Η ιατροδικαστική είναι μία ιδιαίτερα απαιτητική επιστήμη η οποία απαιτεί βαθιά γνώση της ιατρικής, ενδελεχή μελέτη της κάθε υπόθεσης, χρησιμοποίηση όλων των απαραίτητων μεθόδων ή συναφών επιστημών και φυσικά προσαρμογή τις επιστημονικής άποψης στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έκανε σημαντικές προσπάθειες εναρμόνισης στα διεθνή δεδομένα θεσμοθετώντας αύξηση των ετών της ειδίκευσης καθώς και αναπτύσσοντας νέες θέσεις ιατροδικαστικών σε αρκετές δημόσιες δομές του Ε.Σ.Υ, του Υπουργείου Δικαιοσύνης και των Πανεπιστημίων. Ποιες όμως είναι οι δυνατότητες της επιστήμης και ποια τα όρια;
Ένα από τα πρωταρχικά ζητήματα που καλείται να λύσει η ιατροδικαστική επιστήμη είναι η αξιόπιστη εκτίμηση του χρόνου του θανάτου. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι καθοριστικό ειδικά σε ορισμένα εγκλήματα. Μια σωστή εκτίμηση του θανάτου μπορεί να σώσει έναν αθώο που για το συγκεκριμένο χρόνο έχει ένα ισχυρό άλλοθι ή μπορεί να αποκαλύψει έναν ένοχο. Για τον προσδιορισμό του χρόνου θανάτου είναι απαραίτητο ο ιατροδικαστής να έχει διενεργήσει αυτοψία. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της αυτοψίας ο ιατροδικαστής μελετώντας ενδελεχώς τα μεταθανάτια φαινόμενα, όπως την απόψυξη του σώματος, μπορεί να προσδιορίσει αξιόπιστα τον χρόνο θανάτου.
Η αυτοψία δεν είναι όμως απαραίτητη μόνο για τον προσδιορισμό του χρόνου θανάτου. Μελετώντας ο ιατροδικαστής το νεκρό σώμα σε σχέση με τον χώρο ανεύρεσης μπορεί να αντιληφθεί, για παράδειγμα, την πραγματική θέση του σώματος κατά τη στιγμή του θανάτου, την πιθανή μετακίνηση της σορού, να δημιουργήσει τις πραγματικές συνθήκες του πιθανού εγκλήματος καθώς και να αποκλείσει κάποιες εκδοχές που δεν ταιριάζουν. Πολύτιμη βέβαια είναι και η αυτοψία του χώρου και από την πλευρά των προανακριτικών αρχών. Οι ειδικοί επιστήμονες της αστυνομίας, συλλέγοντας πειστήρια και μελετώντας τον χώρο, μπορούν έπειτα από ειδικές εργαστηριακές αναλύσεις να δώσουν αξιόπιστες απαντήσεις, για παράδειγμα, σε θέματα βαλλιστικής, γενετικής, χημικής ανάλυσης κ.α. Όλα αυτά τα ευρήματα σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα του ιατροδικαστή έρχονται και «δένουν» μία υπόθεση αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια ελιγμών στους υπόπτους.
Μετά τη διαδικασία της αυτοψίας ακολουθεί η διαδικασία νεκροψίας- νεκροτομής η οποία πραγματοποιείται στο νεκροτομείο. Στη νεκροψία ο ιατροδικαστής αφού καταγράψει τα γενικά χαρακτηριστικά, μελετά τα πτωματικά φαινόμενα και διερευνά κυρίως κακώσεις και ιατροφαρμακευτικούς χειρισμούς. Στη νεκροτομή διερευνάται το ανθρώπινο σώμα ανά ανατομική περιοχή και ανά όργανο λεπτομερώς. Ακολουθεί δειγματοληψία ιστοτεμαχίων για παθολογοανατομικές εξετάσεις και βιολογικών δειγμάτων (αίμα, ούρα, ενδοφθάλμιο κ.α.) για τοξικολογικές εξετάσεις. Ο ιατροδικαστής οφείλει να ενημερώσει τον Παθολογοανατόμο και τον Τοξικολόγο για τα μέχρι εκείνη τη στιγμή ευρήματα έτσι ώστε να κατευθύνει ανάλογα την εργαστηριακή διερεύνηση.
Ένα ιδιαίτερα βασικό σύγχρονο εργαλείο σε αρκετές περιπτώσεις είναι και οι γενετικές εξετάσεις. Τέτοιες εξετάσεις δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την ταυτοποίηση ενός δράστη ή ενός θύματος αλλά και για τη στοιχειοθέτηση μίας κληρονομικής νόσου η οποία μπορεί ή όχι να συνέβαλε στον θάνατο.
Ο ιατροδικαστής, αφού λάβει το σύνολο των απαντήσεων των εργαστηριακών εξετάσεων, οφείλει να τις αξιολογήσει σωστά και να δώσει σαφείς απαντήσεις τόσο ως προς την αιτία θανάτου, όσο και ως προς τον μηχανισμό θανάτου. Δηλαδή να εξηγήσει ακριβώς το πως κατέληξε ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Τέλος χρέος του ιατροδικαστή είναι να εισφέρει στο κρίσιμο τρίπτυχο, δηλαδή εαν πρόκειται για έγκλημα, αυτοκτονία ή ένα τυχαίο γεγονός. Έπειτα από μία ενδελεχή ιατροδικαστική διερεύνηση, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, κανένα έγκλημα δεν είναι τέλειο.
*Ο Γρηγόρης Λέων είναι Ιατροδικαστής, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας