Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το πιο λαμπρό πολιτισμικό γεγονός στην αρχαία Ελλάδα και οι διοργανωτές είχαν λάβει μια σειρά από αυστηρά μέτρα για την ομαλή διεξαγωγή τους, όπως δημόσιο μαστίγωμα σε όποιον αθλητή έκλεβε.

«Ο νόμος, οι αδέκαστοι αξιωματούχοι, ο φόβος του δημόσιου μαστιγώματος, το θρησκευτικό πλαίσιο και η προσωπική αίσθηση της τιμής συνέβαλαν στο να παραμείνουν οι Αγώνες καθαροί», είπε ο David Gilman Romano, καθηγητής ελληνικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι «γνωρίζουμε για περιπτώσεις κλεψίματος… Εξάλλου, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν δημιουργικοί σε ζητήματα εξαπάτησης».

Η ηλεκτρονική έκδοση του smithsonianmag.com έγραψε σε δημοσίευμα, ότι η δωροδοκία ήταν ο πιο εύκολος τρόπος. Παραδείγματος χάριν, η πιο διάσημη αρχαία περίπτωση κλεψίματος αφορά τον πυγμάχο Εύπολο από τη Θεσσαλία, όταν στην Ολυμπιάδα του 388 π.Χ. δωροδόκησε τους αντιπάλους του για να τον αφήσουν να κερδίσει.

Εντούτοις, θεωρούνταν ριψοκίνδυνη πρακτική, γιατί πέρα από το δημόσιο μαστίγωμα, οι αθλητές πλήρωναν πρόστιμο και αν το αδίκημα θεωρούνταν βαρύ, τότε αναγείρονταν Ζάνα. Η Ζάνα ήταν μια στήλη που έγραφε το όνομα του αθλητή, αλλά και το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε, οπότε η μνήμη του αμαυρώνονταν για πάντα.

Ύστερα, υπήρχαν οι κατάρες, με τους διαγωνιζόμενους να τοποθετούν σε εμφανή σημεία του σταδίου επιγραφές που καταριόντουσαν τους αντιπάλους. Αν και όχι αποτελεσματική μέθοδος, ορισμένοι την προτιμούσαν, επειδή δεν επέφερε τιμωρία.

Εξαγορά από πόλη-κράτος

Η πιο διαδεδομένη πρακτική εξαπάτησης στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν η εξαγορά αθλητή από άλλη πόλη-κράτος. Αυτός ο τρόπος δεν διευκόλυνε το δρόμο προς τη νίκη, αλλά στερούσε από μια περιοχή την αίγλη της νίκης και επιπλέον δεν τιμωρούνταν.

Ο Παυσανίας περιέγραψε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, με την πρώτη να αφορά την εξαγορά Ολυμπιονίκη από τις Συρακούσες, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Κρότωνα της κάτω Ιταλίας. Τότε, η πόλη του κατέστρεψε το άγαλμα που είχε αναγείρει για να τιμήσει τις νίκες του, ενώ δήμευσε την περιουσία του και τον εξόρισε, απαγορεύοντας να πατήσει ξανά το πόδι του.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά τον αποκλεισμό της Σπάρτης το 420 π.Χ., με την κατηγορία ότι παραβίασε την ολυμπιακή εκεχειρία. Σπαρτιάτες αθλητές συμμετείχαν δηλώνοντας ψευδώς ότι εκπροσωπούσαν άλλες περιοχές. Στόχος ήταν να κερδίσουν χωρίς να αποκαλύψουν την αληθινή τους ταυτότητα, παρά μόνο όταν θα ολοκληρώνονταν οι Αγώνες. Η νίκη δεν θα πιστώνονταν στην πόλη τους, αλλά «όλοι θα γνώριζαν ότι αληθινούς Ολυμπιονίκες παράγει μόνο η Σπάρτη».

Τότε, κατά τη διάρκεια της αρματοδρομίας νίκησε ένας Σπαρτιάτης θεωρητικά εκπροσωπούσε τη Θήβα. Πάνω στην έξαψη του θριάμβου του αποκάλυψε κατά λάθος την αληθινή καταγωγή του και οι κριτές διέγραψαν το όνομα του από τους Ολυμπιονίκες, ενώ απέδωσαν τη νίκη στη Θήβα.

Τέλος, υπήρχαν τα «απαγορευμένα κόλπα» με τους αθλητές να εκμεταλλεύονται τα «παραθυράκια» του νόμου. Παραδείγματος χάριν, μια φορά στο παγκράτιο ένας αθλητής έκανε λαβή στον αντίπαλο, ώστε να φαίνεται πως πάει να τον δαγκώσει. Στην πραγματικότητα όμως, προσπαθούσε να βγάλει τα μάτια του άλλου, χωρίς να το δουν οι κριτές, άρα και να μην μπορούν να τιμωρήσουν, παρότι θα αντιλαμβάνονταν τι έγινε.