Μια νέα μελέτη παρουσιάζει τις ηλικίες που τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν αυτά στη συμπεριφορά τους.
Για παράδειγμα, όσο περισσότερο χρόνο περνούν τα κορίτσια ηλικίας 11 έως 13 ετών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να αισθάνονται ικανοποιημένα από τη ζωή τους ένα χρόνο αργότερα, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η βρετανική μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο «Nature Communications», δείχνει το ίδιο μοτίβο για τα αγόρια ηλικίας 14 έως 15 ετών και για τα 19χρονα αγόρια και κορίτσια.
Οι επιστήμονες εικάζουν ότι η ευαλωτότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε συγκεκριμένες ηλικίες μπορεί να συνδέεται με τις εγκεφαλικές, ορμονικές και κοινωνικές αλλαγές κατά την εφηβική ανάπτυξη. Λένε επίσης, σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC, όπως ανέφερε η ΕΡΤ, ότι χρειάζονται περισσότερες έρευνες για να κατανοηθεί πλήρως και να αποδειχθεί η σύνδεση αυτή.
Οι ερευνητές, από τα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης και το Ινστιτούτο Donders για τον Εγκέφαλο, τη Νόηση και τη Συμπεριφορά, λένε ότι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να μοιράζονται περισσότερα δεδομένα με τους επιστήμονες για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω έρευνα.
Ανάπτυξη του εγκεφάλου
Η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Έιμι Όρμπεν δήλωσε στο BBC ότι η σχέση μεταξύ της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ψυχικής ευεξίας είναι πολύ περίπλοκη, με τις μέχρι τώρα μελέτες να παρουσιάζουν μικτά αποτελέσματα.
«Οι αλλαγές στο σώμα μας, όπως η ανάπτυξη του εγκεφάλου και η εφηβεία, καθώς και οι κοινωνικές συνθήκες, φαίνεται να μας καθιστούν ευάλωτους σε συγκεκριμένες περιόδους της ζωής μας», εξήγησε η Όρμπεν.
«Τώρα μπορούμε να επικεντρωθούμε στις περιόδους της εφηβείας όπου γνωρίζουμε ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος και να το χρησιμοποιήσουμε αυτό ως εφαλτήριο για να διερευνήσουμε μερικά πραγματικά ενδιαφέροντα ερωτήματα», πρόσθεσε.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια μεγάλη έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 72.000 εθελοντές, οι οποίοι κλήθηκαν να αναφέρουν πόσο ικανοποιημένοι ένιωθαν από τη ζωή τους και πόσο χρόνο ξόδευαν μιλώντας με φίλους τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μια τυπική ημέρα.
Η έρευνα διεξήχθη επτά φορές μεταξύ 2011 και 2018.
Οι νεαροί έφηβοι παρουσίασαν την πιο αρνητική σχέση μεταξύ της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της αίσθησης ικανοποίησης από τη ζωή τους συνολικά.
Συγκεκριμένα, η έρευνα διαπίστωσε ότι:
- Οι νέοι ηλικίας 16 έως 21 ετών που δεν έκαναν καθόλου ή αντιθέτως έκαναν πολύ υψηλή (πάνω από επτά ώρες) καθημερινή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ανέφεραν ότι ένιωθαν λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, σε σχέση με εκείνους που τα χρησιμοποιούσαν έως τρεις ώρες
- Όσοι ήταν νεότεροι από αυτούς παρουσίασαν διαφορετικό μοτίβο. Η αίσθηση της ικανοποίησης από τη ζωή μειωνόταν με τη συχνότερη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Στη συνέχεια, οι επιστήμονες εστίασαν σε μια μικρότερη ομάδα 17.409 ατόμων ηλικίας 10 έως 21 ετών, για να διερευνήσουν αν η σημερινή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει αντίκτυπο στη μελλοντική αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή.
Η μελέτη έδειξε ότι μεταξύ των κοριτσιών ηλικίας 11 έως 13 ετών, εκείνα που είχαν αυξήσει τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τους τελευταίους 12 μήνες, ένιωθαν λιγότερο ικανοποιημένα από τη ζωή τους ένα χρόνο αργότερα.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι δεν μπορούν να προβλέψουν ποια άτομα κινδυνεύουν περισσότερο. Επίσης, πολλοί άλλοι παράγοντες όπως η ακριβής φύση του περιεχομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και οι άνθρωποι με τους οποίους αλληλεπιδρούν στο διαδίκτυο, θα έχουν επίσης αντίκτυπο στην ευημερία των εφήβων.
Οι επιστήμονες πιστελυουν επίσης ότι για ορισμένα άτομα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα έχουν συνολικά θετικό αντίκτυπο, επιτρέποντάς τους να συνδεθούν με φίλους και να βρουν πολύτιμη υποστήριξη.
«Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα μελέτη, η οποία αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα που παρατηρείται στους ευάλωτους εφήβους στην κλινική πρακτική και επιτέλους απομακρύνεται από την ανώφελη διχοτόμηση σχετικά με το αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ή δεν είναι επιβλαβή», δήλωσε στο BBC, ο καθηγητής Μπερνάντκα Ντουμπίκα, ειδικός στην ψυχική υγεία των παιδιών στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.
«Η μελέτη αυτή καλύπτει μόνο μια περίοδο μέχρι το 2018 – έκτοτε, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει γίνει όλο και πιο σημαντική στη ζωή των νέων, ιδίως κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και οι συναισθηματικές δυσκολίες, ιδίως στα μεγαλύτερα κορίτσια στην εφηβεία, έχουν αυξηθεί σημαντικά», τόνισε ο επιστήμονας.
«Θα είναι ζωτικής σημασίας να βασιστούμε σε αυτή την έρευνα για να κατανοήσουμε τόσο τον επιβλαβή όσο και τον υποστηρικτικό ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη ζωή των νέων», κατέληξε ο Ντουμπίκα.