Οι επιθέσεις με σεξουαλικά υπονοούμενα και απειλές για βιασμό και κατά της ζωής της που δέχτηκε η Caroline Criado-Perez στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μετά από την εκστρατεία που έκανε προκειμένου να τυπωθεί στα βρετανικά χαρτονομίσματα η προσωπογραφία της Τζέιν Όστιν, είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα για τον εκφοβισμό που υφίστανται οι γυναίκες στο διαδίκτυο.
Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα του BBC, τον περασμένο Μάιο το Facebook αναγκάστηκε να αλλάξει την πολιτική του, μετά από χιλιάδες παράπονα για τη δημοσίευση υλικού που παρουσίαζε τη βία κατά των γυναικών με θετικό τρόπο.
Για παράδειγμα, υπήρχαν Facebook groups με τίτλους όπως «Να γιατί βιάζουν τις Ινδιάνες» ή σε μια άλλη περίπτωση, η φωτογραφία μιας γυναίκας ξαπλωμένη δίπλα σε σκάλες, με τη λεζάντα: «Την επόμενη φορά, να μη μείνεις έγκυος».
Η Lucy-Ann Holmes, που ξεκίνησε την καμπάνια για να καταργηθεί η φημισμένη σελίδα «Page 3 Girls» της εφημερίδας The Sun πριν από ένα χρόνο, είπε στο BBC ότι παρότι δέχτηκε επίσης απειλές κατά της ζωής της, δεν ήταν στο βαθμό που έζησε η Caroline Criado-Perez.
«Μπορεί να είναι εξαντλητικό και να μοιάζει τρομακτικό, όταν οι γυναίκες γράφουν για φεμινιστικά ζητήματα ή εκτίθενται στα μέσα μιλώντας για το σεξισμό, όμως στο τέλος σε κάνει πιο δυνατό και παλεύεις ακόμη πιο σκληρά γι’ αυτά που πιστεύεις. Αν δε θέλεις να τα υπομείνουν και οι γυναίκες του μέλλοντος, κάνεις ακόμη πιο μεγάλη προσπάθεια, υπερασπιζόμενος τη θετική εκπροσώπηση των γυναικών εν γένει» ανέφερε η ίδια.
Η δημοσιογράφος Mary Hamilton, συνεχίζει το άρθρο του BBC, έχει επίσης δεχτεί σεξιστικά και μισογυνιστικά σχόλια πριν καν ενηλικιωθεί. «Νομίζω ότι ήμουν περίπου 12 χρονών, όταν κάποιος σε ένα chat άρχισε να μου λέει τι “ήθελε να μου κάνει” και μετά με έβρισε» είπε. «Έμαθα από νωρίς ότι αν ήθελα να με πάρουν στα σοβαρά και να με ακούν, έπρεπε να χρησιμοποιώ ανδρικό όνομα στο διαδίκτυο ή να μην είναι ξεκάθαρο το γένος μου από το παρατσούκλι που χρησιμοποιούσα. Έχουν περάσει πάνω από 15 χρόνια και μάλλον τίποτε δεν έχει αλλάξει».
Ο καθηγητής ψυχολογίας, Mark Griffiths, από το πανεπιστήμιο Trent University του Nottingham, ειδικεύεται στην έρευνα για τη συμπεριφορά και τον εθισμό στο διαδίκτυο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα δύο βασικά κίνητρα για το λεγόμενο «trolling» είναι η διασκέδαση και η εκδίκηση.
«Όσοι βιώνουν την κακοποίηση μέσω του διαδικτύου, μπορεί η ψυχολογία τους να επηρεαστεί δραματικά. Είμαι πεπεισμένος ότι οι “δράστες” δεν έχουν ιδέα τι κάνουν. Εκτός κι αν πρόκειται για εκδίκηση, δε νομίζω ότι σκέφτονται πώς μπορεί να νιώσει ο άλλος… ενδιαφέρονται μόνο για το πώς αισθάνονται οι ίδιοι» είπε.
Η ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο, παρακινεί τα άτομα να συμπεριφέρονται με ένα τρόπο που δεν θα το έκαναν σε μια διαπροσωπική επικοινωνία, πρόσθεσε ο ίδιος.
«Οι άνθρωποι αποκαλύπτουν τις βαθύτερες σκέψεις τους, τα βαθιά κρυμμένα μυστικά τους και επειδή το διαδίκτυο προσφέρει μια κάποιου είδους “απόσταση” ή “αποστασιοποίηση”, μπορεί και να φτάσουν μέχρι το σημείο να κακοποιήσουν λεκτικά κάποιον άλλο».
Ο καθηγητής ωστόσο, εκτιμά ότι η συμπεριφορά αυτή δε σχετίζεται με τα φύλα. «Δε μπορώ να πω αν συμβαίνει πιο συχνά σε γυναίκες ή σε άντρες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τόσο γυναίκες όσο και άντρες κακοποιούν διαδικτυακά άλλους και είναι επίσης θύματα κακοποίησης και εκφοβισμού και οι δύο».