης Τροποποίησης του Συντάγματος, καθώς η χρήση της είναι τόσο σπάνια που δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για την ερμηνεία της. Η οριακή απόφαση (4-3) του δικαστηρίου του Κολοράντο ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε το επίμαχο άρθρο για τον αποκλεισμό ενός προεδρικού υποψήφιου από το ψηφοδέλτιο.