«Ο Χριστός με μαγιό», έλεγαν όταν τον αντίκριζαν στις παραλίες της Αττικής, «ο Χριστός με μπλουτζίν», αναφωνούσαν όταν τον συναντούσαν στον δρόμο, «ο Χριστός στο νάιτκλαμπ», ούρλιαζαν σε κάθε συναπάντημα μαζί του τα κοριτσόπουλα. Αυτός παραδεχόταν απλώς πως «Ήμουν ένας ροκ Χριστός» και προσπαθούσε να συνεχίσει κανονικά τη ζωή του λες και δεν είχε μόλις ενσαρκώσει τον ρόλο που τόσο θα σφράγισε την ίδια του τη ζωή. «Οι άνθρωποι στον δρόμο δεν με έβλεπαν σαν τον Αλέξη Γκόλφη, αλλά με αντιμετώπιζαν σαν Θεάνθρωπο», έλεγε ο ηθοποιός που φαινόταν να μαστίζεται από την κατάρα όσων ενσάρκωναν στο πανί και το γυαλί τον Υιό του Θεού. Υπάρχει άραγε αυτή η διαβόητη «κατάρα του Χριστού» και αν ναι, υπήρξε θύμα της ο Γκόλφης, ακολουθώντας τη μοίρα τόσων και τόσων ηθοποιών που είτε δεν ξανασταύρωσαν ρόλο είτε είδαν το νήμα της ζωής τους να κόβεται άρον-άρον; Μέχρι να συμβούν βέβαια όλα αυτά, ο νεαρός χίπις λατρεύτηκε από το ελληνικό κοινό, αποθεώθηκε από το γυναικείο φύλο και πέρασε στο χρονοντούλαπο της τηλεοπτικής ιστορίας του τόπου μας ως η ασκητική εκδοχή της μεγάλης μορφής των Γραφών. Παρά την ανεπανάληπτη επιτυχία του ωστόσο στον ρόλο του «Μανωλιού-Χριστού» στην τηλεοπτική μεταφορά του αριστουργήματος του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Γκόλφης εξαφανίστηκε μαγικά από τον χώρο του θεάματος! Πολύ πριν πεθάνει άστεγος, μόνος και παραγνωρισμένος, είδε την καθημερινότητα να του δείχνει το σκληρό της πρόσωπο, λες και ο δικός του Γολγοθάς δεν είχε τέλος. Αρχικά, χάνει τη μητέρα του. Αμέσως μετά, του κάνουν έξωση από το σπίτι του και τώρα ζει ρακένδυτος σε μια εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία στα Πατήσια, τρεφόμενος μόνο από το συσσίτιο απόρων της ενορίας. Δεν θα του πάρει πολύ να καταβυθιστεί στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και να πάρει την κάτω βόλτα. Τα περί κατάρας πάντως δεν τα αποδεχόταν ποτέ! Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Έθνος» 27 ολόκληρα χρόνια μετά την τηλεοπτική σειρά που σημείωσε τηλεθέαση-ρεκόρ, εξομολογήθηκε: «Αργότερα δεν ήθελα να προσβάλω την εικόνα που είχα δημιουργήσει με τον Χριστό με κάποια άλλη δουλειά. Έτσι στράφηκα στη μουσική. Οργάνωνα συναυλίες και έφτιαξα κλαμπ που έγιναν φυτώρια για μουσικούς, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Έτσι έμεινα μία δεκαετία στην αφάνεια. Αν ξαναζούσα τη ζωή μου, θα ήθελα έναν σύντροφο ή πολλά λεφτά, αν και ξέρω πως ό,τι σου δίνει η ζωή, σου το παίρνει πάλι πίσω». Τα δικά του μαρτύρια θα τελειώσουν μια μέρα του Αυγούστου του 2007, όταν θα τον βρουν σε κάκιστη κατάσταση σε ένα ερείπιο της Πλατείας Κολιάτσου. Θα πεθάνει δυο μέρες μετά στον Ερυθρό Σταυρό από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο 59χρονος Γκόλφης θα περάσει άλλους δύο μήνες στα αζήτητα του νεκροτομείου μέχρι να τον αναγνωρίσει συμπτωματικά ένας ιατροδικαστής. Ο δικός μας «Χριστός» έφυγε μεν τραγικά, αλλά δεν ξεχάστηκε…
Πρώτα χρόνια
Η κολοσσιαία επιτυχία
Δεν υπήρξε περιοδικό (Βεντέτα, Φαντάζιο, Μαρί-Λένα κ.λπ.) που να μην τον κάνει εξώφυλλο, δεν υπήρξε φορά που να μην τον σταματήσουν στον δρόμο, δεν υπήρξε τέλος κανείς που να μην τον αναγνωρίζει. «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ήταν εξάλλου το δημοφιλέστερο σίριαλ της σεζόν 1975-1976, ένα αξεπέραστο τηλεοπτικό αριστούργημα που αποθεώθηκε από κοινό και κριτική και σημείωνε τηλεθέαση που άγγιζε ακόμα και το 80%. Ακόμα και η Ελένη Καζαντζάκη, η σύζυγος του συγγραφέα, είχε επισκεφτεί το πλατό όπου γυριζόταν η σειρά για να γνωρίσει από κοντά τον Ιησού με τα μπλουτζίν, πυροδοτώντας δημοσιεύματα-βροχή!
Ο Γολγοθάς του Γκόλφη
Πήρε επίσης μέρος και σε μια χούφτα τηλεοπτικών σειρών μετά το 1990, από τις οποίες ξεχωρίζουν τα σίριαλ «Ξενοδοχείο Αμόρε» (MEGA – 1990), «Λόγω τιμής» (MEGA – 1996) και «Η συκοφαντία του αίματος» (ΕΤ1 – 1999). Εξίσου άτυχος στάθηκε και στην προσωπική του ζωή, αφού όταν έχασε τη μητέρα του βρέθηκε κυριολεκτικά στον δρόμο. Άστεγος και ήδη εθισμένος στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, ο Γκόλφης βρήκε καταφύγιο σε ένα ερείπιο στα Πατήσια και καταβυθίστηκε στη θλίψη και τη λησμονιά. Τώρα έτρωγε ένα ξεροκόμματο στα συσσίτια του δήμου και της ενορίας του, ενώ οι περίοικοι έλεγαν πως τον έβλεπαν συχνά να ψαχουλεύει στα σκουπίδια. Ο περίφημος καζαντζακικός «Μανωλιός» δεν θύμιζε πια σε τίποτα το αλλοτινό αστέρι της υποκριτικής και μεγάλο αγαπημένο του γυναικείου φύλου. Το 2002 είπε πάντως στο «Έθνος»: «Ήμουν ένας ροκ Χριστός. Οι άνθρωποι στον δρόμο δεν με έβλεπαν σαν τον Αλέξη Γκόλφη, αλλά με αντιμετώπιζαν σαν Θεάνθρωπο. Αργότερα δεν ήθελα να προσβάλω την εικόνα που είχα δημιουργήσει με τον Χριστό με κάποια άλλη δουλειά. Έτσι στράφηκα στη μουσική. Οργάνωνα συναυλίες και έφτιαξα κλαμπ που έγιναν φυτώρια για μουσικούς, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Έτσι έμεινα μία δεκαετία στην αφάνεια. Αν ξαναζούσα τη ζωή μου, θα ήθελα έναν σύντροφο ή πολλά λεφτά, αν και ξέρω πως ό,τι σου δίνει η ζωή, σου το παίρνει πάλι πίσω». Το κλαμπάκι «Λούκι» στην κολωνακιώτικη Χάρητος της δεκαετίας του 1980 ήταν δικό του. Την επόμενη χρονιά (Ιούλιος του 2003), μίλησε για την τελευταία νύχτα του πρίγκιπα της ελληνικής ροκ, Παύλου Σιδηρόπουλου:
Τελευταία φορά θα τον ακούγαμε δημοσίως το 2006, όταν δήλωσε πικραμένος στην εφημερίδα «Espresso» για τα σχόλια που ακούγονταν δεξιά και αριστερά πως ζούσε ζητιάνος που τρεφόταν από τα σκουπίδια. «Ούτε από τα σκουπίδια τρώω ούτε στα παγκάκια κοιμάμαι. Ζω αξιοπρεπώς, αλλά πολύ δύσκολα. Με 1.000 ευρώ τον χρόνο που μου έδωσε ως επίδομα το Υπουργείο Πολιτισμού, έχω κάνει κατάληψη σε ένα παλιό σπίτι, τρώω από το συσσίτιο του Αγίου Λουκά. Δεν πιστεύω στην κατάρα των ηθοποιών που έπαιξαν τον Χριστό. Τα λεφτά δεν τα υπολόγισα ποτέ, τα είχα όταν άνοιξα τα δύο μπαρ στο Κολωνάκι. Μετά τα έχασα όλα. Ίσως να με βοηθήσει ο Θεός, που τον πλησίασα στο σίριαλ, να στηριχτώ ξανά στα πόδια μου»…
Το τραγικό τέλος