Λάτρης του ποδοσφαίρου, μετρ της τακτικής, αγαπητός ως επί το πλείστον στους παίκτες με τους οποίους συνεργάστηκε, εκρηκτικός… Ο Σέρχιο Μαρκαριάν επιστρέφει μετά από μια δεκαετία στις ζωές μας και αναλαμβάνει-βαδίζοντας αισίως στα 71 του-τα ηνία της Εθνικής σε μια αποστολή που ορισμένοι χαρακτηρίζουν… αυτοκτονίας, αλλά όλοι οι Έλληνες ελπίζουν να αποδειχτεί… σωτηρίας.
Όμως εκείνος ουδέποτε φοβήθηκε τις προκλήσεις. Ο ίδιος άλλωστε ποτέ του δεν υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Κάποιες προσπάθειες που έκανε σαν αριστερός μπακ έδειξαν από νωρίς πως… δεν κατείχε το τόπι, τουλάχιστον να το κλωτσά. Σε νεαρή ηλικία και μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του εργάστηκε σε πετρελαϊκή εταιρεία φτάνοντας μέχρι το πόστο του γενικού διευθυντή. Όμως η αγάπη του για το ποδόσφαιρο δεν τον άφησε να ησυχάσει ποτέ και αποφάσισε να εγκαταλείψει την καλοπληρωμένη θέση του για την ανασφάλεια της προπονητικής. «Έπρεπε να πουλήσω τη Mercedes μου και να παίρνω το λεωφορείο», είπε. Χαλάλι όμως… Γράφτηκε σε σχολή, γέμισε γνώσεις και όταν αποφάσισε να δοκιμαστεί στο νέο του επάγγελμα έδειξε να δικαιώνεται για την επιλογή του. Δεν τον αποκάλεσαν, δε, άδικα «El Mago» (μτφ: «ο μάγος»)…
Παραδόξως, δεν άρχισε τη σταδιοδρομία του στην Ουρουγουάη. Για τον ίδιο, ωστόσο, ισχύει το όπου γης… πατρίς. Άλλωστε μεγάλωσε στην Αργεντινή και ουσιαστικά δεν είχε ποτέ μια «βάση». Η προπονητική του καριέρα άρχισε το 1983 από την Παραγουάη, όπου κατέκτησε δύο πρωταθλήματα σε τέσσερα χρόνια με την Ολίμπο. Με τις Σολ Ντε Αμέρικα (1987-1989) και Σέρο Πορτένιο (1990-1991) δεν είχε ανάλογη επιτυχία, ωστόσο το 1992 ανέλαβε την ομάδα U23 της Παραγουάης, με την οποία κατέκτησε το προολυμπιακό τουρνουά της Λατινικής Αμερικής και πήρε μια θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, όπου έφτασε μέχρι τα προημιτελικά χάνοντας από την Γκάνα. Επέστρεψε σε συλλογικό επίπεδο κατακτώντας δύο ακόμη πρωταθλήματα στο Περού με την Ουνιβερσιτάριο το 1993 και τη Σπόρτινγκ Κριστάλ το 1996, ενώ ένα χρόνο μετά έφτασε με την τελευταία στον τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες. Έκανε, κοινώς, όνομα φτάνοντας σε σημαντικές διακρίσεις με πενιχρά-συνήθως-μέσα
Η πρώτη του γνωριμία με την Ελλάδα έγινε το 1998 ως προπονητής του Ιωνικού. Έμαθε σε χρόνο ρεκόρ τη γλώσσα, ακόμη και τις… κακές λέξεις όπως διαπιστώθηκε λίγα χρόνια μετά…
Κέρδισε τις εντυπώσεις με τη δουλειά του στην ομάδα της Νίκαιας, την οποία έφερε στην πέμπτη θέση του πρωταθλήματος κερδίζοντας το εισιτήριο για την Ευρώπη. Το 1999 ανέλαβε τα ηνία της εθνικής Παραγουάης και μαζί της έφτασε στην πρόκριση στο Μουντιάλ του 2002, ωστόσο δεν έκατσε ποτέ στον πάγκο της στα τελικά, γιατί απολύθηκε μετά τη συντριβή με 4-0 από την Κολομβία στο Μοντεβίδεο.
Η Ελλάδα δεν τον ξέχασε και του πρόσφερε νέα ευκαιρία σε υψηλότερο επίπεδο. Επέστρεψε για λογαριασμό του Παναθηναϊκού και έφτασε μαζί του στα προημιτελικά του Champions League αγγίζοντας την πρόκριση απέναντι στην Μπαρτσελόνα (1-0 στη Λεωφόρο, 3-1 στο «Καμπ Νου»). Δεν είχε, ωστόσο, ανάλογα αποτελέσματα στις εγχώριες διοργανώσεις και μετά την απώλεια του πρωταθλήματος στο περίφημο ντέρμπι της Ριζούπολης από τον Ολυμπιακό αποχώρησε-παρά την προσπάθεια των Γιάννη Βαρδινογιάννη και Άγγελου Φιλιππίδη να τον κρατήσουν-αναλαμβάνοντας τον Ηρακλή δίχως αξιοσημείωτη επιτυχία. Τότε, μάλιστα, είχε δηλώσει απογοητευμένος από το ελληνικό ποδόσφαιρο. «Έχουν χαλάσει πολλά στο ποδόσφαιρο. Δεν μου αρέσει ο διαιτητής που αφήνει να τον οδηγούν από πάνω, δεν μου αρέσουν οι παίκτες που δεν κοντρολάρουν. Μάνατζερ, παράγοντες… Δεν γουστάρω άλλο το ποδόσφαιρο. Κάθε μέρα γίνεται και πιο κακό», είχε δηλώσει.
Επέστρεψε στην Παραγουάη και την Κλουμπ Λιμπερτάδ, με την οποία πήρε δύο πρωταθλήματα (2006, 2007), προτού πάρει το δρόμο για το Μεξικό (Κρουζ Αζούλ, 2007/08), τη Χιλή (Ουνιβερσιδάδ, 2009/10) και την πατρίδα του, Ουρουγουάη (Ντανούμπιο, 2010). Η τελευταία του «δουλειά» ήταν η εθνική Περού, με την οποία πιστοποίησε πως δεν πρόκειται για τυχαίο προπονητή. Πήρε την τρίτη θέση στο Κόπα Αμέρικα του 2011, προτού αποχωρήσει το 2013 απορρίπτοντας την πρόταση να συνεχίσει στη θέση του.
Και πάνω που όλα έδειχναν πως οδεύει προς συνταξιοδότηση, ο Γιώργος Καραγκούνης, που είχε άριστες αναμνήσεις από τη συνεργασία τους, τον έφερε στο προσκήνιο κρίνοντάς τον ιδανικό για να βγάλει την Εθνική από το τέλμα της μετα-Σάντος εποχής. Εκείνος δεν αρνήθηκε την πρό(σ)κληση. Όπως έκανε από την πρώτη του μέρα στην προπονητική. Κι αυτή τη φορά, ανεξαρτήτως προτιμήσεων, όλοι ελπίζουμε να τα καταφέρει!
Πηγή: sport-fm.gr