Τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου του 1956 ένας νεαρός άνδρας μπήκε αλαφιασμένος στο αστυνομικό τμήμα της Χαλκίδας. Πλησίασε τον αξιωματικό υπηρεσίας, κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του και χωρίς δεύτερη σκέψη ομολόγησε την δολοφονία της γυναίκας του.
Όπως είπε στους αστυνομικούς, θα την έβρισκαν νεκρή στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού τους, καθώς την είχε χτυπήσει στο κεφάλι, με ένα σφυρί, την ώρα που κοιμόταν. Στο διπλανό δωμάτιο κοιμόντουσαν τα δυο τους παιδιά.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Τον τελευταίο καιρό η σχέση του ζευγαριού περνούσε κρίση. Η γέννηση των δυο παιδιών τους είχε αλλάξει τα δεδομένα. Οι υποχρεώσεις είχαν αυξηθεί και ο 29χρονος εργάτης δεν μπορούσε να τα «βγάλει» πέρα. Όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, δεχόταν μεγάλες πιέσεις τόσο από τη σύζυγο του, όσο και από την οικογένεια της, η οποία θεωρούσε πως δεν φρόντιζε αρκετά για την ευημερία του σπιτιού του. Αυτό, όμως, που τον εξουθένωνε ήταν η υποψία ότι η σύζυγος του τον απατά. Ο 29χρονος πίστευε πως η νεαρή γυναίκα διατηρούσε παράνομη σχέση με έναν κοινό γνωστό τους. Άλλωστε, δεν ήταν ο πρώτος άνδρας που γνώρισε στη ζωή της και αυτό τον έκανε να ζηλεύει ακόμη περισσότερο. Εκείνη αρνιόταν κατηγορηματικά ότι είχε εραστή αλλά ο νεαρός δεν την πίστευε με αποτέλεσμα να καβγαδίζουν σχεδόν καθημερινά. Και το κακό δεν άργησε να γίνει με τη γυναίκα να βρίσκει φρικτό θάνατο από τα χέρια του συζύγου της.
Τον Φεβρουάριο του 1957 ο 29χρονος κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας, κατηγορούμενος για την αποτρόπαια δολοφονία της νεαρής συζύγου του και μητέρας των δυο παιδιών του. Ο κατηγορούμενος, σε μια προσπάθεια να πείσει τους δικαστές ότι διέπραξε το έγκλημα ενώ βρισκόταν εκτός εαυτού, επέμεινε πως το θύμα και σύζυγος του είχε εραστή χωρίς, ωστόσο, να είναι σε θέση να δώσει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν. «Τα ψέματα της γυναίκας μου και οι πιέσεις που δεχόμουν από την οικογένεια της με είχαν καταρρακώσει ψυχολογικά», είπε ο 29χρονος, απευθυνόμενος στο δικαστήριο και παραδέχτηκε πως πολλές φορές, στο παρελθόν, είχε χτυπήσει τη σύζυγο του.
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε το μοιραίο βράδυ λέγοντας πως η σύζυγος του θήλασε τα δυο τους παιδιά και στη συνέχεια ξάπλωσε για να κοιμηθεί. Λίγα λεπτά αργότερα την ακολούθησε και εκείνος και όταν έπεσε στο κρεβάτι εκείνη άρχισε την μουρμούρα. «Άρχισε να μου λέει πως δεν φροντίζω το σπίτι και τα παιδιά μας. Εγώ εκνευρίστηκα και την ρώτησα : «Πες μου την αλήθεια έχει σχέσεις με τον Γ. ;» (σ.σ. το πρόσωπο με το οποίο πίστευε πως τον απατά). Τότε εκείνη μου γύρισε την πλάτη φωνάζοντας: «Ωχ ! άσε με τώρα»» περιέγραψε ο 29χρονος. Όπως είπε ο κατηγορούμενος στην απολογία του η αντίδραση της γυναίκας του αλλά και «το ειρωνικό της χαμόγελο με έκαναν έξω φρενών». Τότε , όπως είπε, σηκώθηκε από το κρεβάτι τους βγήκε από το δωμάτιο, ντύθηκε και άρπαξε από το διάδρομο του σπιτιού τους ένα σφυρί.
Κρατώντας το σφυρί ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα όπου η σύζυγος του ήδη κοιμόταν και χωρίς να διστάσει την χτύπησε στο κεφάλι. Ο νεαρός αφηγήθηκε πως με το δεύτερο χτύπημα το σφυρί σφηνώθηκε στο κρανίο της νεαρής γυναίκας και έτσι σταμάτησε να τη χτυπά. Βγήκε από το διαμέρισμα και για ώρες περιπλανιόταν στους δρόμους μέχρι που αποφάσισε να παραδοθεί στην αστυνομία.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ήταν καταπέλτης. Ζήτησε την καταδίκη του κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία από πρόθεση χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Ο εισαγγελικός λειτουργός στην αγόρευση του εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο 29χρονος σκότωσε τη γυναίκα του για να εκδικηθεί, στο πρόσωπο της, την οικογένεια της η οποία δεν είχε γίνει υποχείριο του , όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Τελικά το δικαστήριο, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση, έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για την στυγερή δολοφονία της γυναίκας του και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.