Τις εικόνες απόλυτου χάους που βίωσαν αλλά και την κυνική αντιμετώπισή τους από τις αρμόδιες αρχές κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι περιέγραψαν και σήμερα, καταθέτοντας στο δικαστήριο συγγενείς θυμάτων και εγκαυματίες. Οι ίδιοι άνθρωποι που έξι χρόνια μετά την τραγωδία ζητούν δικαίωση για εκείνους που χάθηκαν.

Η Αγγελική Κωνσταντάκη, εγκαυματίας που έχασε τη μητέρα της τη μοιραία ημέρα, όταν κλήθηκε από την έδρα να απαντήσει στην ερώτηση: “Με ποιο τρόπο θα αισθανόταν δικαιωμένη;”, είπε: «Αν εδώ ήταν όλοι όσοι έπρεπε. Αστυνομικοί, Λιμενικό. Αυτή θα ήταν μία δικαίωση. Να κριθούν όλοι οι υπεύθυνοι. Να πληρώσει ο καθένας εκείνο που του αναλογεί. Δεν θέλουμε να δικαστούν αθώοι, αλλά εκείνοι που φταίνε. Όλα αυτά τα χρόνια δεν βγήκε ένας να πει: “Έκανα λάθος εκτίμηση”. Θα το καταλαβαίναμε. Άνθρωποι είμαστε όλοι. Ούτε συγγνώμη δεν έχουμε ακούσει»…

Ο Αριστείδης Χερουβείμ έχασε τη μητέρα, την αδελφή και τις δίδυμες 5χρονες ανιψιές του. Στο δικαστήριο παρίσταται μόνο για τη μητέρα και την αδελφή του, καθώς, αν και είναι ο μοναδικός συγγενής των δύο κοριτσιών, ο νόμος δεν του δίνει αυτό το δικαίωμα, καθώς είναι τρίτου βαθμού συγγενής.

«Θεωρώ άδικο ότι δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τα κορίτσια. Θα κάνω ότι μπορώ, για να το ανατρέψω αυτό», ανέφερε και περιέγραψε στο δικαστήριο πως οι δικοί του άνθρωποι «ήταν ξαπλωμένοι, αφημένοι στον δρόμο μέχρι την επομένη στις επτά το πρωί, γιατί οι αρμόδιοι έπρεπε πρώτα να κάνουν σύμβαση με συγκεκριμένο γραφείο τελετών… Την επομένη τα σώματα καίγονταν και ξανάπαιρναν συνέχεια και όταν κάποιοι είπαν σε πυροσβέστες να τα σβήσουν, απάντησαν: “Τι να σβήσουμε τώρα;”. Πήρα τις σορούς άσπρες, γιατί τις έσβησαν με τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου διασώστες… Ούτε αρκετούς σάκους για τους νεκρούς δεν έστειλαν. Τσακώνονταν οι πυροσβέστες, γιατί δεν έφταναν οι σάκοι για τις σορούς…».

Ο μάρτυρας επεσήμανε πως 6 χρόνια μετά δεν έχουν μάθει, γιατί δεν κάθισαν στο εδώλιο η Αστυνομία και το Δασαρχείο και γιατί δεν συζητήθηκε στη Βουλή η μήνυση που είχαν καταθέσει σε βάρος των τότε υπουργών.

Ο μάρτυρας εξέφρασε τη θέση πως η Πυροσβεστική είχε πλήρη εικόνα για την επικινδυνότητα της φωτιάς από τις 17.15, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα.

Ο κ. Χερουβείμ εκτίμησε πως υπήρχε χρόνος, για να απομακρυνθεί ο κόσμος. «Στον ίδιο χρόνο, πενήντα λεπτά, απομάκρυναν κόσμο από την Κινέτα. Δεν έκαναν οργανωμένη απομάκρυνση εκεί. Τους ειδοποίησαν με περιπολικά να φύγουν. Στο Μάτι δεν έγινε τίποτα! Ούτε καμπάνα δεν χτύπησε. Στο πρώτο δικαστήριο, όταν ρωτήθηκε στέλεχος της Πυροσβεστικής “γιατί δεν χτύπησαν καμπάνες”, είχε απαντήσει: “Γιατί; Γιορτή είχαμε;”. Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός δεν ήρθαν, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στην περιοχή ούτε εκείνη τη μέρα ούτε την επομένη», κατέθεσε.

«140 βήματα από τη θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο»

Ο Νίκος Γιαννόπουλος είπε πως η μητέρα του θα είχε σωθεί αν δεν είχαν ακούσει τις καθησυχαστικές δηλώσεις στο ραδιόφωνο. «Η προτροπή Μπουρνούς να μη βγουν οι κάτοικοι, μου στέρησε το δικαίωμα να τη σώσω. Η πρωτόδικη απόφαση με κάνει να ντρέπομαι να πάω να της ανάψω το καντήλι», ανέφερε, ενώ οι τόνοι ανέβηκαν όταν η πρόεδρος έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα για ερωτήσεις και στη συνέχεια σε συνηγόρους, χωρίς ο Άγγελος Σιαπκαράς, που ήταν στο βήμα και έχει χάσει την κόρη του, να προλάβει να μιλήσει.

«Αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο λάθος μέρος, όπως βρέθηκε και η κόρη μου στο λάθος μέρος και με τους λάθος ανθρώπους να πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση. Αυτή ήταν η ατυχία της. Αυτοί που έπρεπε δεν έκαναν τίποτα», είπε κλαίγοντας ο μάρτυρας, απευθυνόμενος στο δικαστήριο. «Γιατί το λέτε αυτό;» τον ρώτησε η πρόεδρος, με τον ίδιο να απαντά: «Γιατί δεν με αφήνετε να μιλήσω».

Και ακολούθησε ο εξής διάλογος:

Πρόεδρος: Βεβαίως να μιλήσετε..

Μάρτυρας: Δεν με αφήσατε. Είμαι μεγάλος άνθρωπος. Μπορεί να μην μπορέσω να ξαναμιλήσω για το παιδί μου, να μην προλάβω. 140 βήματα από τη θάλασσα χάθηκε. Τα μετράω κάθε χρόνο στο μνημόσυνο. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Όλοι αυτοί δεν έσωσαν ούτε έναν άνθρωπο. Είναι άσχετοι με τη δουλειά τους, με το καθήκον που έχουν και τους προβιβάζουν κιόλας. Δεν έχει πάει κανένας τους φυλακή και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Και εμείς διαλυθήκαμε. Μετά από εννιά μέρες μας έστειλαν ένα φέρετρο σκεπασμένο. Δεν ξέρω καν τι είχε μέσα. Ο αδελφός της πήγε την επομένη και μάζευε τα κόκαλα της αδελφής του. Υπήρξε παντελής έλλειψη κάθε έννοιας κράτους. Εσείς, όμως, αν θέλετε, έχετε τον τρόπο. Εσείς μπορείτε και πρέπει να προσπαθήσετε να μας καταλάβετε και να αποδώσετε δικαιοσύνη.