Σε ένα δικαστήριο του Όσλο θα πέσουν οι τίτλοι τέλους για τον Βίντκουν Κουίσλινγκ, έναν από τους πλέον διαβόητους προδότες που ξεπήδησαν από την ταραγμένη εποχή του Β’ Παγκοσμίου. Χαφιές και εγκληματίας πολέμου φυσικά και ως τέτοιο θα τον έκρινε το δικαστήριο που έψαχνε να τον φέρει αντιμέτωπο με τα ανοσιουργήματά του. Ο υπερόπτης και αδίστακτος άλλοτε Κουίσλινγκ ακούει το κατηγορητήριο με πρόδηλο φόβο, καθώς ξέρει πως σε έναν κόσμο που γλίτωσε μόλις από τη λαίλαπα του ναζισμού εκείνος δεν έχει θέση. Δεν ήταν απλώς πως ήταν φανατικός φιλοναζιστής και ιδρυτής του εθνικοσοσιαλιστικού μορφώματος της Νορβηγίας ήδη από το 1933. Ήταν ότι όσο η χώρα του μαχόταν με τον γερμανικό κίνδυνο το 1940, εκείνος επιχειρούσε πραξικόπημα κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης, περιορίζοντας σημαντικά την επιχειρησιακή ετοιμότητα της πατρίδας του. Παρά το γεγονός ότι ακόμα και ο Χίτλερ αρνήθηκε να υποστηρίξει το προδοτικό του πραξικόπημα, το πρώτο μάλιστα που μεταδόθηκε ποτέ ζωντανά από τα ερτζιανά, όταν κατέλαβε τη Νορβηγία του την παρέδωσε αμαχητί, ανταμείβοντάς τον με τον -σκιώδη- πρωθυπουργικό θώκο για τις σπουδαίες υπηρεσίες του στο Γ’ Ράιχ. Κι έτσι το όνομά του θα γινόταν το οικουμενικό σύμβολο της προδοσίας. Ακόμα και στα ελληνικά το χρησιμοποιούσαν άλλοτε για να μιλήσουν για τον προδότη ή τον δωσίλογο: «κυβέρνηση κουίσλινγκ», «κουίσλινγκ πρωθυπουργός» κ.λπ. Όταν καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, η Ευρώπη απαλλασσόταν από μια βδέλλα της εξουσίας, από τον άνθρωπο που κάλεσε τον αιμοσταγή δικτάτορα να καταλάβει την ίδια του την πατρίδα «για το καλό της»! Και τον βοήθησε μετά στην ανατριχιαστική Τελική Λύση και τα άλλα ζοφερά σχέδιά του. Για «μια αχρεία γενιά από Κουίσλινγκ» έκανε λόγο και ο Γουίνστον Τσόρτσιλ ήδη από την άνοιξη του 1940, δίνοντάς μας τον ορισμό με τον οποίο θα έμενε γνωστός στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης ο συνεργάτης των ναζί. Άνθρωποι που «στρατολογήθηκαν για να κολακεύσουν με δουλοπρέπεια τον κατακτητή, να συνεργαστούν με τα σχέδιά του και να επιβάλουν την εξουσία του στους συμπατριώτες τους, ενώ οι ίδιοι ταπεινώνονται με τη δουλικότητά τους». Αυτοί ήταν οι Κουίσλινγκ του κόσμου όλου για τον Τσόρτσιλ. Και επειδή η Ιστορία έχει συνήθως μια διεστραμμένη αίσθηση της ειρωνείας, τον έστησαν το 1945 στο εκτελεστικό απόσπασμα στο ίδιο φρούριο που είχε καταφτάσει στα τέλη του 17ου αιώνα ο δανός γενάρχης των Κουίσλιγκ (Κουισίλινους αυτός) για να αναλάβει την εκκλησία του οχυρού ως ιερέας…
Πρώτα χρόνια
Ο Βίντκουν Λάουριτζ Γιόνσεν Κουίσλινγκ γεννιέται στις 18 Ιουλίου 1887 σε κωμόπολη της νορβηγικής κομητείας Τέλεμαρκ. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά ενός πάστορα και καθηγητή πανεπιστημίου και μιας γόνου γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας της περιοχής. Η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη και ο ντροπαλός νεαρός μεγάλωσε με αγάπη και κατανόηση, ακολουθώντας συνεχώς τον πατέρα του στις ολοένα και μεγαλύτερες διοικητικές και διδακτικές θέσεις που αναλάμβανε. Ο Βίντκουν διακρινόταν στα μαθήματα και είχε κλίση στα μαθηματικά, δεν λαχταρούσε ωστόσο κάτι στη ζωή του. Κι έτσι αποφοιτώντας από το σχολείο γράφτηκε μάλλον απρόθυμα στη Νορβηγική Στρατιωτική Ακαδημία, σημειώνοντας πάντως τις καλύτερες επιδόσεις από τους 250 δόκιμους εκείνης της φουρνιάς. Την επόμενη χρονιά γίνεται δεκτός στο ακόμα ανώτερο Νορβηγικό Στρατιωτικό Κολέγιο, το οποίο τελειώνει μάλιστα ο εύελπις με την υψηλότερη επίδοση από την ίδρυσή του το 1817! Το χαρτί του το έδωσε ο ίδιος ο βασιλιάς. Τοποθετείται αμέσως στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και καταφέρεται αμέσως κατά της νορβηγικής ουδετερότητας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κλονίζεται πάντως από τις εκατόμβες των νεκρών και προς τα τέλη του Μεγάλου Πολέμου εμφανίζεται πολύ πιο μετριοπαθής…
Ραγδαία άνοδος
Το 1918 θα στείλουν τον νεαρό λοχαγό ως στρατιωτικό ακόλουθο στη νορβηγική αντιπροσωπεία της Πετρούπολης, όπου θα θαυμάσει τη διοικητική και στρατιωτική μεταρρύθμιση των μπολσεβίκων, μιλώντας με τα καλύτερα λόγια για το πώς μπορούσε να κινητοποιεί τον Κόκκινο Στρατό ο Λέον Τρότσκι. Επιστρέφοντας από την ΕΣΣΔ, είναι ο κατεξοχήν στρατιωτικός ειδικός σε ρωσικά θέματα. Την επόμενη χρονιά θα βρεθεί στο Ελσίνκι ως πράκτορας της χώρας του, ξανά ως μέλος της διπλωματικής αντιπροσωπείας. Τα 9 από τα επόμενα 12 χρόνια θα τα περάσει στο εξωτερικό, μέχρι την οριστική επιστροφή του στη Νορβηγία στα τέλη του 1929, κάνοντας πρακτικά τα πάντα. Έζησε στη Μόσχα, την Πετρούπολη, το Ελσίνκι, το Παρίσι, πέρασε από την Αρμενία και τα Βαλκάνια, επισκέφθηκε το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Γενεύη, δούλεψε για λογαριασμό των υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών της Νορβηγίας, αλλά και για την Κοινωνία των Εθνών. Ξεχωριστή θέση κατέχει αναμφίβολα στη διπλωματική του καριέρα η προσωπική επαφή με τον ύπατο αρμοστή της ΚΤΕ για τους πρόσφυγες, τον νομπελίστα Ειρήνης, Φρίτγιοφ Νάνσεν! Ο εξερευνητής και μεγάλος ανθρωπιστής τον είχε ζητήσει μάλιστα προσωπικά το 1921 και ο Κουίσλινγκ τον ακολούθησε στις ειρηνευτικές και φιλανθρωπικές αποστολές του στην Ουκρανία, αποκομίζοντας βαθιά γνώση των ανθρωπιστικών ζητημάτων που ταλάνιζαν την Ευρώπη. Την ίδια εποχή θα παντρευτεί μια Ρωσίδα που γνώρισε στην Ουκρανία, ο βιογράφος του ωστόσο μας είπε πως είχε κάνει και έναν δεύτερο γάμο, την αμέσως επόμενη χρονιά, με μια Ουκρανή, ο οποίος δεν πρέπει ωστόσο να ήταν νόμιμος. Παρά ταύτα, οι τρεις τους όργωναν τώρα την Ευρώπη στις τόσες διπλωματικές και ανθρωπιστικές αποστολές του. Όσο ήταν σε Ουκρανία και Αρμενία καλούσε μάλιστα με πύρινα άρθρα τη Δύση να αναγνωρίσει τη νέα κατάσταση της ΕΣΣΔ. Το 1924 θα επιστρέψει στη Νορβηγία για μερικούς μήνες με τις δύο συζύγους του, η Ρωσίδα θα τον εγκαταλείψει ωστόσο και πίσω δεν θα κοιτάξει. Τώρα ήταν άοκνο μέλος του εργατικού κινήματος της Νορβηγίας, νιώθοντας συγγενικούς δεσμούς με τον κομμουνισμό! Από τη Ρωσία έφυγε πάντως το 1925 κακήν κακώς, μπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο που διοχέτευε εκατομμύρια ρούβλια μέσω παράνομων κυκλωμάτων εκτός χώρας, αν και δεν διώχθηκε ποτέ. Ταυτοχρόνως τον κατηγορούσαν και ως πράκτορα των Βρετανών, και πάλι όμως δεν αποδείχτηκε τίποτα…
Ο κύριος υπουργός που μεταστράφηκε ιδεολογικά
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του το 1929, ο Κουίσλινγκ ενεργοποιεί τα σχέδιά του για ένα πολιτικό κόμμα κομμένο και ραμμένο στο μοντέλο των Σοβιέτ! Ήθελε ραγδαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και μιλούσε ακόμα και για αντικατάσταση του νορβηγικού Κοινοβουλίου από δύο ανεξάρτητα σώματα, στα πρότυπα της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Αποκτά έναν σημαντικό κύκλο πολιτικών φίλων και τα μεταρρυθμιστικά του άρθρα που δημοσιεύονται συνεχώς στον Τύπο τον κάνουν ευρύτερα γνωστό στον λαό. Όταν πέθανε ο Νάνσεν το 1930, ένα πύρινο άρθρο του θα δημοσιευτεί στο πρωτοσέλιδο της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας, που ανάμεσα στα άλλα που λέει για την κληρονομιά που άφηνε πίσω του ο μεγάλος ανθρωπιστής καλούσε σε μια συγκεντρωτικότερη κυβέρνηση που θα έδινε «μεγαλύτερη έμφαση στη φυλή και την κληρονομικότητα». Άγνωστο πώς άλλαξε στάση εν μία νυκτί, δημοσιεύει την ίδια χρονιά ένα ρατσιστικότατο βιβλίο («Η Ρωσία και οι εαυτοί μας»), στο οποίο καλεί ανοιχτά σε πόλεμο κατά των μπολσεβίκων! Τους είχε ζήσει από κοντά για χρόνια, έλεγε τώρα, και ήξερε τι κίνδυνο αντιπροσώπευαν για τον πολιτισμένο κόσμο. Την άνοιξη του 1931, όταν τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε το Αγροτικό Κόμμα, ο ρατσιστής πια Κουίσλινγκ έσπευσε πάντως να συνεργαστεί και να διοριστεί υπουργός Άμυνας. Τώρα οργάνωνε μυστικά στρατιωτικά σώματα για την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου και συνωμοτούσε κατά των ειρηνιστών. Το καλοκαίρι του 1932 μάλιστα, όταν εκδηλώθηκε ένα μεγάλο φιλειρηνικό κίνημα στις νορβηγικές ένοπλες δυνάμεις, ο υπουργός προσπαθούσε να εξουδετερώσει «τους συνωμότες του διεθνούς εργατικού κινήματος». Παρά το γεγονός ότι συμμετείχε σε σοσιαλιστική κυβέρνηση, μεθόδευε από καιρό την ίδρυση του πολιτικού του φορέα. Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας ιδρύθηκε τελικά το 1933 και υιοθετούσε στο επίσημο καταστατικό του τις αρχές του ναζισμού. Οι οπαδοί του τον χαιρετούσαν ναζιστικά και μέχρι το 1936 το υπουργείο Προπαγάνδας του Βερολίνου έστελνε κανονικά την ετήσια οικονομική ενίσχυση στο κόμμα του Κουίσλινγκ. Λαϊκό έρεισμα δεν απέκτησε όμως ποτέ ο νορβηγός φυρερίσκος, παρά την αρχική απήχηση που φαινόταν να έχουν οι τοποθετήσεις του…
Ο προδότης που δεν σταμάτησε πουθενά
Παρά το γεγονός ότι έμπαινε σταθερά στη Βουλή σε κάθε αναμέτρηση, η δύναμή του περιοριζόταν. Το 1937 μάλιστα το κόμμα του έσπασε στα δυο και το έρεισμά του καταποντίστηκε ακόμα περισσότερο. Παρά την τεράστια περιουσία που είχαν οι γονείς του και τα 200 ζωγραφικά αριστουργήματα που κατείχε άλλοτε ο ίδιος, τώρα φαινόταν να τα έχει ξεπουλήσει όλα για τις πολιτικές φιλοδοξίες και τη διατήρησή του στον προμαχώνα του πολιτικού βίου. Με το που πέφτουν οι πρώτες ριπές του πολέμου το 1939, ο Κουίσλινγκ τρίβει τα χέρια του. Το 1940 σπεύδει μάλιστα να συναντηθεί με τον Χίτλερ για να πάρει τις ευλογίες του. Η συνάντηση έλαβε χώρα στην καγκελαρία του Γ’ Ράιχ και έμελλε να είναι το καθοριστικότερο γεγονός της ζωής του, όπως έλεγε αριστερά και δεξιά. Παρά το γεγονός ότι ο διάλογός τους δεν έγινε ποτέ γνωστός, ο Κουίσλινγκ δεν σταματούσε έκτοτε να μιλά με άπλετο θαυμασμό για τον φωτισμένο ηγέτη της Γερμανίας. Όπως εξομολογήθηκε μάλιστα σε ιδιωτική επιστολή του, υπονόησε στον φύρερ ότι προετοίμαζε πραξικόπημα που θα του έδινε τη στρατηγικά τοποθετημένη Νορβηγία αμαχητί. Κι έτσι όταν τα ξημερώματα της 9ης Απριλίου 1940 οι ναζί κήρυξαν τον πόλεμο στη Νορβηγία, ο Βίντκουν ήταν πανέτοιμος να δράσει. Αντεθνικά! Όσο οι στρατιές των Γερμανών έπνιγαν στο αίμα τους Νορβηγούς και η κυβέρνηση εγκατέλειπε το Όσλο για το Λονδίνο, ο προδότης οργάνωσε το πραξικόπημά του. Βγήκε στο κρατικό ραδιόφωνο και ανακοίνωσε την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας και τον σχηματισμό κυβέρνησης από το κόμμα του. Η νόμιμη κυβέρνηση αναδιπλώθηκε και κατέθεσε τα όπλα, αποδεχόμενη τη γερμανική μπότα στο πλαίσιο της «ειρηνικής κατάληψης». Ο βασιλιάς αρνήθηκε ωστόσο να στέψει πρωθυπουργό τον πραξικοπηματία Κουίσλινγκ και ο Χίτλερ δεν θα κρατούσε για πολύ την ψυχραιμία του. Ο Γκέμπελς σημείωσε πάντως χαρμόσυνα στο ημερολόγιό του πως «Ο διαμεσολαβητής μας Κουίσλινγκ ανήλθε στην κορυφή»! Ήταν όμως προδότης της χώρας του και είδε με έκπληξη τους συνεργάτες του στο κόμμα να τον εγκαταλείπουν μαζικά. Ακόμα και για πραξικοπηματίας έμοιαζε ξοφλημένος, καθώς δεν μπορούσε να σχηματίσει τη συνωμοτική του κυβέρνηση. Αηδιασμένος από όλα αυτά, ο φύρερ ορίζει επικεφαλής της Νορβηγίας έναν υψηλόβαθμο ναζιστή. Ο οποίος στρέφεται ξανά στον συνωμότη και τον διορίζει επικεφαλής μιας ομάδας υπουργών («πρόεδρο των υπουργών» τον αποκαλούσαν επισήμως). Με απόλυτους όρους, δεν ήταν πρωθυπουργός, αλλά μαριονέτα των κατακτητών, κάτω μόνο από τον ναζιστή κομισάριο. Ήταν πια σαφές πως ήταν με τους ναζί παρά με τους κατακτημένους συμπατριώτες του. Προωθούσε τα ζοφερά σχέδια του Χίτλερ, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να κάμψει τη νορβηγική Αντίσταση και όλοι τον εχθρεύονταν. Οπορτουνιστής καθώς ήταν, έπεισε κάποια στιγμή τον φύρερ να τον χρίσει κανονικό πρωθυπουργό, μπας και καταλαγιάσουν τα αντιναζιστικά αισθήματα των Νορβηγών. Και το πέτυχε!
Στις 30 Ιανουαρίου 1942 η εξουσία παραδίδεται πράγματι στον συνωμότη, ο οποίος εγκαθιδρύει το απολυταρχικό καθεστώς του διαλύοντας τις επαγγελματικές και εργατικές ενώσεις και στρεφόμενος με σφοδρότητα κατά της Εκκλησίας. Όλες όμως οι προσπάθειές του να χειραγωγήσει κάθε έκφανση της κοινωνικής, πνευματικής και πολιτικής ζωής αντιμετωπίζονται με απόρριψη και αντίσταση. Κάθε αιματοβαμμένη απόπειρά του να φέρει στα χέρια του εθνικοσοσιαλισμού την εκκλησία, τη νεολαία και την κοινωνία ολόκληρη συναντούσε την πεισμωμένη αντίσταση του λαού. Πρόλαβε πάντως να στείλει κάπου 1.000 εβραίους στα ναζιστικά κολαστήρια και να εξαφανίσει από προσώπου γης τους ντόπιους εχθρούς του εθνικοσοσιαλισμού. Όσο το Γ’ Ράιχ οδεύει μάλιστα προς το ηχηρό του τέλος, τόσο πιο φανατικός ναζιστής γινόταν αυτός, λες και βάλθηκε να ξεπεράσει σε αίμα και πόνο τους γερμανούς ομοϊδεάτες του. Η λαϊκή δυσαρέσκεια είναι πια στο απόγειό της, εκείνος συνεχίζει ωστόσο να προσπαθεί να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στην εξουσία, θέλοντας να πείσει τον λαό πως οι ναζί δεν είναι τελικά και τόσο κακοί. Και τότε μαθαίνει τα νέα για την αυτοκτονία του Χίτλερ!
Το τέλος
Στις 5 Μαΐου 1945, ο καταϊδρωμένος Κουίσλινγκ απευθύνεται στον νορβηγικό λαό και δηλώνει έτοιμος να διαπραγματευτεί με τις εξόριστες νορβηγικές αρχές μια ειρηνική παράδοση της εξουσίας. Δεν θα προλάβει όμως, καθώς η Γερμανία συνθηκολογεί εντωμεταξύ κι αυτός χάνει κάθε διαπραγματευτικό χαρτί. Στις 9 Μαΐου τον συλλαμβάνουν και στις 20 Αυγούστου ξεκινά η πολύκροτη δίκη του συνωμότη πρωθυπουργού. Στο δικαστήριο προσπαθεί να περάσει ως μάρτυρας που διώκεται για τα πιστεύω του. Προβάλλει τον πατριωτισμό του και λέει συνεχώς πως είναι αθώος. Ξέρει όμως το τέλος του και πως ό,τι κι αν κάνει, δεν μπορεί να το αποτρέψει. Καταδικάζεται πράγματι σε θάνατο στις 10 Σεπτεμβρίου 1945, για σωρεία αντεθνικών δράσεων, όπως εσχάτη προδοσία, καταλήστευση του Δημοσίου και φόνους τόσων και τόσων αθώων πολιτών.
«Ξέρω ότι ο νορβηγικός λαός με έχει καταδικάσει σε θάνατο και ότι ο πιο εύκολος δρόμος είναι η αυτοκτονία», φέρεται να είπε κατά τη σύλληψή του: «Θέλω όμως η Ιστορία να καταλήξει στη δική της ετυμηγορία». Και κατέληξε. Εκτελέστηκε στο απόσπασμα στις 24 Οκτωβρίου 1945 λέγοντας για μια τελευταία φορά αυτό το «είμαι αθώος»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr